Η ΠΡΩΤΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΓΙΑ ΦΟΝΟ
Η ΠΡΩΤΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΓΙΑ ΦΟΝΟ
Περιγραφή
Η ιστορία πίσω από την πρώτη εκτέλεση γυναίκας για ποινικό αδίκημα στην Ελλάδα, που θυμούνται μέχρι σήμερα οι κάτοικοι στο Λεωνίδιο.
Φίλτρα
Συντελεστές
Έρευνα
- Μαρία Καττή
Αφήγηση
- Νίκος Γούσγουλας
Δημιουργία Podcast
- Σταύρος Βλάχος
Σχεδιασμός Ήχου
- Δημήτρης Παλαιογιάννης
Επεξεργασία Ήχου
- Σπύρος Λυμπερόπουλος
Έζησα με ανθρώπους που μου μάθανε πολλές ιστορίες. Μέσα σε αυτές τις ιστορίες μού έμεινε μία βαθιά χαραγμένη μέσα στην ψυχή μου, γιατί τότε που την έζησα αυτή την περιπέτεια, την ιστορία, ήμουνα παιδάκι δώδεκα με δεκατριών ετών. Μου ‘μεινε στο μυαλό μου λες κι είναι, είναι, είναι… να! Τα ακουμπάω! Λες και ζω εκείνες τις στιγμές.
Η ιστορία αυτή είναι μια κυρία... εν πάσει περιπτώσει, όπως θες πεστε την, εγώ τη λέω «κυρία». Εζούσε στο Λεωνίδιον, χήρα. Είχε πεθάνει ο άντρας της κι είχε δύο παιδιά. Τον Δημήτρη και τον Γιάννη. Εργαζότανε σαν νεωκόρα του ιερού ναού του Αγίου Ιωάννου.
Όλος ο κόσμος επειδή ήταν νεωκορα τη σεβότανε, τη βοηθάγανε με διάφορους τρόπους, είτε με ρούχα είτε με τρόφιμα είτε με συμπαράσταση. Βέβαια τα παιδιά... Ο Γιάννης πήγαινε σχολείο, ο Δημήτρης, ήταν ο μεγάλος, ήταν πιο... λιγάκι άνθρωπος του περιθωρίου. Δεν πλησιαζόταν εύκολα, ήταν λίγο τεμπέλης , δε διάβαζε, δεν πήγαινε σχολείο, κάπνιζε τσιγάρο...
Η Σταυρουλα, η μάνα των παιδιών, το κτίριο αυτό ήταν παλιό που μένανε. Δεν είχε ούτε τζάμια, ούτε φως, ούτε τίποτα. Κι αποφασίσανε, δίπλα από τον Άγιο Ιωάννη ήταν ένα σπίτι αρχοντόσπιτο, εκεί αποφασίσανε για να συντηρηθεί το σπίτι και να ποτίζονται τα λουλούδια, να βάλουν τη Σταυρουλα να μένει με τα παιδιά της.
Η Σταυρούλα επήρε τα παιδιά, πήγε εκεί, μετακόμισε. Όλα εντάξει, καλά, περνάγανε ωραία. Ο Μήτρος δε δούλευε. Βέβαια, ήταν ένας άντρας όμορφος, μελαχρινός, τα μαλλιά τα είχε χωρίστρα... Δεν πήγαινε για δουλειά. Πολύ σπάνια. Έκανε παρέα με έναν τσομπανάκο και συζητάγανε διάφορα, διάφορες ιστορίες, και μια μέρα εκεί που καθόντουστε του λέει ο τσομπάνος:
«Δημήτρη, πρέπει να παντρευτείς, να βρεις ένα κορίτσι να είναι εργατικό, να δουλεύει, να έχει καλή δουλειά για να σε ζήσει. Γιατί πώς θα ζήσεις; Αφού ζεις τεμπέλικα, δε δουλεύεις, δεν πας για δουλειά».
«Ναι, ωραία η ιδέα σου αλλά πού να τη βρούμε αυτή την κοπέλα; Είναι δύσκολο λίγο, γιατί δεν είμαι και ό,τι το καλύτερο».
Πονηρός ο άλλος, έξυπνος, πιο προχωρημένος από αυτόν, του λέει:
«Άκουσε να δεις, θα σου προτείνω ένα κορίτσι που είναι φτωχό, αλλά εργάζεται, είναι πολύ εργατικιά, έχει καλή δουλειά κι έχει και την προικούλα της. Δηλαδή ένα σπιτάκι, ξέρω ‘γω, τα σχετικά».
Του λέει: «Ποια είναι η κοπέλα αυτή;»
Η κοπέλα αυτή εργαζότανε σε ένα εργαστήριο ζαχαροπλαστικής. Την πλησίασε όμως ο Μήτρος. Αφού την πλησίασε, γνωριστήκανε, πιάσανε μια φιλία, κάνανε διαπραγματεύσεις από ‘δω από ‘κει, γνωριμίες μεγάλες. Σημειωτέον ότι κι οι δυο ήτανε μικροί, δεκαεφτά-δεκαοχτώ χρόνων, δεν ξέρω, δε θυμάμαι. Σιγά-σιγά, σιγά-σιγά, την έφερε βόλτα. Ξύπνια αυτή, τον εκοουτσάριζε, τον έφτιαχνε, τον περιποιότανε. Απ’ το σπίτι δεν έλειπε τίποτα. Αποκτήσανε ένα κοριτσάκι. Το κοριτσάκι αυτό το μεγαλώνανε με πολύ ωραίο τρόπο. Δεν του έλειπε τίποτα.
Βέβαια, τον γάμο αυτό δεν τον είδε ποτέ μα ποτέ με καλό μάτι η μητέρα του. Η μητέρα του, παρόλα που φαινόταν στον κόσμο καλή, μάνα η οποία προσπαθούσε να ζήσει τα παιδιά της, στην ουσία όμως ήταν μια τίγρης, ήταν ένας κακός άνθρωπος. Τα αισθήματά της ήτανε μέσα βαθιά κλειδωμένα και δεν μπορούσες να τα ξεκλειδώσεις εύκολα για να διαπιστώσεις τι άνθρωπος είναι.
Ο χρόνος περνούσε, το ζευγάρι πέρναγε ωραία μεταξύ τους, δεν είχανε κανένα πρόβλημα. Αυτή δούλευε, είχε το εργαστήριο, επήγαινε πολύ καλά η δουλειά της. Να που ήρθε κι ο πελαργός κι έφερε και δεύτερο παιδάκι. Ήταν έγκυος. Το ‘μαθε η Σταυρουλα αυτό, έγινε λύκαινα, πραγματική λύκαινα. Άρχισε να της συμπεριφέρεται με πολύ βίαιο τρόπο. Δηλαδή, έφτανε στο σημείο μέχρι ξύλο να της δίνει, χαστούκια.
Αποφάσισε μια μέρα, του λέει του γιου της: «Ένα κι ένα κάνουν δυο. Ή τη χωρίζεις ή δεν ξέρω κι εγώ τι μπορεί να συμβεί».
«Βρε αμάν, βρε μητέρα, εγώ την θέλω τη γυναίκα μου, την αγαπάω, προχωράμε τη ζωή μας και πάμε και για δεύτερο παιδάκι».
«Ποιο δεύτερο παιδάκι ρε βλάκα;» του λέει. «Ρε ηλίθιε, το παιδί αυτό δεν είναι δικό σου!»
«Βρε αμάν, βρε μητέρα, τι λόγια είναι αυτά που λες;»
«Εκείνο που σου λέω εγώ, το παιδί είναι αλλουνού ρε και να πας στο Άργος να το ρίξεις. Αν δεν το ρίξεις θα σου βγάλω τα μάτια, ρε. Θα στα δώσω στο πιρούνι».
«Βρε αμάν», «βρε μητέρα», «βρε καλή», «βρε χρυσή», τίποτα!
Τέλος πάντων, τον έπεισε. Γιατί ήταν και λίγο αγράμματος ο Μήτρος, δεν ήξερε πολλά γράμματα, είχε πάει μέχρι τη Δευτέρα-Τρίτη του Δημοτικού. Αποφάσισε να πάει στο Άργος. Πηγαίνοντας στο Άργος σε κάποιον γιατρό, ο γιατρός διαπίστωσε ότι η εγκυμοσύνη ήταν προχωρημένη και δεν μπορούσε να σταματήσει την εγκυμοσύνη. Κι αποφασίζουν το αντρόγυνο να φύγουν και να αφήσουν την εγκυμοσύνη να προχωρήσει.
Γυρίσανε στο Λεωνιδιο, πάνε στη μάνα εκείνο το βράδυ, κουρασμένοι όπως ήρθαν από το ταξίδι, ταλαιπωρημένοι αυτοί. Η κοπέλα πήγε να κοιμηθεί, να ξαπλώσει. Εκείνη την ώρα βρήκε την ευκαιρία η Σταυρούλα --τετελεσμένα ανυποχώρητη, δεν έπαιρνε τίποτα-- και πάει και βουτάει μια τριχιά και τη σφίγγει γύρω-γύρω απ’ τον λαιμό. Τη γυρίζει την τριχιά γύρω απ´ το λαιμό, της περνάει και στα χέρια. Πάντα όμως με τη βοήθεια του Μήτρου. Εκεί, τη βοήθησε αυτός. Ας λέει ότι δεν τη βοήθησε, στην αρχή. Τη δέσανε, της περάσανε στο λαιμό το σκοινί, η κοπέλα έχασε τις αισθήσεις της, θα πέθανε. Κι αποφασίσανε να τη ρίξουνε στη στέρνα. Τη ρίξανε στη στέρνα, της είχαν βγάλει τα ρούχα, τα παπούτσια, όλα και τα ´χανε αφήσει διπλα στη στέρνα.
Κοιμηθήκανε το βράδυ. Δεν έτρεχε τίποτα! Εννιά έχει ο μήνας! Κανένα ίχνος μετάνοιας, τίποτα, τίποτα. Δεν ακούγανε το παραμικρό. Πιάσανε και γράψανε ένα σημείωμα. Στο σημείωμα αυτό γράφανε: «Η Μεταξία αυτοκτονάει και να μην πειράξετε τον άντρα της, γιατί είναι καλός άνθρωπος. Η πεθερά της την αγαπάει, είναι καλή». Και το άφησαν εκεί το σημείωμα, δήθεν ότι η Μετάξια είχε αυτοκτονήσει μόνη της.
Έφυγε η Σταυρούλα και πήγε το πρωί στην εκκλησία. Ήταν κάποια γιορτή κι όπως ήταν πριν σχολάσει ακόμα ο παπας, ήταν ο κόσμος ακόμα εκεί στο προαύλιο της εκκλησίας. Πάει η Σταυρούλα σπίτι, εσκεμμένα, και βάζει τις φωνές: «Παναγία μου! Βοηθεια! Η νύφη μου έπεσε στη στέρνα, αυτοκτόνησε!»
Φώναζε, κακό... μαζεύτηκε ο κόσμος, μαζεύτηκε αστυνομία, τη βγάλανε. Η Σταυρούλα τι είπε; --Το μεγαλείο της ψυχής. Ποιας ψυχής; Αυτή η ψυχή ήταν κατράμι σκέτο.-- Λέει η Σταυρούλα στους οικείους, εκεί που βοηθάγανε για να βγάλουνε την κοπέλα από το νερό: «Αυτή αυτοκτόνησε, το κρίμα στο λαιμό της. Εγώ τι φταίω που έχασα το νερό της στέρνας; Το μόλυνε, εβρώμισε το νερό».
Επήγαινε να βγάλει τη ρετσινιά από πάνω της με διάφορους τρόπους αγράμματους, έτσι, αστοιχείωτους. Ε, ήρθαν οι αστυνομικοί, μόλις είδανε το σημείωμα.. χα! Έβγαζε μάτι! Της λένε: «Περασε μόνη σου τις χειροπέδες».
Εν πασει περιπτώσει την πήρανε, τους πήγαν στην αστυνομία. Πού να παραδεχτεί η Σταυρούλα ότι έκανε αυτό το πράγμα! Ανένδοτη, τίποτα! Ε, ο Μήτρος... θα του κοπάνησαν καμία σφαλιάρα εκεί, κάνα σκαμπίλι, άρχισε και φοβότανε κι άρχισε να τα μπερδεύει. Τέλος πάντων, αποφάσισε να πει την αλήθεια. Όχι όλη βέβαια, αλλά είπε ότι: «Ναι, η μάνα μου πέταξε τη γυναίκα μου στη στέρνα».
Μετά από λίγο είπανε να κάνουνε… τα χρόνια εκείνα γινόταν αναπαράσταση του φονικού. Μαθεύτηκε ότι θα πάνε να κάνουν αναπαράσταση στο πώς έγινε το συμβάν. Ωωω ρε μόλις το μάθαμε όλα τα παιδάκια! Τρέξαμε τριάντα-σαράντα παιδάκια κι ανεβήκαμε στις μάντρες, για να δούμε την αναπαράσταση. Εγώ ήμουνα με έναν φίλο μου, ο οποίος φοβόταν λίγο, ήτανε καλό παιδί, και μου λέει:
«Ρε Νίκο, θα πετάξουνε πάλι τη γυναίκα μες στη στέρνα; Εγώ δεν μπορώ να τη δω αυτή την αναπαράσταση, πάλι να πετάξουνε πάλι την πεθαμένη».
«Βρε», του λέω, «δε θα πετάξουνε την ίδια, κάποιον άλλον θα δέσουνε εκεί πέρα!»
Πράγματι, δέσανε κάποιον, κάνανε όλες τις κινήσεις αυτές, πώς την έδεσε η Σταυρούλα, πώς την τραβήξανε και πώς βόηθησε, τους ενδιέφερε πιο πολύ να δούνε πώς ο Μήτρος βόηθησε.
Οταν τελείωσε η αναπαράσταση αυτή, όλοι είχανε μείνει άφωνοι. Δηλαδή όλος ο κόσμος είχε χαζέψει, δεν μπορούσε να το φανταστεί, ήταν κάτι το αδιανόητο, γιατί η κοινωνία του Λεωνιδίου ήτανε μια κοινωνία ήρεμη, χαμηλών τόνων.
Θυμάμαι συγκεκριμένα όταν φύγανε από το σημείο αυτό πηγαίνοντας προς το αστυνομικό τμήμα, εμείς τα παιδάκια τούς ακολουθούσαμε από πίσω λες και ήτανε καρναβάλι. Και συγκεκριμένα, θυμάμαι, όταν φτάσαμε στην πλατεία του Λεωνιδίου, εκεί επειδή τον κοιτάγανε όλοι γύρω-γύρω απ’ την πλατεία ο κόσμος: «Βρε, ο Τσαμαδερός» --είχε, αυτό ήταν το παρατσούκλι του, ο "Τσαμαδερός"-- «βρε ο Τσαμαδερός έπνιξε τη γυναίκα στη στέρνα!» «Ρε τι έκανε ρε ο ηλίθιος, ρε ο βλάκας!» κι άλλοι του φωνάζανε διάφορα, έτσι: «Ρε βλάκα, τι έκανες!» κι εκείνη την ώρα βουρλίστηκε, τρελάθηκε, δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Και γυρίζει στη μανα του και της λέει: «Μωρή κακούργα, μωρή στρίγγλα γριά, γιατί δε λες την αλήθεια; Εσύ δε μ’ έπεισες να τη ρίξουμε στη στέρνα, γιατί ήταν παλιογυναίκα; Δε σου είχα πει εγώ ότι η γυναίκα μου, ό,τι και να είναι, εγώ την αγαπάω και τη θέλω γιατί έχουμε κι ένα παιδί μαζί και θα φέρει και στον κόσμο και δεύτερο; Εσύ δεν επέμενες να τη βγάλεις απ’ τη μέση; Ποτέ δεν την είχες δει με καλό μάτι!»
Εκείνη την ώρα που λες αυτός βούρκωσε, πραγματικά βούρκωσε, και τον έβλεπα που σκούπιζε τα δάκρυά του. Και πετάγεται καποια γυναίκα και του λέει: «Τώρα που σκουπίζεις τα δάκρυά σου είναι αργά, βλάκα!»
Τέλος πάντων, φτάσανε στη δικαιοσύνη, ετιμωρηθήκανε κι οι δυο σε θανατική ποινή. Πρώτη εκτελέστηκε η Σταυρούλα. Εκεί, στην τελευταία της επιθυμία, είπε: Εντάξει, το μετάνιωσα, συγγνώμη. Ο γιος μου έφταιγε, εγώ δεν έφταιγα σε τίποτα». Το πήρε μαζί της το κρίμα αυτό. Εφονεύθη. Εφονεύθη...
Μετά από καιρό, στην άλλη φυλακή, ήρθε κι η σειρά να εκτελεστεί ο γιος της. Εκεί, ο δήμιος αυτός στο εκτελεστικό απόσπασμα, του είπε:
«Κύριε ποια είναι η τελευταία σας επιθυμία;»
Λέει: «Θέλω να πω δυο λόγια στον παππά». Και του λέει: «Παππά, θα σου εξομολογηθώ, γιατί αυτό δε θέλω να το πάρω μαζί μου, γιατί έχω και κόρη. Θέλω να το μάθει κι η κόρη μου. Ότι παρασύρθηκα από τη μητέρα μου, γιατί ήταν μια πολύ κακούργα γυναίκα κι είχε πειθώ. Προσπάθησε, με έπεισε να φτάσω σε αυτό το σημείο, γιατί; Γιατί εγώ με τη μάνα μου είχαμε ερωτική σχέση».
Κι ο κύριος αυτός κατέληξε στο εκτελεστικό απόσπασμα, εφονεύθη. Λένε ότι για ποινικό αδίκημα ήταν η πρώτη γυναίκα που εκτελέστηκε κι η τελευταία στην Ελλάδα, σαν θανατική ποινή. Εδώ σταματάει η ιστορία μου.