ΔΙΔΥΜΕΣ ΑΔΕΡΦΕΣ ΧΩΡΙΣΤΗΚΑΝ ΣΤΗ ΓΕΝΝΑ
ΔΙΔΥΜΕΣ ΑΔΕΡΦΕΣ ΧΩΡΙΣΤΗΚΑΝ ΣΤΗ ΓΕΝΝΑ
Περιγραφή
Σε ένα χωριό της Καστοριάς τη δεκαετία του '60, γεννιούνται δύο δίδυμα κορίτσια και το ένα, δίνεται για υιοθεσία. Μεγαλώνοντας, η Ουρανία βάζει σκοπό να βρει τη χαμένη αδερφή της.
Φίλτρα
Συντελεστές
Έρευνα
- Νικολέτα Μπάκα
Αφήγηση
- Ράνια Φωτοπούλου
Δημιουργία Podcast
- Δάφνη Ματζιαράκη
Σχεδιασμός Ήχου
- Ιάσονας Θεοφάνου
Επεξεργασία Ήχου
- Ιάσονας Θεοφάνου
Σκηνοθεσία Βίντεο
- Μιχάλης Μπέκος
Ουρανία το βαφτιστικό μου. Το έχω λίγο γινάτι αυτό στη γιαγιά μου, το όνομα. Δε μου άρεσε ποτέ το Ουρανία. Όμως αργότερα, όταν μεγάλωσα, το εκτίμησα αρκετά. Της είχα πει μια φορά:
«Σε μισώ γι’ αυτό το όνομα που μου δώσανε!»
«Μα γιατί;» έλεγε, «είναι ωραίο όνομα, ορίστε, ολόκληρος ουρανός!»
Γεννήθηκα και μεγάλωσα σ’ ένα χωριό της Καστοριάς που λέγεται Επταχώρι, κοινότητα Αρρένων. Μικρό χωριό. Δε μας έλειπε τίποτα. Το φαγητό μας το είχαμε, είχαμε τα ζώα τότε, τυρί, γάλα, κρέας, όλα ήτανε δικά μας. Οι γονείς μου κάνανε οκτώ παιδιά. Τα εφτά είναι στη ζωή, είμαστε. Το ένα το χάσανε όταν ήτανε πολύ μικρό, από μηνιγγίτιδα, αν θυμάμαι καλά. Αυτά μου τα ‘λεγε η γιαγιά μου.
Θυμάμαι που ήμουν πολύ μικρή, μου ‘λεγε ότι: «Είχες και μια ακόμη αδελφή». Μου τα ‘λεγε όλα η γιαγιά μου. Η γιαγιά μας μεγάλωσε, όσα θυμάμαι, είναι από τη γιαγιά μου. Απ’ τη μαμά μου δε θυμάμαι τίποτα, δεν τη βλέπαμε. Κι η μαμά μου ήταν έγκυος στο τρίτο παιδί, δηλαδή και γέννησε την άλλη αδελφή μου, τη Γιάννα, αυτή είναι η μεγαλύτερη απ’ τις αδελφές. Όπως είπα, η δεύτερη, που είναι στον ουρανό, είναι η Δήμητρα, μετά είναι η Γιάννα, μετά είμαστε δίδυμες. Γεννηθήκαμε εγώ με την αδελφή μου, τη Μαρία.
Όταν ήταν έγκυος η μαμά μου σ’ εμάς τις δυο -τώρα αυτά όπως μου τα ‘λεγε η γιαγιά μου- στο διπλανό χωριό κάθε χρόνο γιορτάζανε, στις οκτώ Σεπτεμβρίου, γιορτάζανε την Παναγία την Κλαδόρα. Τη λέγαν έτσι αυτή την εικόνα που βρέθηκε τότε, βρέθηκε μέσα στα κλαδιά, έτσι λέγανε οι παλιοί, κι εκεί χτίσανε την εκκλησία και την ονομάσανε Παναγία Κλαδόρα. Κι εκεί, λέει, το βράδυ πηγαίνουνε οι πιστοί και κάνουν αγρυπνία. Μένουν όλο το βράδυ εκεί, πηγαίνανε με τα μουλάρια τότε, με τα άλογα πηγαίνανε θυμάμαι, δεν πήγαινε κι ο δρόμος, δεν είχε δρόμο για να πάει αυτοκίνητο. Υπήρχαν βέβαια αυτοκίνητα, αλλά εγώ θυμάμαι πηγαίναμε ή με τα πόδια ή με τα ζώα.
Έγκυος η μαμά μου, μπροστά στην εικόνα της Παναγίας... Γιατί άρχισε να κλαίει η κυρία Ζωή, ήταν λέει πολύ φίλες, Ζωή κι εκείνη. «Μην κλαις», της λέει, «μη στεναχωριέσαι». Έδωσε υπόσχεση η μαμά μου: «Να ξέρεις», λέει, «ότι εγώ τώρα εδώ μπροστά στην Παναγία, ορκίζομαι και σου υπόσχομαι, ότι όταν θα γεννήσω αυτό το παιδί, θα σ’ το χαρίσω!» Κι αγκαλιάστηκαν, λέει, κι οι δύο κι άρχισαν να κλαίνε.
Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν ούτε υπέρηχοι, ούτε τίποτα. Κι έτυχε να γεννηθούμε δύο. Κι έρχεται η γυναίκα μετά από τρεις μέρες. Ήρθε και της είπε: «Είδες, Ζωίτσα, ότι ο Θεός δε θέλησε ούτε εσένα να σου στερήσει αυτό το παιδί, και να γεμίσει κι η δική μου η αγκαλιά, γι’ αυτό», λέει, «σου έδωσε δύο».
Κι έτσι, στον τρίτο μήνα, ήρθανε και την πήρανε τη Μαρία. Φυσικά, έγινε όλη η διαδικασία της υιοθεσίας με δικαστήρια, κανονικά, στα Γιάννενα, με χαρτιά, όλα νόμιμα.
Όταν μου τα ‘λεγε αυτά η γιαγιά μου, της έλεγα:
«Και γιατί ρε γιαγιά πήραν εκείνη; Και γιατί δεν πήραν εμένα;»
«Επειδή η Ζωή είναι Βλάχα. Κι όταν ήρθε και σας είδε κι εγώ», λέει, «της είπα: “Διάλεξε, Ζωίτσα, διάλεξε και πάρε όποιο θες”. Και σας κοίταξε, σας ξανακοίταξε», λέει η γιαγιά μου, «κι επειδή εκείνη τη μέρα, σας είχε η μαμά σας φασκιωμένες, με τις πάνες τότε και της είχε», λέει, «πάνω απ’ το κεφάλι, απ’ το μέτωπο ξεκινούσε η πάνα, ενώ εσένα το κεφαλάκι σου ήταν απ’ έξω, κι είπε: “Aυτήν θα πάρω, γιατί είναι σαν Βλάχα”».
Παίρνοντας την αδελφή μου, όταν έγινε επτά-έξι χρονών, για να πάει στο Δημοτικό... Mένανε στο δίπλα χωριό, σ’ αυτό που πηγαίνανε, εκεί που έγινε η υπόσχεση. Όταν όμως μεγάλωσε η Μαρία, γίναμε ας πούμε έξι χρονών -δεν είχαμε ιδωθεί ποτέ φυσικά μέχρι εκείνη την ηλικία- αποφασίσανε να φύγουν στην Αμερική. Μόνο και μόνο για να μην τυχόν και κάποιος της πει την αλήθεια. Δεν είχε ιδέα. Και φύγαν οι άνθρωποι στην Αμερική, απ’ τον φόβο μην τυχόν και της πει κάποιος κάτι.
Η κυρία Ζωή φρόντιζε να γράφει γράμματα στη μαμά μου. Να την ενημερώνει, το πώς μεγαλώνει, το πώς είναι, τι χαρακτήρας, τα πάντα, όλα, πώς προοδεύει στο σχολείο, κι ακόμη και φωτογραφίες. Έστελνε και δέματα. Θυμάμαι πώς τα περιμέναμε αυτά τα δέματα! Με ρούχα μέσα, ρούχα, παπούτσια, κοκαλάκια για τα μαλλιά, λαστιχάκια, τσιμπιδάκια, κι αυτή τη μυρωδιά… καμιά φορά νομίζω ότι τη νιώθω ακόμη και τώρα. Μύριζε Αμερική!
Είχαν έρθει οι γονείς της οι θετοί απ’ την Αμερική, ’95-’96, είχαν έρθει στη Θεσσαλονίκη. Ήμουνα με τη μικρότερη την αδελφή μου και μας πήραν τηλέφωνο και λέει:
«Είμαστε εδώ, στη Θεσσαλονίκη».
Και τι δεν τους είπα: «Σας παρακαλώ, αυτή είναι η επιθυμία μου, από μικρό κοριτσάκι έχω αυτή την επιθυμία, να γνωρίσω την αδελφή μου».
«Και να, είναι δύσκολο κορίτσι μου, κατάλαβέ με... Πόσες φορές μου ερχόταν εδώ κάτω από τη γλώσσα να της το πω, δεν… μετάνιωνα πάλι και δεν μπορούσα, δεν είναι καθόλου εύκολο να το πω».
Λέω: «Μα τι φοβάστε, μην τυχόν πάψει να σας αγαπάει; Τη μεγαλώσατε με αγάπη, δεν της έλειψε τίποτα, τη σπουδάσατε. Για ποιο λόγο να μην της το πείτε;»
Δεν μπόρεσα ποτέ να κατανοήσω αυτόν τον φόβο τους. Φύγαν οι άνθρωποι με το καλό, γύρισαν πίσω, πήγαν στην Αμερική.
Μετά από ένα-δύο χρόνια συζητούσα με την άλλη αδερφή μου -βρισκόμασταν συχνά- να κάνουμε κάτι. Απλά σκέψεις έκανα, γιατί λέω εφόσον τους παρακαλέσαμε κι ακόμη δεν έχουν σκοπό να της πούνε τίποτα, θα πρέπει κι εμείς να κάνουμε κάτι άλλο, μπας και μπορέσουμε και βρούμε άκρη. Κι εκεί που συζητούσαμε αυτά με τη μικρή μου την αδελφή, ξαφνικά χτυπάει το τηλέφωνο. Και ποιος ήτανε; Η Μαρία.
Μιλήσαμε στο τηλέφωνο, εγώ δεν μπορούσα να πω… είχαμε πέσει κι οι δύο κάτω. Καλά, εμείς το ξέραμε όλοι. Η Μαρία που δεν είχε ιδέα για την ύπαρξή μας; Κι όχι το ότι είναι υιοθετημένη κι ότι έχει άλλα πόσα αδέλφια στην Ελλάδα. Εκείνη έπαθε ταράκουλο.
Δέκα μερόνυχτα δεν κοιμηθήκαμε καθόλου. Καθόλου. Μας έβρισκε η μέρα, η νύχτα, το πρωί, όλα. Δεν… δεν μπορούσαμε να ησυχάσουμε, ώσπου καταλήξαμε, αποφασίσαμε μάλλον, να πάμε στην Αμερική, εμείς οι δύο. Και πήγαμε το 2000.
Ήρθανε να μας πάρουν από το αεροδρόμιο. Ακόμη και τώρα δεν μπορώ να το εξηγήσω τι έγινε εκείνη την ημέρα. Δεν μπορώ. Ακόμη και τώρα. Δηλαδή, τι έλξη ήταν αυτή; Περνούσε ο κόσμος, ο ένας δίπλα στον άλλον, κόσμος, κόσμος, κόσμος... Και ξαφνικά, με το που βγαίνω εγώ, αυτή απ’ την άλλη μεριά -αντίθετα μπήκε, γιατί δεν αφήνανε να μπει κόσμος από ‘δω- πέταξα τις βαλίτσες κατευθείαν, κάναμε μια αγκαλιά σφιχτή, που δεν μπορούσαν να μας ξεχωρίσουνε. Αυτό που περίμενα μια ζωή, από μικρό παιδί, τελικά έγινε. Να τη σφίξω στην αγκαλιά μου.
Δε χρειάζεται να ξέρεις πολλές λεπτομέρειες. Νομίζεις ότι δε χώρισες ποτέ απ’ το άλλο σου μισό. Γιατί εγώ έτσι ένιωθα, σαν να είχα ένα κενό. Το ίδιο κι εκείνη. Πάντα ένιωθα ότι κάτι λείπει απ’ το μέσα μου, απ’ τον εαυτό μου, κάτι λείπει. Υπάρχει ένα κενό. Και νομίζω ότι κι απ’ τις δυο μας, αυτό το κενό αναπληρώθηκε, κατά κάποιον τρόπο.