Το Κ2 είναι το δεύτερο ψηλότερο βουνό του κόσμου με 8.611 μέτρα, αλλά το δυσκολότερο βουνό πάνω απ’ τα 8.000 μέτρα. Είναι ένα βουνό το οποίο κανείς ορειβάτης δεν είχε φτάσει στην κορυφή τον χειμώνα. Αυτό αποτελούσε μια πολύ μεγάλη πρόκληση για πολλούς καταξιωμένους ορειβάτες. Η Seven Summit Treks αποφάσισε να οργανώσει μία αποστολή για να προσπαθήσει το βουνό, είχα την τιμή και τη χαρά να με καλέσει κι εμένα ως μόνο Έλληνα. Η αλήθεια είναι ότι το ποσοστό επιτυχίας αξιολογείτο περίπου στο 3%. Δε θα μπορούσα αυτό να μην το αποδεχτώ και να μην προσπαθήσω. Είχα πει ότι αν δεν πήγαινα θα με βασάνιζε σε όλη μου τη ζωή το ότι δεν προσπάθησα, δεν πήγα εκεί.
Κι έτσι, στις 20 Δεκεμβρίου βρεθήκαμε στο Ισλαμαμπάντ του Πακιστάν δεκαεννιά ορειβάτες από τις δεκαεφτά χώρες και φτάσαμε με εσωτερική πτήση στην Καρντού. Κι από εκεί ξεκίνησε ένα trekking μέσα στον παγετώνα Μπαλτόρο, που ήταν 120 χιλιόμετρα, μέχρι και που φτάσαμε στις 26 Δεκέμβρη στο base camp στα 4.970 μέτρα.
Βλέπω το Κ2 κι η πρώτη εικόνα του Κ2 προκαλεί αμέσως τα συναισθήματα του σοκ και δέος και ταυτόχρονα ότι αυτό το βουνό σίγουρα δεν μπορούμε να το κατακτήσουμε. Εκείνο μπορεί να κατακτήσει εμάς. Κι εκείνο που θέλουμε είναι μόνο να μας επιτρέψει να φτάσουμε στην κορυφή του, να το επισκεφθούμε, να το προσκυνήσουμε κι άμεσα να αποχωρήσουμε απ’ αυτό.
Ο χειμώνας ήταν δριμύς, έτσι ήμαστε αναγκασμένοι να διανυκτερεύουμε και να ήμαστε εκεί σε θερμοκρασίες από 19 μέχρι 29 υπό το μηδέν καθ’ όλη τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου. Εκείνο που έπρεπε να κάνουμε όλοι ήτανε να ξεκινήσουμε να αρχίσουμε να ανεβαίνουμε σταδιακά. Είναι η διαδικασία το rotation, δηλαδή του εγκλιματισμού. Και πρέπει να κάνουμε περίπου έξι έως οχτώ νύχτες πάνω από τα 6.000 μέτρα.
Το κρύο σού προκαλούσε την αφυδάτωση, την οποία έπρεπε να παίρνεις συνέχεια νερό. Και σου προκαλούσε και τρομερά μεγάλη κούραση κι εξασθένιση. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες και βλέποντας αυτό είναι πολύ λογικό να σκεφτείς: «Τι κάνω τώρα εγώ εδώ; Είμαι φυσιολογικός άνθρωπος; Γιατί το κάνω όλο αυτό; Γιατί βρίσκομαι εδώ;». Θυμάμαι άνοιξα τον υπνόσακό μου και μέσα σε μία θήκη βρήκα ένα μικρό φορμάκι από την οχτώ μηνών εγγονή μου με ένα μήνυμα που μου έγραφε ότι: «Παππού, όταν θα γυρίσεις θα ‘χω μάθει να κάνω αγκαλιές. Σε περιμένω, λοιπόν, για τη μικρότερη αγκαλιά του κόσμου». Αλλά, απ’ την άλλη μεριά, υπήρχε η διάθεση να φτάσω στην κορυφή. Ήξερα γιατί βρίσκομαι εδώ και μπορούσα και το επικάλυπτα όλο αυτό. Και για αυτόν το λόγο νικούσα, αν θέλετε, τον υπόλοιπο εαυτό μου, την άλλη φωνή που μου ‘λεγε: «Γύρνα πίσω στην κανονική ζωή». Και παρέμενα εκεί σε όλο αυτό που ήθελα τόσο πολύ.
Στις 16 Γενάρη, την ημέρα που οι δέκα Σέρπα κατάφεραν να γράψουν με χρυσά γράμματα την ανάβασή τους στην παγκόσμια ιστορία της ορειβασίας. Ήταν καταπληκτικοί. Κατάφεραν να φτάσουν στην κορυφή. Βρήκαν ένα παράθυρο καιρού και το πέτυχαν. Εκείνη την ίδια μέρα, κατά τη διάρκεια της κατάβασής μου από το camp 1 προς το base camp, σταμάτησα σε ένα πλατώ στο Japanese camp να πάρω τηλέφωνο τον γιο μου να ρωτήσω εάν έφτασαν οι Σέρπα, που ήξερα ότι έχουν φύγει από το πρωί, στην κορυφή.
Εκείνη τη στιγμή που του μιλούσα άκουσα έναν θόρυβο. Κι εν συνεχεία είδα κάποια αντικείμενα να πέφτουν. Βλέπω ένα σώμα να κατρακυλά με απίστευτη δύναμη προς τα κάτω και ταχύτητα. Και φωνάζω: «Ωωωω! Πάει, πάει, πάει, πάει! Ο Ματία είναι! Ο Ματία είναι!» Πήρα τηλέφωνο στο γουόκι-τόκι τον αρχηγό της αποστολής και του είπα τι έγινε. Αυτός μου είπε: «Ηρέμησε. Τρέξε γρήγορα κάτω να δεις τι ακριβώς έχει συμβεί και ποιος είναι». Στην κάθοδό μου όμως, άκουσα από άλλον ασύρματο ότι δεν είναι ο Ματία αλλά είναι ο Σέρτζι, ο Ισπανός, ο αρχηγός.
Σε δεκαπέντε περίπου λεπτά είχα φτάσει κοντά του. Ανέπνεε λίγο, αλλά ήτανε πολύ χτυπημένος, πρόσωπο. Το υπόλοιπο σώμα ήταν μέσα στη φόρμα του, κουλουριασμένος. Φαινόταν ότι είχε υποστεί σοβαρά κατάγματα.
Εκείνη τη στιγμή προσπαθούσαμε να φέρουμε ένα ελικόπτερο απ’ τον πακιστανικό στρατό, γιατί εκεί πετάει μόνο ο πακιστανικός στρατός. Αυτό δεν ερχόταν, είπε την άλλη μέρα. Και μετά από λίγο, ενώ ήμασταν πάλι πάντα πάνω από το Σέρτζι, διαπιστώσαμε ότι σταμάτησε να αναπνέει κι ότι είχε πεθάνει. Οπωσδήποτε αυτό μας σοκάρισε. Ήμασταν εκεί περίπου έξι άτομα. Ήταν συγκινητικές στιγμές. Αγκαλιαζόμασταν. Κλαίγαμε όλοι μαζί...
Υπήρχε μια βουβαμάρα, μία παγωμάρα, για τουλάχιστον είκοσι τέσσερις ώρες την επόμενη μέρα. Η θέση του ήταν άδεια εκεί που καθότανε. Κι οπωσδήποτε υπήρξε μια συζήτηση για τη δική μας συνέχιση. Όταν βλέπεις να χάνεται ένας άνθρωπος τόσο έμπειρος, αρχηγός της αποστολής, είναι πολύ λογικό να σκεφτείς ότι μπορεί να σου συμβεί και σε σένα κι ότι αυτό που φανταζόσουν ότι μπορεί να γίνει, έγινε. Άρα, μπορεί να ξαναγίνει κι ότι ο θάνατος ίσως ξαναχτυπήσει.
Στην πραγματικότητα αυτό που εγώ σκέφτομαι συνέχεια είναι αυτό ακριβώς, ότι αυτό δε θα συμβεί σε μένα. Η υπερβολική αισιοδοξία; Η αίσθηση της εμπειρίας που σου δίνει μία αυτοπεποίθηση και ξέρεις ότι θα αποφύγεις το τυχόν λάθος; Το γιατί έχει να κάνει με την αγάπη να φτάσεις στο βουνό και στον στόχο, κι ότι δεν πρέπει να παραιτηθείς γιατί συνέβη αυτό κι ότι πλέον θέλεις να ανέβεις και για αυτόν και να αφιερώσεις την κορυφή και σ’ αυτόν.
Έγινε αυτό κι η πρόθεση ήταν όλων να συνεχίσουμε την αποστολή. Από ‘κείνη την ημέρα και μετά, στις 17 Γενάρη, προσπαθούμε και ψάχνουμε να βρούμε ένα παράθυρο καιρού για να μπούμε πια στην τελική προσπάθεια, ώστε να προσπαθήσουμε κι εμείς για την κορφή. Με τα πολλά βλέπουμε ένα παράθυρο που φαίνεται να είναι στις 4 με 5 Φεβρουαρίου, κι αποφασίζουμε στις 2 Φεβρουαρίου να ξεκινήσουμε για την τελική προσπάθεια.
Ξεκινήσαμε δεκατέσσερα άτομα που ‘χαμε μείνει από τους δεκαοχτώ, γιατί ο Σέρτζι είχε χάσει τη ζωή του, και τρεις είχαν αποχωρήσει. Δεκατέσσερα άτομα εμείς κι οι τρεις της άλλης ομάδας. Πράγματι, κι οι δεκατέσσερις φτάσαμε στο camp 1. Πέντε από εμάς τους δεκατέσσερις αποφάσισαν να γυρίσουν μόνοι τους και να μη συνεχίσουν. Εμείς οι εννιά συνεχίσαμε στο camp 2 με πολύ δύσκολες συνθήκες.
Kουβαλούσα τα πάντα μαζί μου υπνόσακο, φιάλες, συσκευές υγραερίου, πάρα πολλά πράγματα. Είχα αρκετό, βαρύ φορτίο. Τηλεφώνησα στο γιο μου και του είπα ότι είμαι πολύ κουρασμένος. «Πρώτη φορά νιώθω τόσο πολύ κουρασμένος. Πώς θα το ξεπεράσω; Θέλω να φτάσω στην κορυφή. Πρέπει από μέσα μου να βρω δυνάμεις για να μπορέσω να συνεχίσω». Και τότε μου είπε κάποια λόγια τα οποία πραγματικά μου έδωσαν απίστευτη δύναμη κι ώθηση, ότι: «Είσαι ο μεγαλύτερος εκεί. Είσαι ο πιο έμπειρος. Μπορείς. Σκέψου ότι αυτή τη στιγμή σε παρακολουθεί χιλιάδες κόσμος από την Ελλάδα». Πραγματικά συγκινούμαι και τώρα που το λέω αυτό. Είναι απίστευτο να μπορέσεις να παίρνεις ένα τέτοιο μήνυμα από το παιδί σου και να ξέρεις ότι όλη η Ελλάδα σε παρακολουθεί. Αυτή, το «όλη η Ελλάδα σε παρακολουθεί» είναι μαγικό. Πραγματικά αφαίρεσε από πάνω μου οτιδήποτε ένιωθα.
Και πράγματι, φτάνοντας στο camp 3, είχε νυχτώσει. Ήταν 8μισι η ώρα το βράδυ. Έκανε πολύ κρύο. Δεν είχα θερμόμετρο, αλλά η πρόβλεψη έδινε από 39-41 υπό το μηδέν. Κι εκεί, δυστυχώς, διαπιστώσαμε ότι δεν υπήρξαν τέντες αφημένες κάτω για να τις στήσουμε, όπως περιμέναμε να είχανε αφήσει απ’ την προηγούμενη φορά οι Σέρπα. Ψάχναμε να βρούμε μες στο χιόνι μήπως βρούμε τις σκηνές. Δε βρίσκαμε τίποτα. Η ώρα περνούσε. Έμεινα περίπου πενήντα λεπτά σε αυτή τη θερμοκρασία σχεδόν ακίνητος, με αποτέλεσμα να αισθανθώ ότι τα πόδια μου πονάνε. Ειδικά τα δάχτυλα των ποδιών μου πάρα πολύ. Κι επειδή γνωρίζω πώς είναι το κρυοπάγημα, κατάλαβα ότι ξεκινάει η διαδικασία του κρυοπαγήματος.
Ήμασταν σε κάθε σκηνή εφτά-οχτώ άτομα μέσα, ενώ η σκηνή είναι για δύο, το πολύ τρεις. Άνοιξα τα παπούτσια μου. Προσπάθησα να δω τι γίνεται, να καταλάβω τι συμβαίνει με τα πόδια μου κι ο Γερμανός μου είπε ότι: «Τα πόδια σου είναι σε άσχημη κατάσταση. Δεν πρέπει να συνεχίσεις, γιατί θα έχεις σοβαρά προβλήματα». Το ήξερα κι εγώ βέβαια αυτό, το καταλάβαινα. Αλλά προσπαθούσα να τρίψω τα πόδια μου μήπως τα συνεφέρω, να βάλω άλλες κάλτσες και να συνεχίσω. Δεν είχε κάνεις την επιθυμία να συνεχίσει λόγω του πολύ κρύου. Εγώ ήθελα πολύ να συνεχίσω, βέβαια.
Ήταν σίγουρο ότι αν συνέχιζα, ανεξαρτήτου τι θα συνέβαινε στη διαδρομή, θα είχα σοβαρό πρόβλημα τα πόδια μου. Το σοβαρό μπορεί να σημαίνει ακόμα και κόψιμο των δακτύλων. Μπορεί να μη σήμαινε αυτό, αλλά εκείνο που σίγουρα θα συνέβαινε ήταν να μείνω μακριά απ’ τα επόμενα βουνά και το σχέδιό μου που έχω να σκαρφαλώσω και τις δεκατέσσερις οκτάρες κορφές. Οπότε, αυτή η σκέψη, ότι αυτό δε θα μπορώ να το κάνω, με έκανε να μη συνεχίσω για την κορυφή. Ενώ οι τέσσερις, οι άλλοι δύο Πακιστανοί, ο Ισλανδός κι ο Χουάν Πάμπλο από τη Χιλή έφυγαν για την κορυφή και δε γύρισαν ποτέ. Εγώ κι οι υπόλοιποι δε συνεχίσαμε για την κορυφή και σήμερα ζούμε. Αυτό είναι που συνέβη και γνωρίζουμε. Όσο κι αν υπάρχει πίκρα και στεναχώρια, όσο ακόμα και σήμερα να επικρατεί η επιθυμία της κορφής κι η δεύτερη σκέψη, το ότι σήμερα εγώ βρίσκομαι εδώ και σας μιλάω αποδεικνύει ότι ήταν η σωστή απόφαση.
Η πορεία της καθόδου είναι το ίδιο δύσκολη, το ίδιο επικίνδυνη, και μάλιστα ακόμα περισσότερο γιατί δεν έχουμε φάει, δεν έχουμε πιει τίποτα την προηγούμενη νύχτα, ο κίνδυνος να κάνεις το παραμικρό λάθος ελλοχεύει και παραμένει εκεί. Οπότε είμαι πάρα πολύ προσεκτικός. Εκείνη τη στιγμή που όλα αυτά γίνονται και σκέφτομαι και κάνω, ακούω από έναν Σέρπα παρακάτω, τον Σέρπα του Ατανά απ’ τη Βουλγαρία να φωνάζει: «Αντώνιο!» «Αντώνιο!». Δυστυχώς έφυγε, σκοτώθηκε.
Θα θυμάμαι πάντα και τους πέντε συντρόφους μας που χάθηκαν για τη γενναιότητα τους, για την αυταπάρνησή τους να φτάσουν στην κορυφή, για τη διάθεσή τους, για το μεγαλείο της ψυχής τους και για ένα ακόμα μεγάλο δίδαγμα, ότι όταν αγαπάς τόσο πολύ κάτι, ίσως αξίζει στο τέλος να θυσιαστείς για αυτό.
Ένιωσα πολύ ωραία όταν είδα την οικογένειά μου. Ένιωσα αυτή τη θαλπωρή και τη ζέστη, την οποία μου έλειπε όλο αυτό το διάστημα. Και να είσαι ζωντανός, γιατί είναι τραγικό να σε φέρουν πίσω σε ένα κουτί. Δεν εχεις το δικαίωμα να το κάνεις για τους άλλους. Δεν πρέπει να γεμίσεις με θλίψη τους άλλους τους ανθρώπους που σ’ αγαπάνε. Είχα πει απ’ την αρχή ότι η επιθυμία μου να φτάσω στην κορυφή σίγουρα διέπεται από προσωπικό κίνητρο, από προσωπική φιλοδοξία και στόχο. Αυτά τα εγχειρήματα δεν μπορεί να είναι χωρίς αυτό. Κινείσαι πρώτα από όλα για αυτό, για τη δική σου φιλοδοξία, για τη δική σου, αν θέλεις, ματαιοδοξία, μπορεί να πει κανείς. Ήθελα να ανέβω πραγματικά —που δεν το έχω πει άλλη φορά αυτό και δεν το ‘χω νιώσει για να το πω— για τους Έλληνες, για την ελληνική ορειβασία και λιγότερο για μένα. Αυτό ήταν που με κράτησε προκειμένου να ξεχάσω ότι είμαι υποχρεωμένος να γυρίσω πίσω ζωντανός για να μην τους προσφέρω μία ανείπωτη θλίψη στο υπόλοιπο της ζωής τους, αν εγώ είχα χάσει τη ζωή μου.
Βλέπω ότι παρακινώ πάρα πολλούς ανθρώπους να πετύχουν δικούς του στόχους κι όνειρα που ‘χουν βάλει στη ζωή τους μέσα από τις δικές μου προσπάθειες. Δηλαδή, είναι εντυπωσιακό να μου στέλνει κάποιος και να μου λέει ότι: «Νίκησα τον καρκίνο παρακολουθώντας την προσπάθειά σου και πιστεύοντας ότι τα πάντα είναι δυνατά». Ο άλλος να μου λέει ότι: «Δευτέρα γεννιέται το παιδί μου και το πρώτο πράγμα που θα του πω όταν έρθει στον κόσμο είναι η δική σου ιστορία». Και βλέπω τελικά όλο αυτό, πέραν από τη δική μου τρέλα —να σας το πω έτσι— έχει κι ένα όφελος, γιατί μπορεί να είναι παρακινητικό οι προσπάθειες αυτές και για τον υπόλοιπο κόσμο.