Θα σας πω μία ιστορία που μου συνέβη όταν πήγα ν' αγοράσω ένα καΐκι για να ξεφύγω από τις βενζίνες κι από τα κρις-κραφτ κι από τα ταχύπλοα. Το 1983, ενώ είχα ψάξει αρκετό καιρό για να βρω ένα καΐκι ν' αγοράσω, βρήκα κάποιο στο Λουτράκι και έφυγα τότε από την Αμοργό για να πάρω το σκάφος να το φέρω κάτω.
Σάββατο πρωί ξεκίνησα, 27 Αυγούστου του ‘83. Ξεκίνησα από το Καλαμάκι για να κατέβω Αμοργό. Πράγματι, μεσημεράκι είμαι κάτω απ' το Σούνιο, μπονάτσα τελείως, κάτι που με φοβίζει εμένα πάντα όταν η θάλασσα είναι γυαλί. Θέλω τη θάλασσα να έχει λίγο φουρτούνα, να ‘ναι ζωντανή, δεν τη θέλω νεκρή τη θάλασσα.
Ήθελα κάνα μισάωρο να φτάσω, τρία τέταρτα, στη Τζιά για να κοιμηθώ, επειδή θα νύχτωνε κιόλας. Και ξαφνικά ακούω ένα «γκαπ!» έναν θόρυβο, και βλέπω το καΐκι να σταματάει. Η μηχανή δεν έσβησε. Σταματάω, γυρίζω, πάω, ανοίγω τη μηχανή, βλέπω η μηχανή δουλεύει, η προπέλα δε δουλεύει. Και βλέπω που 'χε σπάσει έναν άξονα. Τέλος πάντων, λέω τώρα να κοιτάξω αν μπορώ να κάνω κάτι να το διορθώσω λίγο, ίσα-ίσα να περάσω απέναντι στη Τζια. Δεν μπορούσα τίποτα.
Ξαφνικά γίνεται ο καιρός, παράγινε, από 5, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10 μπορεί να έχει. Να παίρνει το πανί από μέσα απ' τα χέρια μου, το ‘χα δέσει κάτω, μου το παίρνει, το χτύπαγε πάνω στα ξάρτια. Τέλος πάντων, κατάφερα το 'πιασα, και με κρατάει ίσα-ίσα πρίμα στον καιρό.
Μπαίνω μέσα στην καμπίνα, παίρνω το VHF. «Έλα, μ' ακούει κανείς;» Τίποτα, κανένας δε μ' άκουγε. «Ελλάς ράδιο;» Τίποτα. «Μ' ακούει κανείς;» Τίποτα, ούτε άκουγα ούτε μ' άκουγε κανείς. Πήγα σε όλα τα κανάλια, τίποτα. Τέλος πάντων, τ' άφησα και βγήκα έξω, κάθισα στο τιμόνι. Βέβαια πήγαινε από κύμα σε κύμα λες κι ήτανε καρυδότσουφλο.
Σε μιάμιση ώρα από τη Τζια, από δίπλα απ' τη Τζια που ήμουνα, με πήγε Φαλκονέρα. Το κράτησα από 'κει, όσο μπορούσα προσπαθούσα να μπαίνω μες στις Κυκλάδες, αλλά δυστυχώς ο καιρός ήταν τέτοιος που με πήγε κάτω. Εκείνο που σκεφτόμουνα μόνο συνέχεια είναι οι δικοί μου που θ' ανησυχούν, τίποτα άλλο.
12, εκεί περίπου, ο καιρός έσπασε τελείως, ο αέρας. Έμειναν τα θεόρατα, πελώρια κύματα. Δεν ξέρω το ρέμα πού με πήγαινε. Είδα τους χάρτες βέβαια πού βρισκόμουνα και γύρω στις 3, 3μισι η ώρα, πάλι εκεί, άρχισε να φυσάει. Άνοιξα το πανί, το έκανα όλο το καΐκι φλόκο και το γύρισα προς τις Κυκλάδες. Πράγματι, μετά από οκτώ ώρες ξανάρχισε πάλι ο βοριάς, έκανε 6-7, το γύρισα. Αλλά ήξερα ότι τώρα πλέον είμαι μες στις Κυκλάδες, δεν έχω πρόβλημα.
Μετά από έξι-εφτά ώρες, βραδάκι της δεύτερης μέρας, δηλαδή της Κυριακής, είμαι δίπλα στη Μήλο και μπροστά μου είναι η Ερημόμηλος. Πήγα από μέσα, πήγα στη γωνία, είδα κάποιο σκάφος στην άλλη γωνία. Άναψα ένα καπνογόνο, ήτανε μέρα, άναψα ένα καπνογόνο και δεύτερο καπνογόνο, αλλά ο άνθρωπος, δεν ξέρω για ποιον λόγο ή θα είχε το λόγο του, και δεν ήρθε. Ίσως ψάρευε παράνομα, ίσως δεν ξέρω 'γώ, δεν ήρθε.
Εκεί έπιασα, έριξα όλες τις φωτοβολίδες που είχα. Κοκκίνιζε όλη η Μήλος, όλη η Μήλος, κι έβλεπα εγώ που περνούσαν τα αυτοκίνητα, τα ‘βλεπα αυτά τα πράγματα, λέω κάποιος θα ειδοποιήσει. Τα 'ριξα όλα, άναψα τους πυρσούς, αλλά δυστυχώς δεν ειδοποίησε κανένας.
Και νυχτώνει, κι αφού νύχτωσε, λέω τα πράγματα είναι πιο εύκολα. Τώρα θα με δουν, θα δουν τον προβολέα. Να φανταστείς ότι είμαι περίπου στο ένα μίλι με ενάμισι μακριά από τον πολιτισμό, από την κίνηση, που έβλεπα κόσμο την ημέρα που έκαναν μπάνιο, το βράδυ ένα μοναστήρι που ήταν εκεί, από 'κείνη την μεριά, έβλεπα κόσμο και τίποτα, κανείς να μην...
Οι δικοί μου είχαν ανησυχήσει τη δεύτερη μέρα, απ’ τη δεύτερη μέρα. Πήραν τηλέφωνο. Και μάλιστα την τρίτη μέρα, βλέπω το αεροπλάνο να περνάει. Βλέπω αεροπλάνο, λέω αυτό ψάχνει, οπωσδήποτε! Προσπάθησα μ' έναν απλό καθρέφτη, αλλά δε μου πέρναγε από τη γωνία που έπρεπε να έχει για να του δώσω σήμα. Τίποτα. Κι είναι η τρίτη μέρα.
Τελείωσαν τα τσιγάρα κι αυτό ήταν το βασανιστήριο. Κι ήταν η μόνη φορά που ταξίδευα χωρίς εφημερίδα. Η εφημερίδα μπορείς να την καπνίσεις γιατί γίνεται. Έκοβα φύλλα από το αυτό που έγραφα τα τηλέφωνα, την ατζέντα, τα στρίφωνα... ήταν ένα βασανιστήριο, εντάξει.
Αυτή η ημέρα η τρίτη πέρασε. Έρχεται η τέταρτη, λέω κάτι θ' αλλάξει, δεν μπορεί, κάτι θα απογίνει. Δεν έγινε πάλι τίποτα. Ενώ έβλεπα σκάφη, ενώ έκανα σινιάλα έντονα, έκανα αυτό, τίποτα. Υπάρχει περίπτωση κάποιοι να με είδανε και να είπανε: «Δεν έχει ανάγκη, είναι πάνω σ' ένα σκάφος!» Θα νομίζανε ότι είχα και τσιγάρα και τροφές και τέτοια, «Άσ’ τον να μην μπλέξουμε».
Την τέταρτη μέρα το βράδυ, βλέπω ένα και προβαίνει στη γραμμή. Ήταν ένα motorship φορτωμένο με σίδερο, πήγαινε για Ηράκλειο. Κι αναβοσβήνω τα φώτα και μου κάνει κι αυτός σινιάλο με τα δικά του φώτα. Ανάβω εγώ -για να μην καταλάβει ότι ψαρεύω και μ' εμποδίζει- πετάω μία μεγάλη φωτιά μες στη θάλασσα. Του εριξα τον προβολέα, πέρασα από τη βορινή μεριά κι επειδή φύσαγε είχε το πορτέλο ανοίξει το από 'δω και του ρίχνω τον προβολέα μες στο πορτέλο και τον βρίζω πολύ δυνατά.
Και πάει και λέει στον καπετάνιο: «Καπετάνιε, κάποιος μου ‘κανε σινιάλο. Εγώ πέρασα ανοιχτά να μην του κάνω ζημιά, αλλά αυτός συνεχίζει να βρίζει και να ρίχνει τον προβολέα στο καράβι μας».
Λέει: «Γύρισε να δούμε τι έγινε». Γιατί ήταν άνθρωπος. Ήταν άνθρωπος.
Γυρίζει λοιπόν, έρχεται κοντά, είναι στη γέφυρα ο καπετάνιος, μου λέει: «Τι έγινε;» λέει, «Θες τίποτα;»
Του λέω: «Τι λες;» του λέω, «Είμαι πέντε μέρες εδώ, να κάτσω άλλες πέντε; Πώς το βλέπεις το πράγμα;»
Με δένει, ανεβαίνω απάνω, μου λέει ο καπετάνιος, Θεός σχωρέστον... Α! Του ζήτησα τσιγάρο! Πρώτο πράγμα που ζήτησα είναι τσιγάρο και να ειδοποιήσουμε.
Μου λέει: «Αν δεν πιεις αυτό το ποτήρι νερό και το ποτήρι το γάλα, δεν έχει ούτε τσιγάρο, ούτε ειδοποιώ τους δικούς σου!»
«Ρε καπετάνιε, δε θέλω!»
Μου λέει: «Θα πάθεις ζημιά! Πρέπει να πιεις αυτά τα δύο».
Τα ‘πια! Που δεν θα τα ‘πινα ποτέ ένα ποτήρι γάλα κι ένα ποτήρι νερό μαζί και ταυτοχρόνως! Αυτό ήτανε εκβιασμός, δεν ήτανε σωτηρία!
Ήτανε, ήτανε τυχερό το σκάφος. Ήταν ένα σκάφος, πολύ καλό σκάφος, είχε φτιαχτεί στις Σπέτσες κι ήταν πολύ καλό. «Άγιος Δημήτριος» το 'χα βγάλει, του γιου μου το όνομα. Όταν το αγόρασα το ‘λέγαν «Τίνα» και το ‘ψαχναν τότε κι οι εφημερίδες όλες, γράφανε «σήριαλ» και τα λοιπά, κάθε μέρα «το Τίνα που χάθηκε» και το ένα και τ' άλλο.
Τη θάλασσα πρέπει να τη σέβεσαι, αν δε σέβεσαι τη θάλασσα δεν είσαι ναυτικός, πρέπει να τη σέβεσαι. Έτσι και το σκάφος, να το θεωρείς ότι έχει ψυχή. Πιστεύω ότι και το σκάφος με οδηγούσε σε κάποια στιγμή, κι εκείνο συνέβαλε σε κάποια πράγματα. Και σου είπα, πιο πολύ φοβάμαι εγώ την αδράνεια της θάλασσας, αυτή την μπονάτσα, την ηρεμία, αυτό που δεν κινείται κάτι, παρά το βοριά, το 4,5,6,7. Έτσι θέλω τη θάλασσα, να 'ναι ζωντανή...