Γεννήθηκα στην Αμπχαζία, στην περιοχή του Κτουρτσάλσκ. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν κανονικά, είχα δυο μεγαλύτερους αδερφούς κι εγώ ήμουν η μικρότερη. Όπου κι αν πηγαίναμε, έλεγαν: «Να, τα παιδιά του Μελιτόν, τα παιδιά του ήρωα!»
Το 1940 κάλεσαν τον πατέρα μου στον στρατό. Μετά από έναν χρόνο, ενώ υπηρετούσε, ξεκίνησε ο πόλεμος με τους Γερμανούς και τους έστειλαν όλους στο μέτωπο. Το 1942 τραυματίστηκε, μια σφαίρα τον χτύπησε στην παλάμη και βγήκε από την άλλη και τον έστειλαν πίσω για λίγο. Τότε γεννήθηκε ο δεύτερος αδελφός μου κι ο πατέρας μου δεν ήθελε να επιστρέψει στον πόλεμο.
Μια μέρα, ενώ ήταν με κάποιους γείτονες και τσαπίζανε, έρχεται ο εκπρόσωπος του κολχόζ και του λέει: «Βαρλάμοβιτς, σε ξανακαλούν στον πόλεμο». Κι έτσι όπως ήταν τον κοιτάει, αφήνει την τσάπα και βάζει ένα πανί πάνω στο τραύμα του. Και λέει: «Αφού είναι έτσι, θα σου φέρω το κεφάλι του Χίτλερ!»
Έφτασε μέχρι το Βερολίνο, αλλά ποτέ δε διηγήθηκε από την αρχή μέχρι το τέλος, το τι έγινε. Τόσο δύσκολο τού ήταν. Μας έλεγε: «Δεν είχαμε να φάμε, δεν είχαμε να κοιμηθούμε, δεν είχαμε ούτε νερό. Εκεί που κοιμόντουσαν τα άλογα», έλεγε, «εκεί κοιμόμασταν κι εμείς. Όταν έβρεχε, αυτό το νερό πίναμε».
Όταν έφτασε στο Βερολίνο, ο πόλεμος ήδη τελείωνε. «Φτάσαμε στο Βερολίνο και δίνουν σε εμένα, του Ιγκόροφ και του Σαμσόνοφ, τη σημαία για να τη βάλουμε στο Ράιχσταγκ. Σκέφτηκα να αρνηθώ. Δεν ήθελα να ανέβω γιατί πέφτανε παντού σφαίρες κι ο κόσμος πέθαινε σαν τις μύγες».
Αλλά μετά σκέφτηκε: «Να αρνηθώ... αλλά αν αρνηθώ, θα με σκοτώσουν εδώ. Καλύτερα να σκοτωθώ εκεί πάνω, παρά να πεθάνω εδώ, ντροπιαστικά».
Όταν τους έδωσαν τη σημαία, την πήρε μαζί του ο Ιγκόροφ. Αλλά δεν μπορούσαν να ανέβουν, αργούσαν, δεν μπορούσαν να βρουν δίοδο, ήταν όλες οι σκάλες κατεστραμμένες. Ανέβηκαν στον πρώτο όροφο, μετά στον δεύτερο, αλλά εκεί ο Ιγκόροφ τραυματίστηκε στο πόδι κι έπεσε. Τότε ο πατέρας μου πήρε τον Ιγκόροφ και τη σημαία κι ανέβηκαν στην οροφή. Σηκώνει την σημαία και γυρίζει να δει τον Ιγκόροφ αν είναι καλά, αλλά η σημαία πέφτει. Τότε, βγάζει από το παντελόνι του τη ζώνη, δένει με αυτή τη σημαία και την ανεβάζει ξανά.
Όταν σταμάτησαν για λίγο οι πυροβολισμοί, μπόρεσαν και κατέβηκαν κάτω. Εκεί, ο διοικητής του τάγματος άρχισε να τους βρίζει: «Γιατί δέσατε τη σημαία με την ζώνη;» Και μας έλεγε ότι δεν ήξερε τι να του απαντήσει, τι να του πει. Αναρωτιόταν: «Ανεβάσαμε τη σημαία μέσα σε τέτοια πυρά κι αυτός μάς βρίζει; Γιατί;» Μετά έμαθε ότι υπήρχε κανονισμός που απαγόρευε να στερεώσεις τη σημαία με ζώνη παντελονιού. Αλλά αφού δεν είχε σκοινί, με τι να την έδενε;
Τη φωτογραφία με τη σημαία την τράβηξαν μετά. Το έστησαν και την τράβηξαν μετά.
Όταν τελείωσε ο πόλεμος, ο πατέρας μου επέστρεψε στη Μόσχα. Έκατσε εκεί για λίγο και μετά γύρισε σε εμάς. Το κεφάλι του Χίτλερ φυσικά δεν το έφερε, αλλά σήκωσε την σημαία. Ναι! Μας έφερε την ελευθερία!
Μαζευόταν κόσμος, τον ρωτούσαν, αλλά αυτός ποτέ, απ' όσο θυμάμαι τώρα που γέρασα, ποτέ δεν είπε από την αρχή μέχρι το τέλος όλη την ιστορία. Ο γιoς μου, όταν ήταν να πάει στην πρώτη τάξη στο σχολείο, πήγαμε στο Σουχούμι και βρήκαμε τον πατέρα μου και τον ρωτούσε: «Παππού, πες μου πώς φτάσατε εκεί, πώς φύγατε, πώς βάλατε τη σημαία;» Κι αυτός ξεκινούσε να λέει, αλλά τον έπιαναν τα κλάματα. Σταματούσε κι έλεγε: «Φτάνει. Δεν μπορώ να πω τίποτα άλλο».
Μια άλλη φορά, παλιά, ήθελε να ζητήσει από τον Στάλιν χάρη. Πήγε μέχρι το μέγαρό του και τον ρωτάνε οι φύλακες:
«Εσύ πού πας;»
Αυτός απαντάει: «Στον Στάλιν».
«Χα! Τι λες ρε βλάκα, άντε φύγε!» έτσι του είπαν, έλεγε.
Κι αυτός έκανε έτσι τη ζακέτα του κι έδειξε το μετάλλιο. Του λένε τότε: «Μας συγχωρείτε, παρακαλώ, περάστε». Ο Στάλιν του χάρισε τότε ένα αμάξι Ζιγκουλί.
Στην επέτειο των τριάντα χρόνων από τη Νίκη, πήγαν στο Βερολίνο. Είχαν καλέσει τον πατέρα μου και τον Ιγκόροφ και τους βράβευσαν. Η σημαία που σήκωσαν είναι ακόμα στη Μόσχα. Εκείνου δεν του άρεσαν αυτά, δεν τα αγαπούσε. Του έλεγαν πιο παλιά: «Μελιτόν, έλα να σου κάνουμε μια προτομή». Δεν τα ήθελε όμως αυτά. Έλεγε: «Όσο είμαι ζωντανός, δε θέλω τέτοια».
Είχε πολύ καλό χαρακτήρα, δε θυμάμαι να αρνείται κάτι σε κανέναν άνθρωπο. Αν έβλεπε κάποιον να μην έχει να φάει, έβγαζε και του έδινε κάτι. Δεν τον θυμάμαι ποτέ να περηφανεύεται, να λέει ότι είναι ήρωας. Θυμάμαι, του έλεγα εγώ:
«Αφού είσαι ήρωας»!
Και μου απαντούσε: «Εκεί, όλοι ήρωες ήταν».
Εγώ πιο πολύ λέω τώρα ότι είμαι η κόρη του Μελιτόν, παρά όταν ζούσε. Σπούδασα βιολογία στο πανεπιστήμιο του Σουχούμι και μετά δούλεψα ως καθηγήτρια σε σχολεία. Όταν ήμουν στο πανεπιστήμιο και σπούδαζα, η κόρη του πρύτανη μού έλεγε:
«Τσιάλα, τι συγκρίνεσαι εσύ με τούτα τα μικρά παιδιά; Εσύ είσαι κόρη ήρωα!».
Και της απαντούσα: «Κι εγώ όπως εσείς είμαι. Ήρωας ήταν αυτός, όχι εγώ».
Το 1992 ξέσπασε ο πόλεμος μεταξύ Γεωργίας κι Αμπχαζίας. Εμείς σαν λαός, με τους Αμπχάζιους ζούσαμε μαζί αιώνες σαν αδέρφια, μας ένωνε η κοινή μοίρα κι οι κοινές πίκρες, ποτέ δε σε ρωτούσε ο άλλος αν είσαι Αμπχάζιος ή Γεωργιανός. Αλλά μετά, όπως έλεγε ο πατέρας μου: «Από πολιτική εγώ δεν καταλαβαίνω και δεν ξέρω τι κάνουν αυτοί εκεί». Ανησυχούσε πάρα πολύ κι έλεγε: «Πέντε χρόνια πολεμούσαμε και πολεμούσαμε εχθρούς. Τώρα είναι μεταξύ μας, είναι αδελφοκτόνος πόλεμος».
Πήγε κι ο γιος μου στον πόλεμο κι έλεγε στον πατέρα μου: «Εσύ πεντε χρόνια πολεμούσες και δεν έπαθες τίποτα, και θα πάθω εγώ τώρα μωρέ;» Και να που, όμως, το 1993 στις 21 Φεβρουαρίου, τον σκότωσαν. Ναι, είκοσι ενός χρονών ήταν. Τον έθαψαν εκεί και το 2018 μπόρεσα και τον μετέφερα στην Γεωργία, τον έθαψα στο Νεκροταφείο Ηρώων.
Ο πατέρας μου λυπόταν κι ανησυχούσε για τον πόλεμο κι αναγκάστηκε να πάει στην Μόσχα. Είχε πίεση και πέθανε από αυτό. Πέθανε πρόσφυγας στην Μόσχα.
Έφυγα κι εγώ από την Αμπχαζία για τη Μόσχα όταν σκοτώθηκε ο γιος μου, φοβήθηκα και για τον δεύτερο. Κι η κόρη μου παντρεύτηκε έναν Πόντιο Έλληνα κι έφυγαν. Έστειλε ο Παπανδρέου ένα καράβι και τους πήρε, έφυγαν όλοι.
Με έφερε κι εμένα η κόρη μου εδώ, το 1997. Έβγαλα άδεια παραμονής και δούλεψα σε ένα εστιατόριο στο Παλαιό Φάληρο για δώδεκα χρόνια. Ως καθαρίστρια και στην κουζίνα, έπλενα πιάτα. Μετά έκανα μια εγχείρηση στα πόδια και δεν μπορούσα να δουλέψω. Δεν είναι ότι δεν ήθελα, τα πόδια δεν θέλανε. Τώρα κάθομαι σπίτι με τα εγγόνια μου, με τα παιδιά μου, αυτή είναι η ζωή μου τώρα.
Εισπράττω έναν σεβασμό, θες από Έλληνες, θες από Ρώσους στην πρεσβεία εδώ. Με σέβονται που είμαι η κόρη του Μελιτόν, του ήρωα της Σοβιετικής Ένωσης.
Ο φασισμός θα επιστρέψει κάποια στιγμή. Οι νέες γενιές, ο νέος κόσμος δεν ξέρει. Στη Γεωργία δεν το γράφουν τα βιβλία, δεν ξέρουν ποιος ήταν ο Μελιτόν. Στην Ρωσία ξέρουν κι οι Ρώσοι εδώ στην Ελλάδα, ξέρουν. Με καλούν στο πολιτιστικό κέντρο κι έρχονται όλοι και τους λέω: «Ευχαριστώ». Και στο λεωφορείο μου φωνάζουν: «Ε, κόρη του Μελιτόν, Μελιτόνοβνα!» Χαίρομαι πολύ για αυτό, χαίρομαι. Χωρίς τους Ρώσους δε θα υπήρχε νίκη, μπροστά στα τανκ έπεφταν για να νικήσουν τον εχθρό.
Υπάρχουν πολλές φήμες ότι δε σήκωσε ο πατέρας μου τη σημαία. Και μάλιστα ήρθε μια φορά ένας και μου λέει:
«Ήταν κι ο δικός μου πατέρας εκεί!»
«Ποιος είσαι εσύ;» τον ρωτάω.
Και μου απαντάει: «Αρμένιος είμαι».
«Βρε άιντε από δω!» του λέω.
Πολλοί λένε διάφορα, ακόμα κι όταν ζούσε ο πατέρας μου έλεγαν διάφορα. Ο πατέρας μου όμως έλεγε: «Ας έρθει κάποιος εδώ να το πει και θα του τα δώσω όλα τα μετάλλια». Έτσι έλεγε. «Με ξέρουν και ξέρουν τι έκανα, ας λένε ό,τι θέλουν».
Εύχομαι όλοι οι άνθρωποι να έχουν ελευθερία, να ζουν σε μια ελεύθερη και κανονική χώρα.