ΜΙΑ ΖΩΗ ΣΤΟΝ ΦΑΡΟ ΤΩΝ ΟΘΩΝΩΝ
ΜΙΑ ΖΩΗ ΣΤΟΝ ΦΑΡΟ ΤΩΝ ΟΘΩΝΩΝ
Περιγραφή
Ο επί 17 χρόνια φαροφύλακας των Οθωνών, ο Σωτήρης Πολίτης από το Μεγανήσι Λευκάδας, διηγείται τις περιπέτειές του στις θάλασσες της Ελλάδας.
Ανήκει στη Συλλογή
13 Podcasts
ΣΤΑ ΑΝΟΙΧΤΑ
Φίλτρα
Συντελεστές
Έρευνα
- Μαρία Μακρή
Αφήγηση
- Σωτήρης Πολίτης
Δημιουργία Podcast
- Σταύρος Βλάχος
Σχεδιασμός Ήχου
- Alex Retsis
Επεξεργασία Ήχου
- Δημήτρης Παπαδάκης
Σκηνοθεσία Βίντεο
- Black Dogs Productions
Τα παιδικά μου χρόνια ήταν στο χωριό, στο Κατωμέρι του Μεγανησίου Λευκάδος. Στο Μεγανήσι ήτανε καλά να μεγαλώνεις, αλλά υπήρχε μεγάλη φτώχεια στο χωριό. Εμείς τα παιδιά εκεί πέρα κάναμε διάφορα, αλλά είχαμε και τον περιορισμό και τον φόβο, μας εβαρούσαν κιόλας... Στα χωριά είχαν τον λεγόμενο παιδονόμο. Τον πλήρωναν οι γονείς μας για να μας βαρεί! Το καλοκαίρι, το μεσημέρι όποιος ήταν έξω, είχε βούρδουλα αυτός! Ο Μπάρμπα-Γιώργος ο Κλητσιμήρης τον λέγανε, δεν τον εχώνευα με καμία «αυτηνή»...
Μία φορά ήμουνα με τη μάνα μου και πηγαίναμε για νερό κι απέναντι ήταν μία μπουρνελιά. Και σαν παιδάκι εγώ, πήγα κι έκοψα δύο μπουρνέλες. Απέναντι με είδε ο αγροφύλακας, ήταν αγροφύλακες εκεί, και το λέει του παιδονόμου. Άι μανούλα μου! Και με κυνήγαγε μία εβδομάδα! Και μία μέρα με πιάνει «αυτό»… αλλά εγώ έτρεξα και πήγα σπίτι και τρύπωσα κάτω από το κρεβάτι της γιαγιάς μου. Κι αυτός —μα την πίσα του!— ήρθε με τον βούρδουλα από κάτω, να με βγάλει από το κρεβάτι να με βαρέσει! Άλλα ήταν η γιαγιά μου λίγο «αυτό» και τον έβρισε, τον είπε εκεί πέρα, τι τον είπε, κι έφυγε.
Εγώ, εν τω μεταξύ, άρχισα λίγο-λίγο μεγάλωνα, κι έπειτα άρχισα κι εγώ τη δουλειά, πήγαινα στα ψαράδικα. Δεν υπάρχει άλλη στο Μεγανήσι, δεν υπήρχε άλλη δουλειά.
Ή έπρεπε να είσαι ναυτικός στα καράβια ή να ΄σαι ψαράς ή να ΄σαι τεμπέλης! Τρία πράγματα. Κι εγώ πήγαινα στα ψαράδικα. Και στα γρι-γριά το ίδιο, πηγαίναμε και στα γρι-γριά. Τα γρι-γριά είναι αυτά που είναι έξω με τις λάμπες, που μαζεύουνε τα ψάρια. Εγώ ήξερα κι έφτιαχνα και δίχτυα και παραγάδια κι ήμουνα πιο, με είχανε σε πιο καλύτερη μεριά. Βγάναμε κάποιο μεροκάματο εκεί πέρα και τα βολεύαμε και μεγαλώσαμε, σιγά-σιγά.
Μία φορά που ήμουνα με το ψαράδικο πάνω σε ένα νησάκι που το λένε Οξειά —εκεί πέρα καθαρίζαμε τα δίχτυα, τα πλέναμε— εκεί πέρα βλέπω έναν έτσι τσίφτη, ντυμένο στα ναυτικά. Ήρθε εκεί πέρα «τσακ- τσακ», ήρθε εκεί πέρα.
Λέω: « Ρε λεβέντη τι κάνεις; Τι γίνεται;» τον ρώτησα εγώ. «Τι γίνεσαι; Τι είσαι;»
Μου λέει: «Είμαι φαροφύλακας».
«Και τι δουλειά κάνεις;»
Μου άρχισε και μου είπε ότι είναι μία δουλειά που είναι ο δημόσιος υπάλληλος, ξέρω εγώ τι. Μου είπε όλα τα προσόντα, δε μου είπε τις ταλαιπωρίες που έχει! Και μου λέει: «Παίρνει τώρα δεκαεφτά», μου λέει, «φαροφύλακες, δίνεται διαγωνισμός».
Μόλις πήγα στην Πάτρα εγώ, παίρνω τον αδερφό του πατέρα μου που ήταν στην Αθήνα και τον παίρνω και του λέω: «Θείε», λέω, «αυτό κι αυτό, γράψε με εκεί πέρα να δώσω εξετάσεις».
Μπήκα στη σχολή. Στη σχολή μέσα πήγαμε για τρεις μήνες και με έστειλαν στους Οθωνούς. Μόλις πήγαμε εκεί πέρα, πήγαμε στο λιμανάκι, ένα λιμανάκι εκεί…
Μπαίνουνε μέσα στο λιμάνι, μόλις το είδα εγώ, απελπίστηκα. Ω, ρε Μανούλα μου!
Πού ήρθα; Ήμουνα έτοιμος να τα παρατήσω, να φύγω. Αλλά ευτυχώς, για καλή μου τύχη —γιατί ήμουνα και τυχερός— ήταν ένας που ήταν σταθμάρχης εκεί πέρα, ο οποίος ήταν από το Μεγανήσι. «Έλα εδώ», μου λέει, «θα περάσουμε καλά». Κι έτσι γνωρίστηκα με αυτόν και του έφτιαχνα και κάνα παραγάδι, επειδής ήξερα, επήγαινα στο σπίτι, έτρωγα, πηγαίναμε για ψάρεμα, όποτε δεν είχα υπηρεσία.
Για καλή μου τύχη, μετά από τον Ιούνιο ήρθε κι η κόρη του εκεί. Η κόρη του, η οποία ήτανε δεκαοχτώ χρονών, ήρθε εκεί στον πατέρα της. Εκεί μόλις είδα και την κοπέλα εγώ… την είδα την πρώτη φορά που ενετάριζα παραγάδια κι είπα: «Άγιε Σπυρίδωνα μου, να την πάρω!»
Πήγα εκεί, γνωρίστηκα και με την κοπέλα και τα τελευταία την πήρα και γυναίκα. Την κυρία Ελευθερία. Έμεινα έξι, πέντε χρόνια αρραβωνιασμένος, και γιατί έμεινα πέντε χρόνια; Διότι τον καιρό εκείνο υπήρχε ένας νόμος, ο οποίος αν δεν ήσουνα είκοσι οχτώ χρονών, δεν το επέτρεπε η υπηρεσία. Επαντρεύτηκα κρυφά, γιατί απαγορευότανε. Ήμουνα εγώ, η κουμπάρα, το παιδί της κι η μάνα, η πεθερά μου, κανένας άλλος.
Πέρασα καλά πάντως, στα φανάρια. Επήγα σε πολλά μέρη. Επήγα στην Οξειά, επήγα στο Μεσολόγγι, επήγα στην Πολύαιγο, επήγα στην Κίμωλο, επήγα στη Σέριφο, επήγα στη Στρογγύλη, επήγα στην Αρκίτσα, επήγα και στη Λευκάδα, αλλά τον περισσότερο καιρό τον έκατσα σε αυτόν στους Οθωνούς, έκαμα δεκαεφτά χρόνια στους Οθωνούς.
Το φανάρι στους Οθωνούς ήτανε πολύ ωραίο. Ήτανε δευτέρας κατηγορίας, με πετρέλαιο, με λουξ... Το κάθε φανάρι έχει τη δική του ταυτότητα. Το ξέρουν οι καπετάνιοι, τα ξέρουν ότι αυτό με τις αναλαμπές που κάνει, ξέρει ότι αυτό το φανάρι είναι έτσι. Το φανάρι τον Οθωνών, ας πούμε, ήτανε με δεκαπέντε-είκοσι πέντε μίλια με ορατότητα. Το βλέπανε σχεδόν από την Ιταλία, με ορατότητα.
Η καθημερινότητα στο φανάρι… η δουλειά μας ήταν να καθαρίζουμε τα μηχανήματα για να είναι έτοιμα το βράδυ και να σκουπίζουμε και το φανάρι, να χρωματίζουμε, δηλαδή να το έχουμε καθαρό και να είναι… Πώς είναι μία οικογένεια; Να φτιάχνουμε φαγητό, να πλένουμε τα ρούχα μας και τα λοιπά, αυτά ήταν οι δουλειές. Εγώ διάβαζα κιόλας. Είναι η δουλειά αυτή είναι πολύ σκληρή στα φανάρια, αν δεν είσαι σκληρομαθημένος δεν περνάς καλά. Μακριά από το σπίτι σου, μακριά από το «αυτό» σου… Ένας που δεν έχει φύγει ποτέ μακριά απ’ το σπίτι του, του έρχεται βαριά. Εγώ στο σπίτι δεν πήγαινα ποτέ, εδούλευα, όλο στα ξένα ήμουνα.
Ασχολούμουνα με την ψαρική, να φτιάξω κάνα παραγάδι, καμιά πετονιά, κάνα τέτοιο, το ένα, το άλλο… όπου και να πήγαινα. Κι ήταν και τυχεροί οι συνάδελφοι, γιατί τρώγανε και κάνα ψάρι. Στο Μεσολόγγι, στη βάρδια μου, έπαιρνα και πήγαινα πυροφάνι και βάραγα ψάρια, καλαμαριά, τσιπούρες, χταπόδια πολλά. Επήγαινα στην Πάτρα… Μία βραδιά εβάρεσα δεκαοχτώ κιλά χταπόδια!
Αλλά η μεγαλύτερη μου ταλαιπώρια ήτανε στους Οθωνούς. Δεν έχω φοβηθεί από τον καιρό που γεννήθηκα τη θάλασσα πότε, μόνο αυτήν την ημέρα.
Ήτανε Ιούνιος μήνας και πήγα με έναν να ρίξουμε τα παραγάδια. Εγώ ήμουνα ο καπετάνιος, ας πούμε. Λοιπόν, τα ρίξαμε τα παραγάδια και κάτσαμε εκεί πέρα κι αρχίσαμε να ασκώνουμε τα παραγάδια. Ασκώναμε τα παραγάδια… ψάρι από ΄δώ, ψάρι από ΄κεί, ψάρι από ΄κεί... αυτή την ημέρα, δεν ξέρω παιδί μου, έπεσε η ευλογία του Θεού! Εγιομίσαμε τη βάρκα ψάρια! Να σου πω πως εβγάλαμε κι εβδομήντα κιλά ψάρια... και παραπάνω από εβδομήντα κιλά! Αλλά όπως τα βγάναμε εκεί πέρα —ε, η θάλασσα, γυαλί!— πίσω από τους Οθωνούς, εκεί στο Φύκι που το λένε, στην άκρη, βλέπω μία αστραψιά! Γιατί ξέρω κι απ’ τον καιρό. Λοιπόν, βλέπω μία αστραψιά μέσα στην Ιταλία, κάτω βαθιά.
Του λέω αυτουνού, του παιδιού: «Φέρε μου ένα μαχαίρι, να κόψω το παραγάδι!»
Μου λέει: «Κάτσε μωρέ καημένε! Που βγάνουμε τόσα ψάρια», μου λέει, «θα κόψεις το παραγάδι!»
«Φέρε το μαχαίρι!»
Δεν πρόκαμα να κόψω το παραγάδι… Που φέρνει έναν ανεμοστρόβιλο, μία δυστυχία… Θάλασσα! Αέρα! Νερό! Να σηκωθεί η θάλασσα και να αγριέψει και να γίνεται η βάρκα καρυδότσουφλο! Έτσι, από ΄δώ, από ΄κεί.
Και να έχω αυτόνε και του λέω: «Πέσε από κάτω στο αμπάρι!»
«Όχι», μου λέει, «να πνιγώ», λέει, «εκεί;»
Και καθόταν εκεί κι έβρεχε μέσα στο «αυτό» κι έτρωγε το νερό απάνω του. Παναγία βοήθα! Εγώ πίσω που ήμουνα στη μηχανή, είχα και μια μηχανή και φοβόμουνα μην πάει το νερό μέσα και μου σβήσει… Κι έκανε και νερά η βάρκα, κι έβγανα και με την τρόμπα νερά. Μεγάλη «αυτή». «Παναγιά μου!» λέω, «Παναγιά μου, γλύτωσέ μας αυτή τη φορά!» Να βάλει αέρα και τον αέρα να τον στρίβει και να μην ξέρω πού είμαι, γιατί είχε πέσει κι «αυτή»… όταν βρέχει πολύ δε βλέπεις! Κρύφτηκε πίσω το νησί, και να φυσάει κι εγώ να πηγαίνω πάνω στον αέρα έτσι και να κάνει κι η βάρκα έτσι!
Καμιά φορά —έκαμε ο Θεός κι η Παναγία— μετά από μισή ώρα και βλέπω τους Οθωνούς, πίσω. Συνεχιζόταν η φουρτούνα. Όπως βλέπω τους Οθωνούς πίσω, ανοίγω τη βάρκα… να σκεφτείς, η μηχανή έβγανε φωτιά, η εξάτμιση! Τόσο την άνοιξα.
Επήγαμε στο νησί και μόλις μας είδανε, κάνανε το σταυρό τους αυτοί. Ήταν η γυναίκα μου με τον πεθερό μου και μου λέει: «Δεν πνιγήκατε;» μου λέει. Πρώτη φορά που φοβήθηκα τη θάλασσα. Άλλο σου λέω κι άλλο να βλέπεις! Να βλέπεις τη θάλασσα… από πάνω από τη βάρκα να έρχεται το κύμα! Πρώτη φορά.
Εγώ σταμάτησα το ΄84. Αποφάσισα να σταματήσω γιατί τότε ήθελα να παντρέψω την κόρη μου κι ήρθαμε εδώ, εδώ στους Γαβράδες, και καθίσαμε μόνιμα. Κι από τότε είμαι μόνιμα εδώ.
Τώρα περνάνε οι μέρες ευχάριστα. Είχα ταλαιπωρίες, έκαμα, είχα καρκίνο του προστάτη, έκαμα ακτινοβολίες, ταλαιπωρήθηκα. Όσο μεγαλώνεις, ταλαιπωρείσαι.
Αλλά δόξα τω Θεώ, καλά πέρασα. Είμαι ογδόντα οχτώ χρονών και πάω ογδόντα εννιά, το μυαλό μου δουλεύει ακόμα λίγο καλούτσικα... Εγώ φτιάχνω κάνα παραγάδι τώρα και κάνα δίχτυ, τρώω και κάνα ψαράκι, μου φέρνουνε κάνα ψάρι. Μου φέρνουν και τίποτα λαδάκι και τα λοιπά και τα λοιπά, κάνα ξύλο… όλο κάτι.
Εγώ τα έζησα όλα κι ευχαριστώ τον Θεό που πέρασα και καλά, πέρασα καλά.
Επαντρεύτηκα μία γυναίκα που την αγάπησα, που ήταν μοναδική! Που έκαμα και καλά παιδιά κι είναι όλα… Αυτό έχω τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση, από τα παιδιά μου, τη γυναίκα μου, από την οικογένειά μου, από όλους. Με αγαπάνε και τους αγαπάω, δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία.