ΤΕΣΣΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ ΦΥΛΑΚΗ ΓΙΑ ΤΡΟΧΑΙΟ
ΤΕΣΣΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ ΦΥΛΑΚΗ ΓΙΑ ΤΡΟΧΑΙΟ
Περιγραφή
Ένας νεαρός αγρότης προκαλεί τροχαίο σε έναν επαρχιακό δρόμο και δύο παιδιά χάνουν τη ζωή τους. Καταλήγει στη φυλακή και περιγράφει τις απίστευτες στιγμές που ζει.
Φίλτρα
Συντελεστές
Έρευνα
- Αλεξάνδρα Λαδά
Αφήγηση
- Ο αφηγητής ζήτησε ψευδωνυμία
Δημιουργία Podcast
- Σταύρος Βλάχος
Σχεδιασμός Ήχου
- Δημήτρης Παλαιογιάννης
Επεξεργασία Ήχου
- Σπύρος Λυμπερόπουλος
Βράδυ ήτανε, αργά, γύρω στις 1μισι η ώρα το βράδυ. Ήμουνα σε ένα μπαρ με φίλους, γνωστούς, και διασκεδάζαμε. Λόγω της δουλειάς μου, σαν αγρότης, ήθελα να φύγω, να πάω να κοιμηθώ, γιατί το πρωί σηκωνόμαστε πρωί για τη δουλειά μας. Βγαίνοντας από το μπαρ, μπαίνω στο αυτοκίνητό μου για να πάω σπίτι μου, που είναι λίγα χιλιόμετρα, ένα χωριό γύρω στα δεκαπέντε χιλιόμετρα.
Νεαρός κι εγώ τότες, είκοσι πέντε χρονών, με ένα καλό αυτοκίνητο, η αλήθεια είναι ότι πήγαινα λίγο γρήγορα... Μπαίνοντας σε μία στροφή, βλέπω να έρχονται δύο μηχανάκια απ’ την απέναντι πλευρά του δρόμου. Ο ένας ήτανε μες στη μέση του δρόμου κι ο άλλος, στο ρεύμα το δικό μου. Για να αποφύγω τα μηχανάκια που ήταν ειδικά στο ρεύμα το δικό μου, έριξα το αμάξι έξω και δεξιά. Χωρίς να έχω αντιληφθεί όμως ότι στη δεξιά πλευρά του δρόμου είναι οι θεατές που βλέπουνε τα μηχανάκια, γιατί γινόντουσαν κόντρες, γινόντουσαν κόντρες εκείνη τη στιγμή. Με αποτέλεσμα να έχουμε τον θανάσιμο τραυματισμό δύο παιδιών, δεκαεφτά ετών, και τον τραυματισμό άλλων τεσσάρων παιδιών.
Στην αρχή ήτανε… νόμιζα ότι έβλεπα όνειρο, νόμιζα ότι κοιμόμουν. Δεν μπορούσα να αντιληφθώ, να χωρέσει το μυαλό μου τι έχει γίνει. Έλεγα: «Βλέπω όνειρο και θα ξυπνήσω». Σκέφτηκα τα παιδιά, σκέφτηκα σαν γονιός, γιατί κι εγώ είχα ένα παιδάκι, έχω ένα παιδάκι. Σκέφτηκα τα παιδιά, γιατί αντιλήφθηκα ότι πρέπει να έχουν πεθάνει, το είδα, δηλαδή. Σκεφτόμουνα τις οικογένειές τους, σκεφτόμουνα τι θα γίνει τώρα.
Οι οικογένειες των παιδιών πώς αντέδρασαν; Όπως θα αντιδρούσε κάθε οικογένεια. Θυμός, οργή, θλίψη, πόνος... χάσανε τα παιδιά τους, είχανε όλο το δίκιο με το μέρος τους. Κι είχαν απόλυτο δίκιο, βέβαια, χάθηκαν τα παιδιά τους. Αλλά κι εγώ ήταν κάτι το οποίο ήταν τροχαίο, δηλαδή δεν ήθελα να γίνει αυτό.
Αποτέλεσμα ήτανε μετά από διαμάχη με τα δικαστήρια κι αυτά και μετά από μια πενταετία σχεδόν, βρέθηκα να είμαι στη φυλακή. Για ένα τροχαίο που στην ουσία δεν ήθελα, γιατί είχα πιει λίγο αλκοόλ και βρέθηκε στο αίμα μου. Ήμουνα μέσα στο ρεύμα το δικό μου, απλά έτρεχα, υπήρχε συνυπαιτιότητα για το τροχαίο και λόγω του αλκοόλ, από τη στιγμή που υπήρχε σοβαρός τραυματισμός, με δικάσανε γύρω στα δέκα χρόνια φυλάκιση, με αποτέλεσμα να περάσω τέσσερα χρόνια μέσα στη φυλακή.
Στο άκουσμα της φυλακής, δεν ξέρω, είναι περίεργα τα συναισθήματα. Νομίζεις ότι γκρεμίζονται όλα από κάτω σου. Σκέφτεσαι το παιδί σου, σκέφτεσαι την οικογένειά σου, πού θα πάω, πού θα μπλέξω. Κατά κάποιο τρόπο οργή, γιατί λες δεν έφταιγα, δεν ήθελα να γίνει κάτι τέτοιο, τροχαίο ήτανε, αλλά δυστυχώς, έτσι είναι η ζωή.
Μέσα στη φυλακή ήτανε κάτι που… πρωτόγνωρο για ‘μένα, ζούγκλα. Για ένα παιδί της επαρχίας, έναν χωριάτη, να το πω κι απλά, αγρότη, να μπει μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον... ήταν ένα σοκ.
Η καθημερινότητα στη φυλακή: Ξυπνάς το πρωί σε ένα κελί. Πάλι ήμασταν τέσσερα άτομα εκεί, ήταν λίγο καλύτερα τα πράγματα, αλλά σε ένα κελί που ήτανε τρία επί τέσσερα. Να έχει δύο διπλά κρεβάτια, μία μικρή τηλεόραση, ένα τραπεζάκι κι ένα μπάνιο ανοιχτό, για τέσσερα άτομα. Ξυπνάς το πρωί, σηκώνεσαι, φτιάχνεις καφέ, πίνεις καφέ, έχει ένα μικρό προαύλιο και φέρνεις γύρω-γύρω σε έναν χώρο δέκα επί δέκα, ένα προαύλιο, να πάει η ώρα 12, να σου μοιράσουνε το φαγητό σου. Να σε ξανακλείσουνε στο κελί, να πάει η ώρα το απόγευμα πάλι 5, να σε βάλουνε δύο ώρες στο κελί, να περάσει πάλι μια ώρα, να σε φωνάξουνε πάλι για το φαγητό το βραδινό κι 8 η ώρα έκλεινε μέχρι την άλλη μέρα το πρωί, στις 8. Αυτό γίνεται κάθε μέρα, το ίδιο πράγμα.
Οι φυλακές στην Ελλάδα... δυστυχώς, είναι όλοι οι κρατούμενοι μαζί. Δηλαδή ένας που μπορεί να έχει σκοτώσει, να είναι φονιάς, με έναν που απλά χρωστούσε στο δημόσιο, με έναν σαν και μένα που ήταν ένα τροχαίο, είναι όλοι μαζί. Οι συγκρατούμενοι μέσα σε βλέπουν σαν καινούργιο και κοιτάζουνε να εκμεταλλευτούνε τα πάντα: από το να σου πάρουν τον καφέ, από λεφτά, από το να κάνεις τις δουλειές, ό,τι μπορείς να φανταστείς μέσα εκεί γίνεται.
Για ένα απλό πράγμα, που είναι μια τηλεκάρτα, έχω δει να χάνονται ζωές.
Μαχαιρωθήκανε, με λίγα λόγια, για μια τηλεκάρτα, για έναν καφέ, για μια μερίδα φαγητό! Γιατί κάποιος πήρε στήθος και στον άλλον πήρε μπούτι! Έχει πιο πολύ κρέας ή δεν έτρωγε το στήθος, ήθελε να πάρει από τον άλλον το μπούτι που έτρωγε, το μπούτι, και τσακωθήκανε και τράβηξε ένα αυτοσχέδιο μαχαίρι και τον τρύπησε. Για το τίποτα μπορούσε να γίνει ζημιά, από το πουθενά.
Το πρόβλημά τους μέσα στη φυλακή, το ‘καναν όπλο. Άθλιες συνθήκες, άρρωστοι, με ηπατίτιδες, με οροθετικούς, με χίλια-δυο. Κοβόντουσαν με το μαχαίρι ή με το ξυράφι, το ματώνανε και σου λέει: «Έλα, τι θα μου κάνεις;» Να σε κολλήσει τον ιό που έχει. Κι όταν έχεις οικογένεια κι έχεις αυτό και πρέπει να φύγεις από ‘κεί δεν επιδιώκεις να μαλώσεις, με λίγα λόγια.
Το καλό είναι ότι σε όλη την υπόθεση εμένα, λόγω των ικανοτήτων μου σαν παιδί, αγρότης δηλαδή, ήμουνα της δουλειάς, κοίταξα να βρω δουλειά μέσα στη φυλακή για να περνάω τον χρόνο μου. Κι έτσι μπήκα σε ένα συνεργείο που γινόντουσαν επισκευές κι έτσι περνούσα την ώρα μου. Υπήρξαν όμως και κάποιες στιγμές που δεν κρατήθηκα, γιατί είχανε συμβεί κάποια πράγματα έξω στο σπίτι μου, ήμουνα στεναχωρημένος, ήμουνα σε απόγνωση κι έτυχε να γίνει κάτι και δεν κρατήθηκα.
Είχε πεθάνει της μητέρας μου ο αδελφός κι ήμουνα ψυχολογικά χάλια. Και μέσα στη φυλακή τα συναισθήματα λειτουργούνε πολύ πιο έντονα. Άκουγα ράδιο, έκλαιγα, και κάποια στιγμή, εφόσον ηρέμησα, άλλαξα την τηλεόραση. Κι ήρθε κάποιος αλλοδαπός, δεν ήταν Έλληνας, και μου έκανε την παρατήρηση: «Ποιος άλλαξε την τηλεόραση;» Κι όταν του είπα ότι εγώ την άλλαξα, μου λέει: «Ακόμα δεν ήρθες, αλλάζεις και την τηλεόραση;» Αυτό και μόνο έφτανε, έπρεπε να το σταματήσω εκεί.
Γιατί δεν ήμουνα ψυχολογικά καλά, σε άλλη περίπτωση δε θα έδινα σημασία. Κι όντως, έγινε φασαρία. Αναγκάστηκα να χτυπήσω ένα άνθρωπο. Να χτυπήσω, γιατί θα μου έκανε ζημιά άμα δεν τον χτυπούσα. Κι εκεί μέσα πρέπει και λίγο να τους δείξεις ότι ναι μεν, αλλά. Ότι μέχρι εκεί είσαστε, αν έρθεις πιο κοντά, θα πάθεις αυτό. Δηλαδή είναι η ζούγκλα, πρέπει να τους δείξεις τη δύναμή σου. Να σε σέβονται εκεί μέσα, σε σέβονται. Δυστυχώς, έπρεπε να γίνει κάποια στιγμή για να καταλάβουν ότι δεν εδώ δε μας παίρνει, να το πω έτσι.
Τον έστειλα στο νοσοκομείο. Για ένα άλλαγμα της τηλεόρασης. Τόσο απλά. Τρεις μέρες μετά που τον εφέρανε, γιατί ήμασταν σε έναν θάλαμο, τρεις μέρες ήμουνα άυπνος. Με κοίταζε και τον εκοίταζα και μου κουνούσε ένα ξυράφι που είχε στα χέρια του.
Εκεί μέσα, στην κάθε φυλή, υπάρχει ο αρχηγός. Έλληνες, Ρώσοι, Άραβες, είναι έναν που ακούνε, είναι ο αρχηγός τους μέσα στη φυλακή, αυτός κάνει κουμάντο όλους. Και λόγω της θέσης της δικής μου στη δουλειά, με είχαν ανάγκη κατά κάποιο τρόπο, γιατί τους έφτιαχνα τα πράγματα. Κι όταν έχεις ανάγκη μέσα ‘κει δε θα μαλώσεις με το συντηρητή, δε θα σου φτιάξει την τηλεόραση. Και πήγα στον αρχηγό τους και τους λέω: «Αυτό κι αυτό συμβαίνει με αυτόνα, τον γνωρίζεις;» Και μετά τους βάζουν οι ίδιοι στη θέση τους. Κι εκεί σταμάτησε αυτό.
Συνήθως οι αρχηγοί είναι οι πιο βαρυποινίτες, πιο πολλά χρόνια φυλακή, ισοβίτες, με λίγα λόγια. Όσο πιο βαρυποινίτης είσαι, τόσο πιο καλό όνομα έχεις μες στη φυλακή, σε φοβούνται. «Α, είναι ο τάδε, σκότωσε τρεις-πέντε, έχει τόσα χρόνια». Νομίζουν ότι είναι έπαινος. Και τον σέβονται αυτόν. Και μπορεί να είσαι στυγνός εγκληματίας, όχι κάποιος… Απλά, είσαι χρόνια μέσα.
Στη φυλακή λειτουργεί κι η θεία δίκη, να το πω έτσι. Μπορεί να είσαι ο χειρότερος φονιάς, killer, να έχεις σκοτώσει εκατό άτομα. Είσαι ο μάγκας μέσα στη φυλακή. Αν όμως είσαι παιδεραστής, είσαι το κόκκινο πανί. Δε στέκονται πουθενά αυτοί μέσα στη φυλακή. Μόλις αποκαλυφθεί η ταυτότητά τους, το αδίκημά τους μάλλον, είναι θέμα χρόνου: θα τους κρεμάσουνε, θα τους βιάσουνε, για να καταλάβουν τι κάνανε, και μετά τους κρεμάνε. Δε συγχωρείται μέσα στη φυλακή ο βιασμός, ούτε της γυναίκας, αλλά τόσο ενός παιδιού. Είναι το αδίκημα τέτοιο του παιδεραστή, που δεν το συγχωρεί κι ο χειρότερος φονιάς. Σου λέει: «Εγώ, σκότωσα γιατί αυτό, δε βίασα παιδί».
Έχω δει. Ο ένας αυτοκτόνησε μόνος του γιατί ήξερε τι θα πάθει, του το παραγγείλαμε ότι: «Μην ανέβεις, μην έρθεις στην πτέρυγα». Ξέρεις τι θα πάθουν, ξέρεις ότι θα σε βασανίσουνε, θα σε βιάσουνε. Σου λέει: «Κρεμάσου μόνος σου, γιατί θα στο κάνουμε εμείς, με πολλά άλλα». Και κρεμάστηκε μόνος του στην απομόνωση. Και σε άλλη περίπτωση τον «αυτοκτονήσανε», που λένε, μες στη φυλακή. Γιατί φαίνεται σαν αυτοκτονία, τον κρεμάνε. Αλλά δεν αυτοκτόνησε, δεν κρεμάστηκε μόνος του, τον κρεμάσανε. Γίνονται αυτά.
Μια φορά σε μια… «νταλαβέρι», όπως λένε στη φυλακή, σε ένα νταλαβέρι πάνω, είχανε μαλώσει Άραβες με τους Αλβανούς. Και τέσσερις μέρες η φυλακή ήτανε κλειστή, γινότανε σύρραξη μέσα, φασαρίες, φωτιές, μαχαιρώματα, τέσσερις μέρες είχαμε… Εκεί φοβάσαι, βρίσκεσαι στο μάτι του κυκλώνα. Χωρίς να φταις μπορεί να μπλέξεις. «Γιατί με κοίταξες;» «Με ποιους είσαι εσύ;» Τρελάθηκε ο άλλος κι ό,τι θέλει κάνει. Σου λέει: «Τι θα με κάνεις, φυλακή θα με βάλουνε;» Σε ειρωνεύεται κιόλας.
Πολλές φορές ήταν αυτές που φοβήθηκα, απλά δεν το δείχνεις, για να μη δείχνεις ότι φοβάσαι. Και δε συμμετέχεις. Κάθεσαι στη γωνιά σου και δε συμμετέχεις, άστους να σφάζονται.
Προσπαθούσα να είμαι δυνατός, για το παιδί μου. Δεν ήθελα να λυγίσω. Εγώ διάλεξα το δρόμο το να μην μπλέκω, να δουλεύω για να μειωθεί η ποινή μου. Και δεν άργησα ούτε μέρα. Δεν είχα ούτε μία μέρα πειθαρχικό, δεν είχα τίποτα. Δεν άργησα ούτε μέρα. Μπήκα το ’10 και βγήκα το ’14.
Καταρχήν, όταν πέρασα την πύλη του Κορυδαλλού πλέον, νόμιζες ότι είχα ένα άσπρο πέπλο. Δεν έβλεπα, μία θολούρα. Γύρισα, κοίταξα την πόρτα και μου φαινότανε σαν να είχε ομίχλη και δεν έβλεπα. Σαν να δίνεις σε ένα παιδάκι γλειφιτζούρια. Έτσι, είχα ένα χαμόγελο, ότι δεν ήξερα, να αγκαλιάσω την κόρη μου, τη γυναίκα μου, σαν παιδάκι έκανα. Η χαρά ήταν απερίγραπτη.
Το πρώτο πράγμα που κάνεις είναι να πας στην οικογένειά σου. Να αγκαλιάσεις την οικογένειά σου, να φας με την οικογένειά σου, να κοιμηθείς στο κρεβάτι σου. Και μετά να κοιτάξεις τη δουλειά σου, να κοιτάξεις τη δουλειά σου και να μπεις πάλι στην κοινωνία, που λένε. Εδώ τώρα είναι λίγο περίπλοκα τα πράγματα. Υπήρξανε κι οι κριτές, υπήρξανε κι ο κόσμος όμως που βλέπανε την αλήθεια, ότι έγινε ένα τροχαίο, ο άνθρωπος δεν ήθελε να κάνει κάτι, απλά έτυχε. Υπήρξαν όμως κι οι άνθρωποι που... «ο φυλακόβιος», «ο έτσι», ο πήξα κι ο δείξα. Υπήρχαν στιγμές που λύγαγα και με έπαιρνε από κάτω, να το πω, ψυχολογικά, αλλά αμέσως το ‘βγαζα από το μυαλό μου. Έμαθα, η φυλακή με έμαθε να γυρνάω το πρόβλημά μου προς όφελος, έψαχνα την καλή πλευρά του προβλήματος.
Είμαι καλά με τον εαυτό μου. Λέω ότι δεν έκανα κάτι, δεν είμαι παραβατικός, δεν τράβηξα ένα όπλο και σκότωσα έναν άνθρωπο, δε βίασα ένα παιδί ή μία γυναίκα, δεν έκλεψα, δεν έκανα μια ληστεία, είχα απλά ένα τροχαίο. Ένα τροχαίο όμως, που στοίχισε τη ζωή σε δύο παιδάκια. Λέω μέσα μου, δηλαδή ναι μεν έχω χρεωθεί δύο παιδιά στην ψυχή μου... αλλά λέω ότι δεν έφταιγα, δεν ήθελα τουλάχιστον να γίνει αυτό το πράγμα.
Σε έχει κάνει καλύτερο άνθρωπο η φυλακή. Γιατί όταν είσαι υγιής άνθρωπος και μπαίνεις εκεί, θα γίνεις καλύτερος. Αν είσαι παραβατικός, θα γίνεις πιο παραβατικός.
Έχασα κάποια χρόνια από την οικογένειά μου. Που μεγάλωνε το παιδί μου. Έχασα τέσσερα χρόνια από τη ζωή μου. Από την ελευθερία μου. Όλοι οι πόλεμοι γίνονται για την ελευθερία κι εγώ τα ‘χασα τέσσερα χρόνια, από την ελευθερία μου κι από την οικογένειά μου. Αυτό.