ΚΑΘΕ ΤΑΤΟΥΑΖ, ΜΙΑ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΚΑΘΕ ΤΑΤΟΥΑΖ, ΜΙΑ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
Περιγραφή
Το πρώτο τατουάζ το έκανε στον εαυτό του, σε ηλικία μόλις έντεκα χρονών. Ο Σπύρος Αγάθος, ο παλαιότερος tatoo artist της Κέρκυρας, σε ένα ταξίδι από ανεξίτηλο μελάνι.
Φίλτρα
Συντελεστές
Έρευνα
- Μαρία Μακρή
Αφήγηση
- Σπύρος Αγάθος
Δημιουργία Podcast
- Μάγια Φιλιπποπούλου
Σχεδιασμός Ήχου
- Γιώργος Ραμαντάνης
Επεξεργασία Ήχου
- Δημήτρης Παπαδάκης
Σκηνοθεσία Βίντεο
- Black Dogs Productions
Λέγομαι Αγάθος Σπυρίδων. Μεγάλωσα στο χωριό Λιαπάδες, βασικά μέσα σ’ ένα παντοπωλείο με κόσμο που είχε ο παππούς μου.
Ήμουνα λίγο «κακό παιδί»... Με μαλώναν συνέχεια! Αν ξεκινήσουμε από σκανταλιές τώρα... ‘ντάξει, δε θα τελειώσουμε ποτέ! Μάζευα χρήματα πετώντας τα καπέλα από τους γέρους στο χωριό! Τους έλεγα αν δε μου δώσουν μία δραχμή, θα τους πετάξω το καπέλο στα κεραμίδια. Κι όταν με έβλεπαν, μου δίναν μία δραχμή, από μόνοι τους.
Φυσικά, έτρωγα ξύλο κάθε μέρα... Είχα πάει και στην εκκλησία γραμματικούδι και με διώξαν κι από κει. Γιατί; Γιατί μασούσα χαρτοπετσέτα και βούλωνα τα καμπανάκια από το θυμιατό του παπά!
Και μεγαλώνοντας, οι γονείς μου θέλαν, νομίζαν οπού το μέλλον, ας πούμε, είναι να μάθω παντοπώλης, να είμαι παντοπώλης. Kάτι που εγώ δεν το ήθελα ποτέ, ας πούμε.
Με έπαιρνε η μάνα μου στη λαϊκή, να μάθω να αγοράζω τελάρα ντομάτες. «Εδώ», μου ‘λεγε, «θα ‘ναι η δουλειά. Έχει καλά λεφτά, εμείς έχουμε κάνει περιουσία από αυτό» κι έτσι. Κάτι που εγώ, δε με ενδιέφερε τίποτα.
Έβλεπα τον πατέρα μου πάντα, μικρός που τον θυμάμαι, ας πούμε, που είχε πάνω του σχέδια, τατουάζ, που ήταν ναυτικός και τα έκανε στην Ιαπωνία. Και μου άρεσαν πάρα πολύ. Δεν ξέρω αν μου άρεσαν πάρα πολύ ή μου άρεσαν ακόμη πιο πολύ επειδή δεν άρεσαν στη μάνα μου, που μου πήγαινε πάντα κόντρα! Αλλά ήταν κάτι που μ’ ενθουσίαζε, ρε παιδί μου, κάτι όπου ήθελα κι εγώ να το δοκιμάσω, να κάνω ένα πάνω μου να έχω κι εγώ, όπως είχε ο πατέρας μου.
Είχα μάθει, που άκουγα που το κάνανε έτσι, με ξυλαράκι και βελόνια. Κι είχα πάρει κάποια στιγμή ένα ξυλαράκι, είχα δέσει κάποια βελονάκια με κλωστή, τα βουτούσα στο χρώμα κι έκανα το πρώτο τατουάζ, έντεκα χρονών, επάνω μου. Αυτό, στο χέρι, εδώ, στον πήχη. Είχα κάνει έναν σκορπιό μ’ ένα λουλουδάκι, με μία καρδούλα… έτσι, ό,τι μου ερχόταν, αρκεί να το έχω.
Έτρωγα για ένα μήνα ξύλο, που το έχει δει η μάνα μου! Γιατί έντεκα χρόνων τώρα, ξέρεις… Μέχρι που είχα απελπιστεί και της είπα: «Όσο και να με βαράς, αυτό δε βγαίνει! Δε φεύγει! Οπότε», λέω, «και μέχρι είκοσι χρονών να πάω και να με βαράς, μέχρι είκοσι χρονών θα το έχω! Δεν υπάρχει περίπτωση να φύγει με κλωτσιές και με παντοφλιές!»
Και μετά μου άρεσε η διαδικασία πολύ και στην τσέπη μου είχα ένα μπουκαλάκι χρώμα, μία σινική μελάνη που ‘χα πάρει από ένα βιβλιοπωλείο, βελονάκια, αυτά κι όποιον έβρισκα στην ντίσκο στην Παλαιοκαστρίτσα τότε κι έτσι, του ‘λεγα: «Έλα να σου κάνω ένα τατουάζ». Δούλευα στην παραλία, ας πούμε, κι όποιος ήταν εκεί του ‘λεγα: «Έλα να σου κάνω ένα τατουαζάκι, ένα αυτό». Τα βελόνια τα ‘καιγα με τον αναπτήρα, ας πούμε, για υποτιθέμενη τώρα απολύμανση κι έτσι. Δεν υπήρχαν κλίβανοι, δεν υπήρχαν… Κι ευτυχώς, δεν έπαθε ποτέ κανείς τίποτα! Ευτυχώς!
Ήταν πολύ συγκρατημένα τα πράγματα τότε. Θέλαν πολύ λίγοι και σε σημεία που να μην είναι εμφανή, ας πούμε. Να μην τα δει ο πατέρας, η μάνα και γίνει χαμός.
Ντάξει, υπήρχε λίγο πρόβλημα τότε με τα tattoo. Εγώ, βασικά, ας πούμε, που είχα κάνει αυτό, είχα χτυπήσει στην μπάλα που παίζαμε ποδόσφαιρο εκεί στο χωριό, στο γήπεδο, και μου είχε πει ένας γιατρός, ας πούμε: «Εσύ που έχεις το τατουάζ» --κι ήταν κι η μάνα μου εκεί από πάνω-- μου λέει, «τι είσαι; Ναυτικός ή φυλακόβιος;»
Το 1992-1993, έκανα παρέα με ένα παιδί απ’ τους Κανακάδες όπου του άρεσαν κι αυτού τα τατουάζ και λέμε: «Δεν πάμε να κάνουμε ένα μαγαζάκι, έτσι ένα… να κάνουμε κανένα tattoo;»
Ήθελα να πάω στην Ιταλία να πάρω κάποια μηχανάκια κι είχα τρακάρει στον δρόμο.
Είχα τρακάρει με το αμάξι μ’ ένα φορτηγό. Κι είχα μπροστά στο ταμπλό όλα τα χρήματα τότε, που είχα αλλάξει από ελληνικά σε λιρέτες ιταλικές. Κι οι λιρέτες οι ιταλικές ήταν πακέτα, ήταν… φαινόντουσαν πολύ χρήμα. Και τράκαρα με το φορτηγό και γέμισε ο δρόμος χρήματα! Και πέτυχε ένας ξάδερφός μου εκεί και καθόμαστε και μαζεύαμε τα χρήματα από τον δρόμο. Ήμουνα εκεί, εκεί! Ήτανε… πώς είναι το άλογο που του έχεις κλείσει τα μάτια και βλέπει μόνο μπροστά; Με αυτό το θέμα, το τατουάζ κι έτσι, ήμουνα εκεί!
Έχουν αλλάξει οι εποχές. Πρώτα είχες επαφή με τον κόσμο, ερχόταν στο μαγαζί, έψαχνε σχέδιο, του έδειχνες εσύ τα σχέδια που είχες, κάτι που δεν υπάρχει τώρα.
Τώρα κάθεται ο καθένας, ψάχνει στο ίντερνετ, βρίσκει ένα σχεδιάκι που του αρέσει…
Κι αυτό είναι πρόβλημα, φυσικά. Γιατί βρίσκουν όλοι σχεδόν τα ίδια όταν μπαίνουν σε οτιδήποτε, ας πούμε, και πολλές φορές τυχαίνει να κάνεις το ίδιο τατουάζ σε δέκα άτομα! Γιατί το έχουν βρει κι οι δέκα. Ή ο άλλος μου ‘φερε κάτι σύμβολα κινέζικα. Λέω: «Τι είναι αυτά;» Μου λέει: «Δεν ξέρω». «Κάτσε», λέω, «να τα βρω εκεί».
Και τα βρίσκω και το ένα ήτανε «καράβι», τ’ άλλο «γουρούνι», τ’ άλλο «βόδι» και τ’ άλλο «σκύλος»! Λέω: «Ρε φίλε, αυτά σημαίνουνε». Μου λέει: «Δε με ενδιαφέρει, τα σύμβολα μου αρέσουνε!» «Εντάξει, περί ορέξεως, πίτα με κολοκύθι!» του λέω.
Πολλοί μου λένε αν πονάει και πόσο πονάει. Λέω: «38». Μου λέει: «Τι 38;» «Σαν τον πυρετό», λέω. Πώς μπορούμε να μετρήσουμε τον πόνο; «Ξέρω εγώ», λέω, «τι να σου πω; 38, 39...» Οι γυναίκες δεν έχουνε σχεδόν καθόλου πρόβλημα. Δηλαδή, έχει τύχει να κάνω το ίδιο τατουάζ σε ζευγάρι και το έκανε η γυναίκα κι η κοπέλα, ας πούμε, και μου ‘λεγε: «Γαργαλιέμαι!» Κι ο άντρας, λιποθύμησε... Κατά 99,9% λιποθυμάνε μόνο άντρες. Οι γυναίκες το κάνουνε άνετα. Για να σε κάνω να καταλάβεις, στους άντρες ξεκινάω επιφυλακτικά. Αγγίζω λιγάκι, κάνω μια γραμμούλα σιγά... Σε γυναίκες, ξεκινάω κανονικά. Γιατί ξέρω, δε θα μου κουνηθεί, δε θα κάνει τίποτα, αντίδραση καμία.
Χαίρομαι πολύ να τα φτιάχνω. Οτιδήποτε έχει λεπτομέρεια, κάποια σε στυλ μαντάλα, που έχει λεπτομέρεια, έχει εναλλαγές, έχει γραμμές, σκιές και πρέπει να το τονίσεις... Το σήμα του Ολυμπιακού είναι το μόνο σήμα στη ζωή μου που μισώ από μικρό παιδί. Και το σήμα του Ολυμπιακού, όποιος έρθει να το κάνω, δίνω όλη μου την προσοχή εκεί. Για να μη νομίζει που επειδή είμαι Παναθηναϊκός δεν του το ‘κανα καλό! Και το κάνω καλύτερα από του Παναθηναϊκού! Δηλαδή, φαντάσου όλοι, οι περισσότεροι στην Κέρκυρα που είναι Ολυμπιακοί, τους έχω κάνει εγώ το τατουάζ του… Λένε: «Πήγαινε εκεί, είναι βάζελος, αλλά πήγαινε σε αυτόν να στο κάνει!»
Κάθε τατουάζ είναι μια καινούργια ιστορία.
Κάποια στιγμή, μπαίνει μέσα μία φουριόζα κι έτσι και μου λέει: «Θέλω ένα πολύ μικρό τατουάζ και να κάνει “μπαμ!”» Λέω: «Να κάνουμε, να σου κάνω μία χειροβομβίδα μικρή και να γράψουμε από πάνω “μπαμ;”» Μου λέει: «Ναι!» Και το έκανε! Εγώ την κοιτούσα σα χαζός! Λέω: «Τι έγινε τώρα;» Ή η άλλη ήρθε και μου είπε, ας πούμε: «Θέλω να κάνω τατουάζ εδώ, στο πλάι, στην κοιλιά. Κι αν παχύνω και γίνω “τόση”», μου λέει, «τι να κάνω να μη χαλάσει;» Λέω: «Ό,τι και να κάνεις, θα χαλάσει». Μου λέει: «Ναι, άλλα εντάξει», μου λέει, «θέλω πολύ να το κάνω εδώ. Αλλά να μη χαλάει άμα γίνω “τόσο” χοντρή». «“Τόσο” χοντρή, άμα σκοπεύεις», λέω, «να γίνεις “τόσο” χοντρή», λέω, «δυο τατουάζ υπάρχουν να κάνεις». Μου λέει: «Τι;» Λέω: «Ή ένα ακορντεόν ή ένα ελατήριο! Αν τεντώσεις, να φαίνεται ή το ακορντεόν ανοιχτό ή το ελατήριο τεντωμένο!»
Δύο φίλες. Είχαμε κλείσει ραντεβού με μία κοπελιά για ένα σχέδιο. Ήρθε με μία φίλη της κι η φίλη της: «Όχι, μην το κάνεις, δε σου πάει, δεν είναι ωραίο, κάνε κάτι άλλο…» Και μετά από πολλή κουβέντα την έπεισε να κάνει κάτι άλλο. Ναι. Και μετά από μία εβδομάδα, ήρθε η φίλη της κι έκανε το σχέδιο που δεν έκανε η φίλη της! Την έπεισε να μην το κάνει. «Γιατί», λέω, «για να το κάνεις εσύ; Πολύ έξυπνο!» λέω, «Μπράβο!» λέω, «Εσύ θα προκόψεις!»
Σ’ έναν που του είχα κάνει ένα σπαθί με δύο δράκους στην πλάτη και μου ήρθε εδώ κλαίγοντας, ας πούμε, σαράντα χρονών... γιατί βγήκε η μητέρα του στο μπαλκόνι και του είπε: «Θα αυτοκτονήσω, αν δεν πας να το βγάλεις!» Κι ήρθε σώνει και καλά ένα Σαββάτο να του το βγάλω! Λέω: «Ρε φίλε, πώς να το βγάλω; Δε βγαίνει», λέω, «δεν το ξέρεις; Δεν είναι εις γνώση σου; Με laser». Μου λέει: «Και ποιος θα μου το πληρώσει αυτό;» Λέω: «Να στο πληρώσει η μάνα σου, για να μην πέσει!»
Παλιά, έκανα τα πάντα. Τώρα όχι. Ένας Ελληνοσκωτσέζος, καταγωγή εδώ από την Κέρκυρα, του έγραψα σ’ όλη την πλάτη «Αθάνατος». Μου λέει: «Γιατί εγώ κάνω κόντρες με τη μηχανή», μου λέει, «στη Σκωτία» κι έτσι κι αλλιώς… Λέω: «Και θα γράψεις “Αθάνατος”;» Μου λέει: «Έχω γλιτώσει εγώ…» λέει, «Δεν μπορεί να με πάρει μαζί του!» Έτσι, χαρακτηριστικά, μου έχει πει. Και του το έκανα. Και μετά από μία εβδομάδα ήρθε η αδερφή του και μου γύρευε τις φωτογραφίες από το τατουάζ που είχα κάνει, γιατί σκοτώθηκε... Κι ήρθε και πριν ένα μήνα να γράψει ένας κάτι τέτοιο παρόμοιο, για τη μηχανή του. Λέω: «Δε σου γράφω! Γιατί έτσι κι έτσι κι έτσι. Πήγαινε και κάντο αλλού! Εγώ», λέω, «με αυτά που έχω δει, δεν το κάνω αυτό πλέον!»
Είμαι ψυχολόγος. Ξεκινάει το τατουάζ και μέχρι να τελειώσει, έχω μάθει για όλη του τη ζωή. Αυτουνού και πολλές φορές και τον δικών του! Αυτή η δουλειά τους ξεκουμπώνει. Δηλαδή, προφανώς, σου λέει: «Αυτός μου κάνει κάτι πάνω μου που θα το έχω για μια ζωή!» Σου μιλάνε, μιλάνε...
Θυμάμαι μία κοπέλα που έχει μία εγχείρηση απ’ τον σβέρκο, από πάνω έως κάτω. Η εγχείρηση και τα ράμματα στο πλάι ήταν εμφανή, ήτανε... Κι η κοπέλα, από ό,τι μου είχε πει, βασικά μου είχε πει η μητέρα της, που είχε έρθει με τη μητέρα της, είχε πρόβλημα στο να δείχνει την πλάτη της ή να ‘ναι σε κάποια παραλία και να ‘ναι με το μαγιό. Φορούσε πάντα να ριχτάρι, ένα παρεό, ένα κάτι τέτοιο. Κι είχε έρθει και μου είχε πει η μητέρα της αν μπορώ να το κάνω να μη φαίνεται. Κι είχα τυπώσει εγώ ένα σχέδιο, της είχα βγάλει εγώ ένα σχέδιο ακριβώς πάνω στα σημαδάκι από τα ραψίματα και στην ουλή. Κι όταν το τελειώσαμε, το αποτέλεσμα ήτανε φανταστικό.
Κι είχε δακρύσει και μου ‘πε που με ευχαριστεί πολύ. Μετά είχε έρθει κι η μάνα της, μου λέει: «Σπύρο, τι να σου πω», μου λέει, «σε ευχαριστώ πολύ!» Λέω: «Εντάξει, τη δουλειά μου έκανα εγώ...» Μου λέει: «Όχι, αυτό δεν είναι δουλειά», μου λέει, «δεν μπορείς να φανταστείς για μας τι είναι!»
Τατουάζ δε μαθαίνεις ποτέ, εξελίσσεσαι κάθε μέρα. Κάθε τατουάζ είναι μία καινούργια ιστορία, ας πούμε, μία… κάτι. Δεν μπορείς να πεις: «Ξέρω τατουάζ». Δεν ξέρεις ποτέ, κάθε μέρα μαθαίνεις. Είναι σαν να με απορροφάει, σαν να με τραβάει σαν μαγνήτης, να ασχοληθώ, εκεί. Να... ξέρεις, να βγάλω αυτό που έχω εκεί, ρε παιδί μου. Αλλά το βγάζεις καλά, το βγάζεις δημιουργικά. Δηλαδή, πολλοί είναι όπου αυτά που έχουν στην ψυχή τους, που σου λένε όπως δουλεύεις εκεί, τα αποτυπώνουν πάνω τους.
Έχω κάνει σε πελάτη, ας πούμε, που ξεκίνησε το πρώτο του τατουάζ, εβδομήντα τεσσάρων χρονών! Έκανε το πρώτο τατουάζ και μου είχε πει: «Τους βλέπω μία ζωή στην πλατεία» --γιατί αυτός, το επάγγελμά του ήταν καροτσέρης με άλογο, είχε άμαξα-- μου λέει «και κουβαλάω ξένους και βλέπω τα χέρια τους, τα πόδια τους κι έτσι και ζηλεύω! Και ζηλεύω! Και λέω μία ζωή: “Θα κάνω κι εγώ! Θα κάνω κι εγώ!” Κι ήρθα να κάνω το πρώτο!» Και του έκανα το πρώτο τατουάζ, εβδομήντα τεσσάρων χρονών. Αλλιώς να σου το λέω τώρα με λόγια, αλλιώς να τον έβλεπες τι χαρά είχε που είχε το τατουάζ!
Είχα μάθει μετά που είχε πεθάνει, μετά από πέντε-έξι χρόνια. Είχε έρθει ο γιος του και μου είπε όπου πέθανε. Αλλά μου λέει: «Ήτανε όλη μέρα», μου λέει, «ο παππούς», μου λέει, «ήταν όλη μέρα και τα κοίταγε στον καθρέφτη! Μαζί με τη μάνα μου», λέει, «μαζί με τη μάνα μου. Και τα καμαρώνανε μαζί!»