Γεννήθηκα το 1943 στην Τήνο και ζω στην Τήνο όλα μου τα χρόνια, αν εξαιρέσω τη στρατιωτική θητεία. Μόνο τότε έλειψα. Εγώ είχα, ασχολήθηκα με το μαγαζί του πατέρα μου. Ήμουν το πρώτο μαγαζί στην Τήνο που έφερα το εμπόριο αυτοκινήτων, μηχανάκια, ποδήλατα... Το πρώτο δε αυτοκίνητο, το έφερε ο πατέρας μου στην Τήνο. Το πρώτο. Το έφερε με ένα καΐκι, τότε δεν υπήρχαν τα φεριμπότ και τα τέτοια, απ’ τη Σάμο το έφερε με ένα καΐκι εδώ πέρα. Είχε μαζευτεί όλη η Τήνος κάτω! Ήταν κάτι παράξενο που έβλεπε αυτοκίνητο, το πρώτο αυτοκίνητο, αυτό. Κι είχε, ήταν ένα μεγάλο γεγονός του νησιού, βέβαια.
Τα χρόνια δύσκολα, αλλά ωραία, βέβαια. Πάρα πολλά αυτά που κάναμε τότε σαν παιδιά. Εγώ μπορώ να πω ότι ήμουν κι απ’ τα ζωηρά παιδιά, ειδικά με τη θάλασσα.
Ήμουν του βυθού. Ναι. Μου άρεσε. Δεν ήμουν της στεριάς, ήμουν της θάλασσας, του βυθού, κάτω. Εκεί είχα, εκεί ήτανε η δύναμή μου. Τώρα, μου λέγαν ότι έχω μεγάλα πνευμόνια κι ότι αντέχω. Μια φορά σε κολυμβητικούς αγώνες είχα πάρει μία βουτιά κι εγώ δε βγήκα επάνω, έφυγα. Ήταν εκεί στα σκαλάκια. Εγώ έφυγα κι ήρθα και βγήκα εδώ, πίσω απ’ την προβλήτα. Αυτοί με έψαχναν εκεί, αναστατώθηκαν όλοι, έγινε… Και παρουσιάστηκα μετά με τα πόδια.
Στη θάλασσα ήταν η δύναμη μου. Κι έτσι μία φορά είχα πάει και στην ΕΛΛΗ, κάτω. Ψαράδες ήταν, αυτοί ήξεραν. Είχαν τα γυαλιά, αυτά που βλέπεις στον βυθό. Μία λαμαρίνα στρογγυλή μεγάλη είναι και κάτω έχει ένα γυαλί που το ‘χουνε οι χταποδάδες που πιάνουν τα χταπόδια, αυτό το είχαν. Μ’ αυτό είχαν εντοπίσει την τορπίλη από πάνω. Ήταν βαθιά εκεί, σκοτείνιαζε κάτω, αλλά αυτοί, λόγω ότι η τορπίλη ήταν πολύ μεγάλη, τη διέκριναν. Τώρα, ήταν το θέμα πώς θα βγει έξω. Πώς θα βγει έξω; Αυτοί είχαν, ο ένας έχει ένα καΐκι που μπορούσε, μία με βίντσια, μία τράτα. Κι έπρεπε, όμως, να πάει κάποιος κάτω για να περάσει μία καντηλίτσα.
Ήμασταν δύο μέσα. Πάει ο πρώτος, πήγε κάτω για να περάσει την καντηλίτσα. Δεν μπορούσε να πάει κάτω, τα βρήκε δύσκολα και γύρισε. Στα μισά γύρισε, ανέβηκε. Κι ήρθε η σειρά μου, να πάω εγώ.
Πήγαινα... Η μάσκα είχε κολλήσει επάνω μου, δεν έβλεπα σχεδόν καθόλου. Αλλά, σκληρός όπως ήμουν κι άφοβος, ναι, άφοβος, πήγα. Έκανα λίγο την άμμο μπροστά από κάτω, την έβγαλα και την πέρασα την καντηλίτσα. Ανέβηκα πάνω ολοταχώς, που κι αυτό ήταν πολύ επικίνδυνο, να πάθω τη νόσο των δυτών. Και με πιάσαν αυτοί, με βάλαν μες στη βάρκα. Ήμουνα παρελυμένος. Άρχισα κι έβγαζα αίμα από τα αυτιά, μύτη, στόμα. Τρόμαξαν αυτοί. Την πήραν την τορπίλη, τη ρυμούλκησαν. Την πήγαμε στο βίντσι εκεί, κοντά στα ρηχά. Τώρα η τορπίλη αυτή... δεν ξέρω τη συνέχειά της.
Δεν ξέραμε τώρα από ΕΛΛΗ κι αυτά. Όταν έγινε αυτό της ΕΛΛΗΣ, εμείς ήμασταν αγέννητοι. Δε ζήσαμε τον τορπιλισμό, αλλά ζήσαμε το σήκωμα της ΕΛΛΗΣ, που την έβγαλαν εδώ. Ξαφνικά είδαμε κι ήρθε μία… εγώ ήμουν τότε μαθητής της Α΄ Γυμνασίου. Ήρθε μία μπίγα εδώ πέρα, πλωτός γερανός, με συνεργεία επάνω δυτών και τέτοια, πήγε στην ΕΛΛΗ κι έβαζε κάτω δυναμίτες. Απ’ ό,τι απεδείχθη, το έκαναν κομμάτια την ΕΛΛΗ με τους δυναμίτες. Μετά, έπαιρνε η μπίγα τα κομμάτια αυτά, ο γερανός της μπίγας, τ’ ανέβαζε απάνω και τα έφερνε μες στο λιμάνι, στο βίντσι.
Είχαν βγάλει και πολλές φορές εδώ στην προβλήτα. Και τα κομμάτια αυτά τα τεμάχισαν με τα οξυγόνα, να τα κάνουν μικρά ώστε να μπορούν να κινηθούν, να φορτωθούν. Τα φόρτωναν στα καΐκια και πήγαιναν... πού τα πήγαιναν δεν ξέρω.
Αλλά, αυτό που έκανε εντύπωση ήταν το ότι είχε πολύ μπρούτζο η ΕΛΛΗ. Είχε πάρα πολλά μέρη μπρούτζινα. Ειδικά οι σωληνώσεις κι όλα αυτά ήταν από μπρούτζο, τα οποία αυτά είχαν και την αξία τότε που σαν παιδάκια εμείς, σαν μικροί τα μαζεύαμε, τα πουλούσαμε στον παλιατζή για χαρτζιλίκι και τέτοια.
Με την ΕΛΛΗ είχα πάρει και πολλά πράγματα εγώ. Είχα πάρει πολλά σπαθάκια, ξιφολόγχες, που λέμε. Είχα ένα σπαθάκι αξιωματικού. Είχα πολλές ξιφολόγχες. Είχα κάτι εργαλεία απ’ τη μηχανή, ένα κατσαβίδι κι ένα παράξενο εργαλείο που ‘ταν σαν «Τ». Θυμάμαι και τη γέφυρα, θυμάμαι που είχε βγει εκεί. Θυμάμαι κάτι δωμάτια που τα έκοβαν, ήταν σφραγισμένα, τα έκοβαν με το οξυγόνο. Μέσα κει έλεγαν, να είχαν πει πως υπάρχουν κι άνθρωποι... Αυτό που μου ‘χε κάνει εντύπωση ήταν η γέφυρα, βέβαια, επάνω, που έβλεπα την τιμονιέρα κι αυτά όλα και τα χαζεύαμε εκεί.
Υπήρχανε κάτι, τα λέγαμε «μακαρόνια» εμείς. Κάτι ραβδιά, ήταν μαύρα, στρογγυλά σαν το δαχτυλάκι, το πάχος αυτό, με μία τρύπα στη μέση και για αυτό τα λέγαμε «μακαρόνια». Ήταν από μπαρούτι αυτά, ήταν μπαρούτι συμπυκνωμένο. Κι αυτοί τα πήραν τα φόρτωσαν και τα ‘ριξαν από πίσω, πήγαν και τα ‘ριξαν σε μια λάκκα μεγάλη, κάνει ο πυθμένας σαν πηγάδι ένα πράγμα κάτω. Και τα έριξαν εκεί για να μην πιάνονται, για να μην μπορεί να πάει άνθρωπος. Έλα, όμως, που εμείς πηγαίναμε! Κάνα-δυο πηγαίναμε. Πιο πολύ πήγαινα εγώ, ήμουν σ’ αυτά.
Αυτά τα κάναμε, τα κάναμε βαρελότα. Τα βάζαμε μέσα σε ντενεκάκια, τα σπούσαμε, τα κάναμε κομμάτια με σφυρί, τα βάζαμε μέσα, βάζαμε κι ένα κομμάτι σωληνάκι απ’ το ίδιο για φυτίλι κάτω-κάτω, το ανάβαμε κι αυτό έκανε έναν εκκωφαντικό θόρυβο, πολύ μεγάλο. Επικίνδυνο ήταν κι αυτά, αλλά τότε σαν παιδιά δεν είχαμε την αίσθηση του κινδύνου και κάναμε πολλά που δε θα έπρεπε να γίνονται.
Είχα ακούσει ότι είχε έρθει ένα συνεργείο κι έψαχνε να βρει την ΕΛΛΗ, πώς είναι κάτω η ΕΛΛΗ, ατόφια. Δεν ήξεραν πως η ΕΛΛΗ είχε πουληθεί κι είχε σηκωθεί. Αυτό όμως έγινε μετά από αρκετά χρόνια, πρέπει να ‘τανε κάπου εκεί στο ‘80, κάτι τέτοιο, που έγινε αυτό. Για τα υλικά αυτά που πήραν, σίδερα, χαλκό κι ό,τι άλλο μάζεψαν από εκεί κι αυτά, δε νομίζω ότι άξιζε τον κόπο. Η ΕΛΛΗ έπρεπε να μείνει κάτω, ατόφια, σαν κειμήλιο, εκεί. Τώρα, θα μου πεις κι αυτά έχουν τη φθορά τους και γίνονται… μια μέρα εξαφανίζονται. Αλλά για να πουληθεί, όχι. Δεν έπρεπε. Δεν έπρεπε.