Λοιπόν, εγώ γεννήθηκα στο Δαράτσο την 1η Νοεμβρίου του 1926. Έζησα ωραία παιδικά χρόνια, ήμαστε μια πολυμελής οικογένεια, εννιά παιδιά. Πέντε κορίτσια και τέσσερα αγόρια. Aλλά δεν πεινάσαμε ποτέ, είχαμε το ψωμάκι μας, ό,τι θέλαμε.
Μετά, ήρθε κι ο πόλεμος. Το ’40, πήγανε τρία μου αδέρφια στον πόλεμο. Σκοτώθηκε ένας στην Αλβανία, είκοσι επτά χρονών ήτανε. Τέλειωσε η Αλβανία, μπήκαν οι Γερμανοί. Ναι, οι Γερμανοί επέσανε.
«Ο μήνας είχε 20 κι η μέρα ήταν Τρίτη
που πέσανε οι Γερμανοί, στο νησί της Κρήτης.
Την Τρίτη το ξημέρωμα, οπλιταγωγά φανήκαν
και σ’ όλα τα περίπτερα τους Γερμανούς αφήναν
και με τα πολυβόλα τους τον θάνατο σκορπούσαν...»
Εγώ τώρα, μου φάνηκε ένα ωραίο πράγμα που έβλεπα τα αλεξίπτωτα! Δε φοβόμουνα, δε ξέραμε ούτε τι είναι οι αλεξιπτωτιστές. Βόμβες, πολυβόλα τα αεροπλάνα... Κράτησε αυτό δυο μέρες συνέχεια, τρεις... να πέφτουν οι Γερμανοί...
Ένας Νεοζηλανδός --και θυμάμαι, παιδιά μου, και τον λέγανε David-- αυτός στεκότανε στην πόρτα του καταφυγίου και μας φύλαγε. Μια στιγμή, βλέπουμε έναν αλεξιπτωτιστή κι έπεφτε, εκατό μέτρα από το καταφύγιο που ήμαστε. Και κατεβάζει το πολυβόλο, του παίζει, τον σκοτώνει. Το αλεξίπτωτο σκέπασε όλη την ελιά κι αυτός κρεμόταν, σκοτωμένος. Σαν να τα βλέπω αυτή τη στιγμή, αλήθεια σού λέω. Πηγαίνει ο Νεοζηλανδός αυτός, του παίρνει το πολυβόλο που κρατούσε και του παίρνει κι ένα σακίδιο που κρατούσε γεμάτο σοκολάτες, μπισκότα, τα κρατούσε, ξηρούς καρπούς... και μας το φέρνει στο καταφύγιο και μας είπε αυτός: «Τα παιδιά, όλοι, να φάτε απ’ αυτά».
Μετά όμως είπανε πρέπει να φύγουμε απ’ τα σπίτια μας, να εγκαταλείψουμε το χωριό. Και ξέρεις, πήγαμε στους Αγίους Αποστόλους, είχανε σπηλιές, ωραία, εκεί είχανε αποθήκες, οι Νεοζηλανδοί. Τρόφιμα, μέλια, μπισκότα... Ε, μετά τρεις μέρες, έρχονται τρεις Γερμανοί και μας λένε ότι: «Τώρα μπορείτε να γυρίσετε στα σπίτια σας». Όλη η Κρήτη έπεσε στα χέρια των Γερμανών.
Όσο πηγαίναμε με τα πόδια στο σπίτι μας, δε θα ξεχάσω όμως τα πτώματα που ήτανε στους δρόμους... στις ελιές από κάτω, κρεμότανε απ’ τα αλεξίπτωτα οι Γερμανοί. Κόσμος σκοτωμένος, παιδί μου! Νεοζηλανδοί, Γερμανοί αμέτρητοι, πάρα πολλοί...
Κι όταν πήγαμε σπίτι μας, ήτανε δυο Γερμανοί. Στην αποθήκη είχε ο πατέρας μου, πάντα έβανε πολύ κρασί. Κι ήτανε στο βαρέλι και μόλις μας είδανε, φωνάξαν τον μπαμπά μου, του λένε ποτήρι, να πιούνε κρασί. Πήγε ο πατέρας μου μέσα, πήρε ένα ποτήρι, τους βάζει. Και του λένε: «Πρώτα θα πιείς εσύ και μετά εμείς!» Γιατί φοβηθήκανε μήπως έχει τίποτα δηλητήριο. Ερχότανε παιδιά κάθε μέρα, γεμίζανε παγούρια, μέχρι που αδειάσαν το βαρέλι!
Όλοι αυτοί τώρα οι Νεοζηλανδοί, Αυστραλοί, οι δικοί μας Έλληνες, τους είχανε στρατόπεδο, αιχμαλώτους. Κι ήταν η εποχή που ήταν τα σταφύλια τότες και κόβαμε πολλά σταφύλια και τα πηγαίναμε στους αιχμαλώτους. Και μια μέρα, όπως περνούσα απ’ το στρατόπεδο, άκουσα έναν Νεοζηλανδό --αυτόν τον λέγανε Les, θυμάμαι το όνομά του--: « Καρίκλεια, Καρίκλεια!» «Αχ, βρε Les», του λέω, «είσαι αιχμάλωτος;» κι έπιασα δυο σταφύλια, να του τα δώσω. Κατεβάζει το πολυβόλο ο Γερμανός ο σκοπός... θα με σκότωνε, αλήθεια! Τόση λύσσα, με ύβριζε! Δε θέλανε να δώσουμε τίποτα στους Νεοζηλανδούς. Στους δικούς μας να δώσουμε, όχι στους ξένους. Και φώναζε αυτός ο καημένος, τους φώναζε: «No, μην τη σκοτώσεις!»
Κι είχα κι έναν πρώτο ξάδερφο, του πατέρα μου τ’ αδερφού γιος, αξιωματικός της αεροπορίας και πιλότος, και τον είχαν πιάσει και τον είχαν βάλει εκεί μέσα. Ο διοικητής του στρατοπέδου, Γερμανός, είχε μια σκηνή μες στο αμπέλι μας και μας καλομιλούσε, ήξερε και λίγα ελληνικά. Αλλά φαίνεται να ‘τανε και καλούτσικος, δε θα ‘τανε πολύ αυστηρός. Και μια μέρα του ‘παμε ότι... ότι έχομε έναν αδελφό μας, είναι αιχμάλωτος, τον έχουνε εδώ κι αν μπορούμε να του πηγαίνουμε ώντε θέλουμε φαΐ, ρούχα κι αυτό. Και μας είπε: « Εγώ θα παίρνω τον φρουρό», τον Γερμανό, «να σας αφήνει, να τον βγάζει έξω, να του δίνετε».
Αυτό έγινε δυο μέρες. Την τρίτη μέρα που πήγαμε, μας λέει: «Αύριο που θα ‘ρθετε, θα κρατάτε πολιτικά ρούχα κι εγώ θα ειδοποιήσω τον φρουρό, θα τον βγάλει έξω να μιλήσετε. Θα τον πάρετε, θα τον ντύσετε με τα πολιτικά ρούχα, όλα, και θα τον πάρετε να φύγετε». Ήταν καλοσύνη, ε; Δεν ήταν καλοσύνη; Ποιος; Ο διοικητής του στρατοπέδου, ο Γερμανός! Μεγάλη χάρη!
Πάλι μια μέρα, μετά λίγες μέρες, ήταν τσούρμα Νεοζηλανδών, δέκα-δεκαπέντε άτομα ήτανε. Είχανε ψηλά τα χέρια με στρατιωτική στολή όπως ήτανε, το’ χαν... είχαν φύγει απ’ το στρατόπεδο. Από το σπίτι μας, απ’ τη μια πόρτα, απ’ τον δρόμο που περνούσανε, είχαμε το παράθυρο κι έβλεπα. Κι ήταν απ’ έξω ένα βαρέλι γεμάτο νερό με τόσα σκουλήκια! Παίρναν έτσι και τα βάζανε. Ζέστη! Ιούνιος, Ιούλιος, ζέστη! Τους λυπήθηκα!
Λίγο πιο πάνω ήταν ένα... μία στέρνα. Παίρνω έναν κουβά με σχοινί και τρέχω. Η μάνα μου να με…. «Που πας βρε, θα σε σκοτώσουνε! Δε βλέπεις τ’ αεροπλάνα;» Συνέχεια πολυβολούσαν. Εγώ τους λυπήθηκα. Πήγα, πάω, τους πάω στη στέρνα, εκεί. Μια στιγμή παιδιά περνάει ένα αεροπλάνο, φαίνεται τους είδε, τόσο χαμηλά... Και πολυβόλα! Ιι σφαίρες πέφτανε γύρω-γύρω! Κι αυτοί, οι κακόμοιροι, φοβηθήκανε μη σκοτωθώ. Κάμανε ετσά ένα καταφύγιο, έτσι τα χέρια τους κι οι δεκαπέντε, και με βάλαν από κάτω. Και μου λέει: «Εμείς να σκοτωθούμε, όχι εσύ!» Εφύγανε και μου πετούσαν φιλιά! «Αδελφή, ‘φχαριστούμε!» Με ‘φχαριστούσανε, δηλαδή. Ευχαριστηθήκανε μόνο που τους πήγα κι ήπιανε νερό.
Μετά που φύγανε οι Νεοζηλανδοί κι αυτό, μας επιτάξανε ένα μεγάλο δωμάτιο. Καθόντουσαν τέσσερις στρατιώτες. Κι ένα μεσημέρι, χτυπά η μεσόπορτα κι ανοίγει ο μπαμπάς μου και μπήκε ένας Γερμανός. Κι άνοιξε ο Γερμανός, μας είδε και τρώγαμε.
Τρώγαμε σκέτα χόρτα, ελιές και κρεμμύδι, δεν είχαμε ψωμί, καθόλου. Στάθηκε έτσι λίγο κι έβλεπε και λέει του μπαμπά μου: «Baba, mama, nichts ψωμί;» Του λέει ο μπαμπάς μου: «Δεν έχομε». Μπαίνει μέσα και λέει στους άλλους τρεις, λέει: «Εμείς είμαστε τέσσερις, παίρνουμε τέσσερις σαΐτες», «κουραμάνες» τις λέγανε αυτοί. «Να τρώμε τις τρεις και να δίνουμε στα πίκουλα», πίκουλα μάς λέγανε, «στα πίκουλα;» λέει, που μας είδανε και τρώγαμε χόρτα και δεν είχαμε ψωμί.
Συμφώνησαν κι οι άλλοι τρεις και κάθε μέρα, κάθε μεσημέρι που παίρνανε τέσσερις σαΐτες, μας δίνανε μία σαΐτα ψωμί. Κι έστω, τρώγαμε μία φέτα ψωμί με τα χόρτα.
Θέλω να πω για την καλοσύνη, που ήταν Γερμανοί. Που να ‘ταν άλλοι «άστους», να πει. Ήτανε όμως και μερικοί δηλητήριο, δε σου λέγανε, να σε δούνε δε θέλανε. Αυτοί, κι οι τέσσερις ήταν πάρα πολύ καλά παιδιά, δε μας κακομεταχειριστήκαν. Ούτε να μας υβρίζουνε, τίποτα.
Αλλά αυτός ο Αλφρέντος, ειδικά από τους τέσσερις, ήτανε ο πιο εκλεκτός. Κάθε εβδομάδα ένα πακέτο «τόσο» του στέλνανε γεμάτο με γλυκά, διάφορα, ό,τι οι Γερμανοί τρώγανε. Μόλις τ’ άνοιγε γέμιζε ένα πιάτο, ένα δισκάκι τόσο, να φέρει στα πίκουλα, να φάμε κι εμείς. Κάθε εβδομάδα που θα... μας έφερνε. Σαν να μας λυπότανε. Αυτός ο Αλφρέντος έκλαιγε κι έλεγε: «Αυτός ο Χίτλερ, τι ήθελε να μας φέρει», λέει, «να καταστρέφουμε τα παιδιά εδώ του κόσμου;» Το ‘πε καθαρά, μας λυπήθηκε, βλαστημούσε γερμανικά τον Χίτλερ!
Πολλές στεναχώριες τραβήξαμε. Κάμανε πολλές εκτελέσεις. Εκτελέσεις. Εβδομήντα! Δέναν έναν-έναν, τους δέναν τα μάτια και τους εκτελούσανε. Μάλιστα ένας, πήγε ο Γερμανός να του δέσει τα μάτια: «Δε θέλω!» του λέει και του παίζει και μια κλωτσιά του Γερμανού και τον πετά δυο-τρία μέτρα, γιατί ήτανε κατηφόρα. Αυτόν, τον κάμανε κομμάτια στον στύλο. Επειδής κλώτσησε το Γερμανό.
Άλλη μια φορά μαζεύαμε, κοντά στην Αγιά, σ’έναν δρόμο, είχαμε κάτι ελιές. Και περνούσε ένα μαύρο κατάμαυρο αυτοκίνητο, κλειστά παράθυρα, όλα. Μια στιγμή ακούσαμε φωνές. ‘Αλλοι τραγουδούσανε «Σε γνωρίζω από την κόψη», άλλοι φωνάζανε: «Παιδιά μου! παιδιά μου!» Άλλος φώναζε τη γυναίκα του... Τ’ ακούσαμε γιατί ήμαστε δίπλα, στον δρόμο. Τους πηγαίνανε να τους εκτελέσουνε. Δεν πέρασε, παιδιά, ένα τέταρτο από κει που μαζεύαμε, κι ακούσαμε τα πολυβόλα. Στο Πατελάρι;
Εκεί κάπου τους εκτελέσανε αυτούς. Δηλαδή, γίνανε πολλά. Ένα Γερμανό σκοτώνανε, δέκα δικούς μας. Είπα, εγώ αυτούς που γνώρισα στα σπίτια μας, ήταν άνθρωποι. Δηλαδή, μας προστατεύανε κανονικά.
Θα κάτσαν δυο χρόνια στα σπίτια μας, πρέπει να κάτσανε. Ε, ήρθε η συνθηκολόγηση, αυτό, εφύγανε. Αυτός ο Αλφρέντος πριν φύγουνε, μου λέει:
«Καρίκλεια, Baba, να σας βγάλω μια φωτογραφία». Κι όπως καθότανε ο μπαμπάς μου, τον αγκάλιασα και μας πήρε μια φωτογραφία.
Ύστερα από σαράντα πέντε-πενήντα χρόνια; Πιστεύω να ‘τανε το ΄85 με το ΄90. Εγώ παντρεύτηκα, έκαμα παιδιά, είχα εγγόνια. Μια κυρία εδώ, μου φωνάζει: «Βρε Χαρίκλεια, κάποιος κρατά μια φωτογραφία και σαν να είσαι εσύ με τον μπαμπά σου.
Και σας ζητά, σας θυμάται», λέει, «στον πόλεμο». «Αχ», κάνω, «ο Αλφρέντος!» Ήτανε με πολύ κόκκινα μαλλιά και πολλές φακίδες.
Ήρθε μετά από τόσα χρόνια, κράταγε τη φωτογραφία, να ‘ρθει, λέει, να μας δει. Αν σου πω την αλήθεια έκλαιγε, τόσο ‘τρέχαν τα μάτια του. Κι είχε κι έναν διερμηνέα μαζί του και μας έλεγε: «Πόσο σας αγάπησε αυτός ο άνθρωπος, όλη την οικογένεια…» Έκατσαν, τους περιποιήθηκα, δεν ξέρω τι και τι, ό,τι είχα. Ναι. Ε, μας χαιρέτησε, έφυγε. Και κράταγε τη φωτογραφία και μου την άφησε μετά κιόλας και την έχω. Του χρόνου έρχεται με το γιο του, με τη γυναίκα του.
Έξι χρόνια ερχότανε. Κάθε Πάσχα και Χριστούγεννα μάς έστελνε, έχω κάρτες, γράμματα, με τόση αγάπη... Ε, μετά χάσαμε. Ούτε αλληλογραφίες, ούτε τηλέφωνα έπαιρνε, ε, θα ‘τανε εκατό χρονών, πέθανε. Ε, αυτό, εκεί σβήνει ο πόλεμος.