Εγώ είχα βρεθεί επιστρατευμένος διοικητής του αεροδρομίου. Κι έρχεται η διαταγή να ανοίξει το αεροδρόμιο για το αεροπλάνο του Giscard d'Estaing. Δεν επιτρεπόταν κανένα, ούτε η Ολυμπιακή να πετάξει. Μόνο αεροπλάνα της Ολυμπιακής πετάγανε ως επιστρατευμένα. Κι έρχεται η διαταγή.
Έπρεπε εγώ να αποφασίσω. Ρωτάω τον Αμερικάνο πρέσβη και του λέω:
«Τι γίνεται να κάνω εγώ τώρα;»
Μου λέει: «Κοίταξε να δεις, εάν πετύχει αυτό, θα είσαι ήρωας που αυτενέργησες, αν δεν πετύχει, πας στρατοδικείο για εσχάτη προδοσία. Το μόνο που μπορώ να σου κάνω», μου λέει, «να έχεις το διαβατήριό σου μαζί. Θα ειδοποιήσω τον διοικητή της βάσεως να σου έχει μία στολή αμερικανική και μια διαταγή μετακινήσεως ως αξιωματικός Αμερικανός, να φύγεις με ένα στρατιωτικό αεροπλάνο. Κι από εκεί ζήτα πολιτικό άσυλο, ξέρω ‘γω, παντρέψου, κάνε ό,τι θέλεις, αλλά μη μείνεις», μου λέει, «δεν ξέρω πού θα ξεμπερδέψει η ιστορία».
Να έχει πλημμυρίσει το αεροδρόμιο, να υπάρχει μία λαοθάλασσα σε εκείνη την πλατεία που ήταν το πάρκινγκ, που ήτανε ο δρόμος. Δεν έπεφτε καρφίτσα από κάτω, μερικοί είχαν διεισδύσει και στην πίστα. Απ’ ό,τι μου λέγανε κι όλη η λεωφόρος απάνω σχεδόν μέχρι τη Δάφνη ήτανε πηγμένη, τα αυτοκίνητα είχανε μείνει και δεν μπορούσαν να κουνηθούν κι ήταν φρακαρισμένη.
Φτάνει το αεροπλάνο, ανοίγει η πόρτα...
Α, εγώ εν τω μεταξύ πρέπει να κρατήσω τον κόσμο, μην πέσουν μέσα στο αεροπλάνο και τους κόψει κάνας κινητήρας. Δεν έβρισκα κανέναν, ούτε αστυνόμο, ούτε αστυφύλακα, ούτε κανέναν. Μάζεψα κάτι τελωνοφύλακες, κάτι τελωνειακούς, κάτι δικούς μας υπαλλήλους, κάτι υπαλλήλους του εστιατορίου και πιασμένοι χέρι-χέρι προσπαθούσαμε να κρατήσουμε τη σκάλα του αεροπλάνου να μπορεί να κατέβει.
Κατεβαίνει ο Καραμανλής, ο οποίος ήταν ένα ράκος. Όταν κατεβαίνει τον πλησίασα -αφού έπεσαν κάτι φιλιά εκεί- του λέω:
«Κοιτάξτε να δείτε, από την απάνω, που είναι πάρα πολύς ο κόσμος, δεν μπορείτε να βγείτε. Εγώ έχω κανονίσει να περάσετε από μέσα και να βγείτε στο δυτικό κι από κει θα σας βγάλουν στην παραλιακή, που δεν το έχουν πάρει είδηση. Κι από κει να φύγετε. Δεν ξέρω αν συμφωνείτε».
Μου λέει: «Ναι, τώρα αν θέλετε».
Α, με γνώρισε κιόλας, μου λέει:
«Α, όλο μες στα πόδια βρίσκεσαι, είτε φεύγω, είτε έρχομαι, εδώ είσαι!»
Του λέω: «Αν θέλετε τη δική μου γνώμη, επειδή είναι ο κόσμος μαζεμένος, ελάτε στο γραφείο μου, το οποίο έχει μπαλκόνι προς τον κόσμο, να κάνετε έναν χαιρετισμό», του λέω, «γιατί είναι ο κόσμος. Να μην το σκάσετε, να φανείτε», του λέω.
Οι άλλοι του λένε: «Όχι, πάμε να φύγουμε».
«Έχει δίκιο», λέει, «πάμε».
Πάμε, μπαίνουμε από κάτω γιατί έπρεπε να μπούμε από το υπόγειο, την πίστα, το υπόγειο και να πάρουμε το ασανσέρ να πάμε στον τέταρτο που ήταν τα γραφεία. Όταν πάω να κλείσω το ασανσέρ είχανε πέσει δύο-τρεις και τραβάνε την πόρτα να μπούνε, τους έσπρωχνα εγώ να μην μπούνε. Οπότε ακούω τον Καραμανλή ξαφνικά εκεί που ήτανε «εεε...», «Άι στο διάολο, γκρεμοτσακιστείτε έξω να κλείσει η πόρτα!»
Ανεβαίνουμε πάνω στο γραφείο, του ανοίγω την κουρτίνα, ανάβω και το φως, του λέω:
«Βγείτε!»
«Έλα κι εσύ», μου λέει.
Του λέω: «Εγώ τι να έρθω», του λέω, «εγώ είμαι πολιτικό πρόσωπο; Ούτε ήρθαν για να με δουν, εσείς», του λέω, «για εσάς είναι όλοι αυτοί, δεν είναι για μένα».
Βγαίνει έξω, φώναζαν όλοι: «Ε-ε-έρχεται!» Κι όταν τον βλέπουν ακούγεται ένα: «Ήρθε!»
Όταν ακούγεται το «Ήρθα!» δάκρυσα εγώ, μπαίνει κι ο Καραμανλής μέσα δακρυσμένος κι αυτός και με κοίταζε.