Ο ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ ΣΤΟ ΤΣΙΡΚΟ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ
Ο ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ ΣΤΟ ΤΣΙΡΚΟ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ
Περιγραφή
Από την τσίκνα στα πανηγύρια της Αχαΐας, στη σκηνή του Cirque du Soleil, του μεγαλύτερου τσίρκου του κόσμου.
Φίλτρα
Συντελεστές
Έρευνα
- Κατερίνα Πιστόλα
Αφήγηση
- Κρίτωνας Αναστασόπουλος
Δημιουργία Podcast
- Μάγια Φιλιπποπούλου
Σχεδιασμός Ήχου
- Ιάσονας Θεοφάνου
Επεξεργασία Ήχου
- Σπύρος Λυμπερόπουλος
Σκηνοθεσία Βίντεο
- Κρίτωνας Αναστασόπουλος
- Michel Bernard
Ονομάζομαι Κρίτωνας Αναστασόπουλος. Μεγάλωσα σε μεγάλη οικογένεια, ήμουν ο πρώτος από πέντε παιδιά. Είμαστε πέντε αδέρφια.
Ο πατέρας μου επέλεξε από μικρή ηλικία, να κάνει έτσι τη δικιά του επανάσταση. Γύρω στα είκοσί του, εκεί που σπούδαζε Πολιτικές Επιστήμες, αποφάσισε κάποια στιγμή να φύγει με τη μητέρα μου, να πάνε στη Γερμανία και να ασχοληθούνε με το κουκλοθέατρο. Και κάπου εκεί εγώ γεννήθηκα. Μετά ήρθα Πάτρα κι από πολύ μικρός, ήμουνα κι εγώ πάνω στο σανίδι.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά την τσίκνα απ’ τα πανηγύρια. Τα ‘χαμε αλωνίσει όλα τα χωριά Νομού Αχαΐας, Ηλείας, τις γιορτές του κερασιού, ας πούμε, τις γιορτές του καρπουζιού κάτω στα Φιλιατρά… Γεμίζαμε έτσι το… με τα σκηνικά, τις κούκλες, τα μαγικά και πηγαίναμε έτσι σε κάθε διαφορετικό χωριό. Στήναμε, όλη αυτή η αναμονή, ο σαματάς και μέχρι να ξεκινήσει η παράσταση... Ξεκινάει η παράσταση και πρέπει να την κρατήσεις. Να κρατήσεις το κοινό, να κρατήσεις την προσοχή. Δεν είναι θέατρο, είναι εξωτερικός χώρος, έχει μεγάλη διαφορά. Θυμάμαι περήφανος εγώ καθόμουνα από πίσω και κράταγα τα σκηνικά με τα πανιά. Και πολλές φορές είχε πολύ αέρα σε κάποια μέρη! Κι αυτός ο αέρας ήτανε το χειρότερο άγχος του πατέρα μου. Έκανε πολύ κόσμο να γελάσει. Κι ο κόσμος είχε ανάγκη να γελάσει.
Ένα καλοκαίρι, εκεί που παίζαμε παράσταση, έρχονται κάποιοι και μας φέρνουνε δύο βιντεοκασέτες ρε συ, κάποιο Τσίρκο του Ήλιου, Le Cirque du Soleil, στον Καναδά, που είχε ξεκινήσει από αρχές του… δεκαετίας του '80. Και τη βάζω, ρε παιδί μου. Ήταν ένα μεγάλο νούμερο με Ρώσους ακροβάτες, γιατί πρέπει να ήταν γύρω στους δεκαπέντε, πολύ όμορφο χορογραφημένο. Ήταν ένα στολίδι, τέλος πάντων. Είχα ταυτιστεί 100%, είχα συγκινηθεί. Και λέω: «Αυτό θέλω να κάνω! Θέλω να γίνω αυτό».
Κι αρχίζω να κάνω ακροβατικά, έπρεπε κατά κάποιο τρόπο να αρχίσω να προπονούμαι, εκεί στα δεκαπέντε μου. Έβραζαν οι ορμόνες τότε της εφηβείας! Είχα σπάσει χέρια, είχα σπάσει πόδια… Και παρόλα αυτά ο πατέρας επειδή έβλεπε ότι τράβαγα, ότι μου άρεσε κι ότι μπορούσε να γίνει και κάτι πιο σοβαρό, να το προχωρήσω, φεύγουμε καλοκαίρι του 2005 να πάω να κάνω ένα καλοκαιρινό πρώτο Summer Camp. Ήτανε μία Εθνική Σχολή Τσίρκου στη Βουδαπέστη, στην Ουγγαρία.
Η εναέρια κούνια, η παραδοσιακή εναέρια κούνια των Ρώσων είναι αυτή που έχεις το δίχτυ κάτω, ανεβαίνεις με αερόσκαλες πάνω και φτάνεις σχεδόν στα οχτώ μέτρα είναι η πλατφόρμα, εννιά μέτρα. Kι από τα εννιά μέτρα, ρε παιδί μου, πιάνεις την κούνια, υπάρχει ο απέναντι ο οποίος είναι ο αυτός που σε κρατάει, κι εσύ ξεκινάς, φεύγεις και σε πιάνει. Αυτό το έκανα δυο φορές, πέρασα δηλαδή το ύψος, το υψόμετρο των εφτά μέτρων και λέω: «Παιδιά, δεν πάω παραπάνω! Δεν!» Είχα υψοφοβία. Φοβόμουνα τα ύψη. Κλασικό, θυμάμαι τώρα στα Συχαινά πάνω, να ανεβαίνει η αδερφή μου, μικρότερη από μένα, πάνω σε μία μουριά κι εγώ να μην μπορώ να ανέβω...
Γύρισα Πάτρα. Αποφάσισα και μαζί με τους γονείς μου να ξεκινήσω Αθλητικό Λύκειο, ούτως ώστε να μπορώ να προπονούμαι τα πρωινά. Άρχισα να προπονούμαι με έναν πρώτο προπονητή, τον Δημήτρη τον Στεφανόπουλο, τραμπολίνο. Ήταν ο προπονητής τραμπολίνου μου. Εκεί, πολύ ιδρώτας! Δηλαδή, είχα βάλει το κεφάλι κάτω και δεν…
Πέρασα εφηβεία πολύ πειθαρχημένη. Και μοναχική. Είχα βάλει στόχο και πήγαινα προς τα εκεί, ας πούμε. Ντάξει, ήμουνα και μικρός, οπότε σκεφτόμουνα μόνο την Ιθάκη. Δεν έβλεπα το ταξίδι.
Ήτανε το καλοκαίρι του '07, γινόντουσαν οι οντισιόν τον Ιούνιο. École Supérieure des Arts du Cirque, στις Βρυξέλλες. Full στήριξη από ‘κει απ’ τους γονείς: νοικιάζουμε ένα multivan, μπαίνουν όλοι μέσα και φεύγουμε, πάμε Βέλγιο! Κι εγώ πηγαίνω και κάνω την οντισιόν. Δεκαοχτώ χρονών εγώ, πιτσιρικάς ψαρωμένος, αλλά και full μέσα στη δυναμική.
Η πρώτη φάση έκανες γενικά ακροβατικά εδάφους, ευλυγισίας, ενδυνάμωσης. Αν πέρναγες τη φάση αυτή έκανες τραμπολίνο, αν πέρναγες τη φάση αυτή παρουσίαζες το κομματάκι που είχες ετοιμάσει, ο καθένας είχε ένα δικό του σόλο. Ε, στο τραμπολίνο ήμουν από τους πιο καλούς. Το είδαν αυτό προφανώς η σχολή εκεί πέρα κι είπανε: «Αυτός μπορεί να ασχοληθεί με τραμπάλα». Μου γνωρίζουνε άλλους δυο συντρόφους, τον Αντόνιο και τον Ράφαελ και μας λένε: «Εσείς οι τρεις θα ξεκινήσετε την ειδικότητα που λέγεται κορεάτικη τραμπάλα».
Δεν είχα ξαναναπηδήσει ποτέ, δεν είχα κάνει άλματα σε τραμπάλα. Και στην αρχή σου παίρνει, ουφ... κάνα δίμηνο; Όταν είσαι κι αρχάριος με αρχάριο δε μαθαίνεις, το άλμα δε μαθαίνεται εύκολα. Τρως γόνατα, τρως μέσες, πέφτεις ξανά-ματά... εδώ γεμάτο περιοστίτιδες το καλάμι... Είχαμε τον Γιούρι, έναν Ρώσο προπονητή, σκληροπυρηνικό. Πολύ καλός, έτσι φημισμένος, αλλά εντάξει, πολύ κλασικός ματσό Ρώσος προπονητής, ας πούμε. Πολύ δύστροπος άνθρωπος. Εκεί, μου άνοιξαν πολύ τα μάτια. Έμαθα γαλλικά, αλλά βιωματικά τα έμαθα τα γαλλικά. Έπεσα στα βαθιά. Για έξι μήνες, δηλαδή, είχα πονοκέφαλο συνέχεια, στο να προσπαθώ να καταλάβω τις συζητήσεις, να γίνω ένα. Έκατσε καλά η φάση και με τα άλλα δύο παιδιά.
Σπουδάσαμε μαζί, έτσι μεγαλώσαμε μαζί, και κάνουμε κολεκτίβα, ομάδα.Την ομάδα μας, λοιπόν, που είχαμε ιδρύσει, λεγόντουσαν Acrobarouf. Στα γαλλικά το barouf είναι ο θόρυβος, ο ήχος που γίνεται είτε σε κλειστούς χώρους, όταν είναι στο μπαρ, όταν πολύς κόσμος μιλάει πάρα πολύ δυνατά. Αυτός ο θόρυβος, λοιπόν, Acrobarouf. Και για εννιά χρόνια, πήγαμε, κάναμε φεστιβάλ δρόμου στην Ευρώπη, σε πολλά μέρη, κάναμε καμπαρέ στη Γερμανία…
Είναι άλλη φάση, στο τσίρκο. Δεν υπάρχει τόσο πολύ ο ατομικισμός, όπως υπάρχει στον χορό. Στο τσίρκο, υπάρχει αυτό το ωραίο του νομά, που είναι σαν μία μεγάλη οικογένεια κι είτε είσαι σε τροχόσπιτα, σε καραβάνια, έχεις τη σκηνή τσίρκου σου, είτε παίζεις σε εθνικές σκηνές, υπάρχει όμως αυτή η έννοια της οικογένειας, της κολεκτίβας. Έχεις μία διαφορετική ψυχολογία. Δεν πλέεις σε νερά ωκεανού, που είσαι μόνος σου και πρέπει, έχει μπει τόσο ελεύθερη έννοια, η έννοια της ελεύθερης αγοράς, του ανταγωνισμού. Στο τσίρκο αν είσαι καλός, μπορείς να ζήσεις από αυτό, έξω.
Το βασικότερο μέλημα ήταν ο τραυματισμός, ένα χτύπημα που να σε έβγαζε εκτός για αρκετό καιρό. Είχαμε ένα ρητό πριν ξεκινήσουμε μία παράσταση με τους Acrobarouf, λέγαμε: «Ouf ! Ouf ! Ouf ! Acrobarouf ! Une chose importante : Pas de blessures, jusqu'à la fin !» Μπορεί να υπήρχε τώρα δύο χιλιάδες κόσμος έξω, να γινότανε βαβούρα, εμείς έπρεπε να μπούμε σε μια ψυχολογία πολεμιστή... Και λέγαμε πάντα, κάθε φορά πριν ξεκινήσουμε: «Το σημαντικότερο είναι να τη χαρούμε αυτή την παράσταση, γιατί το κάνουμε αυτό από χαρά. Να μείνουμε ακέραιοι και να μην τραυματιστούμε, μετά από αυτήν την παράσταση».
Ήμουνα είκοσι ένα-είκοσι δύο, όταν το Τσίρκο του Ήλιου επικοινώνησε μαζί μας, για μία καινούργια παραγωγή. Είχαμε, ας πούμε, πλεονεκτική θέση να επικοινωνήσει το Τσίρκο του Ήλιου μαζί μας. Κι αποφασίσαμε να υπογράψουμε συμβόλαια και να φύγουμε δηλαδή από την Ευρώπη, να φύγουμε για δύο ή τρία χρόνια, μαζί τους.
Δεν πολυ-καταλάβαμε τη διάσταση, στην αρχή, αυτής της επιλογής. Στο Μόντρεαλ δουλεύανε τότε δυόμισι χιλιάδες κόσμος στις εγκαταστάσεις! Δηλαδή, τεράστια φάμπρικα τσίρκου. Φτάνουμε εκεί πέρα, μας πήρε μια εβδομάδα, περίπου, στο να βρούμε λίγο τον προσανατολισμό μέσα στον λαβύρινθο αυτό. Σου λέω ήταν τεράστιος! Τεράστιος!
Η παραγωγή που καθίσαμε, λοιπόν, στο Τσίρκο του Ήλιου, ήτανε η Amaluna. Κάναμε περίπου τριακόσιες εξήντα παραστάσεις τον χρόνο. Κάναμε διπλές παραστάσεις και μονές, γύρω στις οχτώ με δέκα παραστάσεις, όταν υπήρχαν πάρα πολλή ζήτηση, τη βδομάδα.
Το chapiteau, η τέντα, η σκηνή του Τσίρκου του Ήλιου είναι πολύ όμορφη. Που μιλάμε για σκηνή τσίρκου δυόμισι χιλιάδες άτομα! Δεκαπέντε μέτρα ύψος, είκοσι μέτρα ύψος... συνειδητοποιήσετε λίγο τη διάσταση αυτού του πράγματος, του τιτάνα που είχανε δημιουργήσει εκεί πέρα. Είναι… Ανεβαίνεις πάνω στη σκηνή και δημιουργείται έτσι… σαν να σταματάει κάπως ο χρόνος. Μεγάλη εμπειρία αυτό.
Καθίσαμε σχεδόν οχτώ-εννιά μήνες. Κι αποφασίσαμε κάποια στιγμή να το ολοκληρώσουμε και να έρθουμε Ευρώπη, και να κάνουμε με τον δικό μας ρυθμό, να στήσουμε μία παράσταση δρόμου. Και πήγε πολύ καλά, μπορώ να πω.
Εγώ μετά γνώρισα τη Μάγια, τη γυναίκα μου, η οποία είναι από την Ελβετία κι έτσι, στήσαμε τη ζωή μας μαζί. Κάναμε δύο παιδάκια, αυτό είναι το μεγαλύτερο δώρο. Κάναμε και κάποιες παραγωγές μαζί, που ήταν έτσι πολύ ωραίες αυτές. Είναι σαν τα παιδιά, μεγαλώνουνε όσο μεγαλώνουμε κι εμείς. Να βλέπεις πώς το σώμα γερνάει, πώς μεγαλώνει και πώς μπορεί αυτό πάλι να το επικοινωνήσεις, με διαφορετικό τρόπο.
Έχουμε παίξει σε απίθανα μέρη. Ένιωθα σε πάρα πολλά μέρη, ας πούμε, πληρότητα.
Όταν έρχεται ο άλλος και σου σφίγγει το χέρι, είτε θέλει να σου πάρει μία φωτογραφία είτε να σου πει: «Παιδιά, αυτό που κάνετε είναι φοβερή τέχνη. Με άγγιξε, με, με…» νιώθεις, νιώθεις πληρότητα. Υπάρχουν και στιγμές που έχεις παίξει για δεκαπέντε άτομα και δυο κουτάβια, ξέρω ‘γώ. Κι εκεί λες, ρε παιδί μου, μετά από συνθήκες που έχεις κάνει ταξίδι, έχεις φέρει, έχεις στήσει, έχεις ξεστήσει, πρέπει να φύγεις αυθημερόν να πας Παρίσι... Παρόλα αυτά το κάνεις και λες κι εκεί, μόλις τελειώνει μία παράσταση που μπορεί να πήγε και χάλια, λες: «Κι αυτό αξίζει! Γνωρίζουμε γιατί το κάνουμε», ας πούμε.
Αυτή η ζωή του καλλιτέχνη είναι καθαρά μία σφραγίδα, είναι μια δήλωση ότι: «Εμείς έτσι μπορούμε και ζούμε. Έτσι θέλουμε να ζήσουμε». Ένας καλλιτέχνης, ενδεχομένως, δεν αποφασίζει. Δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτό.