Τελειώνω το Πολυτεχνείο, πάω το στρατιωτικό μου, μετά, εν συνεχεία, πήρα μία υποτροφία του ΝΑΤΟ και τελείωσα Master στο Berkeley. Είχα κι αυτό το πτυχίο με άριστα και προκήρυξε ότι θέλει έναν εξειδικευμένο μηχανικό στις μεταφορές, γιατί άρχισαν τα έργα του αεροδρομίου στον ανατολικό αεροσταθμό, το κτίριο και λοιπά. Και διορίστηκα το ‘64 ως διευθυντής Α’, μόνιμος κατευθείαν.
Η πιο δραματική περίπτωση ήτανε η εξής: Πάλι ασκούσα καθήκοντα αερολιμενάρχη και με ειδοποιούν ότι γίνεται φασαρία στην τράνζιτ στην αίθουσα κάτω. Είχε έρθει ένα αεροπλάνο απ’ την Αίγυπτο. Τότε η Αίγυπτος δεν τα είχε καλά με τη Λιβύη, αλλά εργάτες Αιγύπτιοι πήγαιναν στη Λιβύη κι ερχότανε με αιγυπτιακό αεροπλάνο εδώ κι από ‘δω ερχόταν ένα λιβυκό και τους έπαιρνε και τους πήγαινε στη Λιβύη. Τότε δεν είχαμε λάβει ακόμη μέτρα, δεν είχαν αρχίσει οι αεροπειρατές και δε γινότανε αυστηρός έλεγχος. Κι αυτοί ήταν ένοπλοι.
Εκείνη την ώρα, έρχεται μία TWA, αμερικάνικο, ο οποίος συνέχιζε για Ισραήλ. Τότε όταν έκανε μία διακοπή, βγαίναν όλοι οι επιβάτες. Κι ορμάνε αυτοί οι ένοπλοι επιβάτες στους Ισραηλίτες και σκοτώσανε δύο μες στο αεροδρόμιο! Και κατεβαίνω με την αστυνομία, να δω τι γίνεται.
Ήταν οι σκάλες, αν θυμάστε το παλιό αεροδρόμιο, είχαμε οχυρωθεί στην απάνω μεριά και κάτω γινότανε μάχη. Αυτοί είχαν οχυρωθεί πίσω από κάτι πάγκους κι ανταλλάσαν πυροβολισμούς με την αστυνομία. Εκεί ανάμεσα ήταν μία γυναίκα πεσμένη, σκοτωμένη μάλλον, κι ένα παιδάκι, πέντε-έξι χρονών, πάνω στη μάνα κι έκλαιγε. Αυτό δεν είχε πάθει τίποτα, αλλά τα πυρά περνάγανε από πάνω τους. Λέω στον διοικητή της αστυνομίας: «Τι θα γίνει με αυτό το παιδί; Εκεί μέσα θα πάει να βγει και θα τον σκοτώσουνε». Λέει: «Τι να κάνουμε;» Του λέω: «Ρε, κάνε πυρ συνεχές να μην μπορούν να βγούνε, να ρίχνουν, και θα πάω να το αναλάβω εγώ». Κι ήμουνα και νεαρός τότε, κατεβαίνω τη σκάλα και μπουσουλώντας, το βουτάω το παιδί και το φέρνω πίσω. Πήρα και παράσημο από τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, μου φέρανε σε επίσημη τελετή το FBI, περίστροφο.
Μετά αυτοί δύο παραδοθήκανε. Λέω στον διοικητή της αστυνομίας: «Καθάρισέ τους». «Μα!» μου λέει. «Δώσε το πιστόλι σε εμένα, αν έχεις ηθικούς ενδοιασμούς».
«Όχι». Και τους πιάνουμε, του λέω: «Θα το πληρώσουμε άσχημα». Τους πιάσαμε και τους στείλαμε φυλακή.
Δεν περνάει μία εβδομάδα, με ειδοποιούν 5-6 η ώρα το απόγευμα: «Έγινε αεροπειρατεία κι είναι ένα της Lufthansa. Το παρκάραμε στον δυτικό αεροσταθμό, το έχει περικυκλώσει η αστυνομία, ζητάνε κάποιον να συνεννοηθούν, διότι θα αρχίσουν να σκοτώνουν επιβάτες». Kι εγώ είμαι η ανώτερα αρχή εκείνη την ώρα. Το τηλέφωνο
«Τι θέλετε;» Απ’ τη Γερμανία ήτανε, Γερμανοί μουσουλμάνοι. Λέει: «Θέλουμε να μας φέρετε τους συντρόφους μας». Λέω: «Μα η φυλακή είναι μακριά». «Εάν δε φέρετε αυτούς έως τις 9 η ώρα, στις 9 η ώρα και κάθε μισή ώρα, θα εκτελούμε έναν επιβάτη».
Ειδοποιώ απάνω, ήρθαν κάνα-δυο υπουργοί. Έρχεται 9 παρά τέταρτο, εγώ βέβαια μίλαγα, γιατί δεν ήξεραν και τα συστήματα, αλλά με συνεννόηση με τον υπουργό.
Λέω: «Είναι μακριά, τους φέρνουμε από τη Θεσσαλονίκη», λέω, «θα τραβήξει, δεν είναι δίπλα». «9 η ώρα θα σκοτώσω τον πρώτο». Ακούω μια φασαρία, γιατί είχαμε ανοιχτή ακρόαση, φασαρία, κάποιον άνθρωπο να φωνάζει γερμανικά: «Βοήθεια, μη με σκοτώνετε!» και λοιπά, ακούμε κι ένα «μπαμ», λέμε: «Εικονικό θα είναι». Σε λίγο μάς ειδοποιούν τα περιπολικά που ήταν γύρω, ένα πτώμα πετάξανε. «Άνοιξαν την πόρτα και πετάξαν ένα πτώμα κάτω».
Λέω: «Παιδιά, είναι σοβαρό, ειδοποιήστε τι θα κάνουμε. Αν κάνουμε επίθεση απάνω, θα σκοτώσουν κι άλλους και δεν πάει να σκοτωθούν αυτοί, αλλά θα σκοτώσουν επιβάτες. Τι να κάνουμε;» Πήρε πετρέλαιο το αεροσκάφος και το καθοδηγήσαμε να φύγει. Και πήγε σε κάποια αφρικανική χώρα. Τώρα, αν τους πιάσαν αργότερα και λοιπά, δεν ξέρω.
Άλλη περιπέτεια, με ειδοποιούν ότι έπεσε ένα αεροπλάνο στη Βούλα κι υπάρχουν θύματα. Ήταν ένα απ’ την Κέρκυρα με εξήντα επιβάτες, δικινητήριο ελικοφόρο, το οποίο ερχότανε με μεγάλη κακοκαιρία. Να βρέχει... Και πάμε στον τόπο μέσα σε καταιγίδα, όπου δεν υπήρχε ο πιλότος. Ζητήσαμε να δούμε τον πιλότο, γιατί μας είπαν «διεσώθη ο πιλότος». Αφού το βλέπαμε με προβολείς, φαινόταν η ουρά του έτσι που ήτανε… ήταν στα πεντακόσια μέτρα απ’ την ξηρά. Και δεν είχε πατώσει, ήταν έτσι.
Αυτό έγινε το εξής: ερχόταν από Κέρκυρα με πολύ κακό καιρό, ο πιλότος ήταν ένας ιδιότροπος τύπος κι είχε κι έναν συγκυβερνήτη, αλλά ο συγκυβερνήτης ήταν καινούργιος, δοκιμαζόμενος, και δεν είχε το θάρρος. Αυτός, δεν ξέρω για ποιον λόγο, ήθελε --κάποια γιορτή ήταν-- να γυρίσει στην Αθήνα οπωσδήποτε, ενώ στην Κέρκυρα του είπαν: «Να μην πας, είναι θύελλα».
Ξεκινάει με πολύ άσχημο καιρό, κεραυνοί, δεν έβλεπες μπροστά σου από τη βροχή.
Ένα αεροπλάνο --γιατί μου τα ‘πανε από τον πύργο ελέγχου-- γερμανικό, που ερχότανε και διασταυρώθηκαν, ερχόταν για Αθήνα και γύρισε πίσω και προσγειώθηκε στην Ιταλία αυτός, και του λέει ο Γερμανός: «Εγώ πλησίασα, δεν πλησιάζεται το αεροδρόμιο», του λέει, «μην κάνεις την κουταμάρα κι εγώ είμαι Jet και θα μπορούσα να περάσω, εσύ», λέει, «θα φας τα μούτρα σου!» «Όχι θα πάω!»
Τώρα, φαίνεται ότι αυτός μπερδεύτηκε λόγω της καταιγίδας, λόγω του ότι... και βλέποντας τα φώτα της λεωφόρου νόμιζε ότι είναι το ότι είναι του αεροδρομίου. Και το κατεβάζει να το προσγειώσει. Και το προσγειώνει στη θάλασσα. Και μπορεί και να τη γλίτωνε, αλλά αυτός νομίζοντας ότι είναι αεροδρόμιο, κατέβασε τις ρόδες κι όταν έπιασε, η αντίσταση της ρόδας ξεκόλλησε τον πάτο κι άρχισε να παίρνει νερά. Μία συνοδός κατάλαβε ότι αυτό βουλιάζει κι ανοίγει την πόρτα.
Ο πιλότος δεν είπε τίποτα, άνοιξε το παραθυράκι και πήδηξε έξω, βγήκε κολυμπώντας στη στεριά, δε στάθηκε να δει τι γίνανε οι επιβάτες, ούτε να πει μία αναφορά πόσοι ήταν κι εξαφανίστηκε! Δηλαδή, εγώ θα τον έστελνα στρατοδικείο αυτόν. Η Διεθνής Ένωση Πιλότων ζήτησε να του αφαιρεθεί το δίπλωμα, να φυλακιστεί για εσχάτη προδοσία. Βγήκανε οι συνδικαλιστές των πιλότων: «Θα κάνουμε απεργία» και το ένα και το άλλο και τη γλίτωσε, τα συνήθεις αηδίες μας…
Ο συγκυβερνήτης, ο άνθρωπος έμεινε μέσα προσπαθώντας να σώσει την κατάσταση και πνίγηκε. Κι ήτανε νέο παιδί, κάτω των τριάντα. Νομίζω ότι πνιγήκανε καμιά τριανταριά, δεν πρόλαβαν να βγούνε και πολλοί ήταν και δεμένοι, δεν τους είπε κανείς «φύγετε». Και πήγανε σαν τα σκυλιά και λοιπά.
Το δε τελικό μυστήριο ήτανε: Μία γυναίκα, μία γυναίκα που υπήρχε στην κατάσταση δε βρέθηκε, ούτε στους ζωντανούς, ούτε στους πνιγμένους. Λέμε θα βγήκε, την παρέσυραν τα ρεύματα και θα τη βρούμε σε τρεις μήνες στην Αίγινα, ξέρω ‘γω, το πτώμα της. Αλλά το περίεργο ήταν ότι δεν εμφανίστηκε κανείς --που είχε κι όφελος, γιατί θα έπαιρνε αποζημίωση-- κανείς δεν τη ζήτησε αυτήν. Και τι έγινε; Μετά από μήνες… Αυτή ήταν παντρεμένη κι έφυγε με ψεύτικο όνομα το πρωί, για να βρει τον γκόμενο στην Κέρκυρα και μπήκε με ψεύτικο όνομα κι έφτασε εδώ, γλίτωσε, βγήκε έξω, αλλά δεν κάθισε να την μετρήσουν, να πάρουν όνομα. Την κοπάνησε, βρήκε ταξί κι ούτε γάτα ούτε ζημιά, πήγε σπίτι της. «Πώς είσαι έτσι βρεγμένη;» Λέει: «Γλίστρησα κι έπεσα!»
Ένα άλλο και φταίγαμε, ήταν το εξής: Πάω το πρωί, εγώ 7μισι ήμουν στο γραφείο, ρώτησα τα παιδιά εκεί, τις κοπέλες: «Είχαμε τίποτα τη νύχτα; Συνέβη τίποτα;», πάντα με ειδοποιούσαν. «Όχι», λέει, «δεν έχει αναφερθεί τίποτα». Σε πέντε λεπτά, μου λέει: «Σε ζητάει ο δημοσιογράφος τάδε». Με παίρνει ένας και μου λέει: «Τι έγινε με το αεροπλάνο που έπεσε στον Υμηττό;» «Έπεσε αεροπλάνο», του λέω, «στον Υμηττό; Πότε;» «Προ μισής ώρας», μου λέει, «μας τηλεφώνησαν κάτοικοι ενός χωριού που είναι εκεί». «Δεν έχω ιδέα», του λέω, «θα διερευνήσω και θα σου πω». Παίρνω τηλέφωνο τον πύργο, κάποια ανακατωσούρα...
Τελικά τι είχε γίνει; Ερχότανε ένα, όχι από τη Λιβύη, Σουδάν. Αυτό ήταν ένα Cargo που ερχόταν να φέρει κάποια φάρμακα που τα φτιάναν αυτοί εκεί και να πάρει φάρμακα. Και τι είχε γίνει; Αυτός ερχότανε κι είχε πάρει λάθος πορεία κι αντί να πάει από τη δεξιά μεριά, όπως ερχότανε, του Υμηττού, πάει από τα Καλύβια, από την από ‘κει, και στουκάρει στον Υμηττό. Τι είχε γίνει; Και του λέω: «Καλά εντάξει, αυτός κοιμότανε, ξέρω ‘γω, εσείς δεν το βλέπατε; Το παρακολουθείτε;»
Αυτό έφτανε… 7μισι η ώρα αλλάζει βάρδια. 7 και 20 το είχε δει κάποιος, ερχόταν ο καινούργιος. Πάει αυτός τουαλέτα να πλυθεί, να ντυθεί, να αλλάξει, έρχεται ο καινούργιος και δεν τον ενημερώνει ότι «έρχεται κι ένα αεροπλάνο». Τρακάρει το αεροπλάνο, ο άλλος ο καινούργιος δεν το είχε πάρει είδηση ότι περιμέναμε αεροπλάνο κι είχε ξεχαστεί τελείως. «Αμάν», λέω, «τώρα τι έχει να γίνει…»
Μου λένε: «Έρχεται από την πολιτική αεροπορία της χώρας αυτής». Μου έρχονται κάτι από την πολιτική αεροπορία με κάτι φέσια και κάτι τέτοια και με έναν παπά εκεί δικό τους, να πάμε στον τόπο του δυστυχήματος. Λέω: «Τώρα, άντε να τα δικαιολογήσεις. Τι να πω και… θα τους πληρώνουμε μία ζωή αποζημίωση».
Πάμε εκεί και τι βρίσκουμε; Το αεροπλάνο δεν είχε πάρει φωτιά και σούρθηκε κιόλας, δεν είχε πάθει μεγάλα στραπάτσα. Πάμε στο cockpit, σκοτωμένοι οι δύο πιλότοι κι ο μηχανικός και δύο γυναίκες μέσα και δέκα μπουκάλια μπύρα άδεια. Τα βλέπει ο μουφτής --ξέρω ‘γω ποιος διάολο ήτανε-- λέει: «Ο Αλλάχ τους τιμώρησε! Καταραμένοι! Γυναίκες και ποτά και λοιπά, θα φύγουμε. Δε θέλουμε τίποτα! Ούτε τα πτώματά τους, πετάξτε τα στα σκυλιά», μας λέει. Λέω: «Ωχ τη γλιτώσαμε!» Και γράφω μία αναφορά και δεν εδόθη περαιτέρω συζήτηση… ότι λάθος του χειριστού, το δέχτηκε κι η πολιτική αεροπορία του Σουδάν και κλείνει ο φάκελος.
Κι ένα άλλο πάλι θυμάμαι, ο Ωνάσης ο γιος --από ό,τι είχα καταλάβει-- ο πατέρας του δεν τον είχε ιδιαίτερα, δεν τον πρόσεχε ιδιαίτερα, γιατί, θυμάμαι, ερχότανε ο Ωνάσης και τρέχανε όλοι της Ολυμπιακής, πολλές φορές πήγαινα κι εγώ ως διοίκηση του αεροδρομίου για υποδοχή κι ήταν κι ο γιος του. Μας χαιρέταγε όλους, μας μίλαγε και λοιπά, κι όταν έφτανε στον γιο του, ούτε «γεια» δεν του ‘λεγε. Και κατάλαβα ότι δεν τον έχει σε ιδιαιτέρα εκτίμηση.
Και την ημέρα του ατυχήματος ήμουνα στο αεροδρόμιο. Κατά τις 5 η ώρα, νομίζω, ήτανε κι ήμουνα εκεί. Μου λένε: «Έπεσε ένα αεροπλάνο και σκοτώθηκε ένας».
Τρέχω επιτόπου, το πρόσωπο ήταν λιωμένο, δε φαινόταν, δεν ξέραμε ποιος είναι. Και βλέπω το μαντηλάκι του εδώ στην τσέπη, είχε «Α-Ω». Λέω: «Παιδιά, είναι ο Αλέξανδρος». «Ω» επίθετο είναι σπάνιο. «Πρέπει να είναι ο Αλέξανδρος». Κι ήταν ο Αλέξανδρος.
Ο Αλέξανδρος έκανε τρέλες. Οι δε γλύφτες της Ολυμπιακής: «Ω! Έχει χέρι, είναι πιλότος!» κι είχε πάρει πολύ αέρα και το αεροπλάνο δεν είναι για παίξιμο. Και θυμάμαι μία φορά τον είχα τιμωρήσει κι είχα φάει --επί δικτατορίας-- είχα φάει χέσιμο… Γιατί είχε πάρει ένα αεροπλανάκι, για ανθρωπιστικό έργο έκανε, αλλά είχε πάρει ένα αεροπλανάκι χωρίς να πάρει άδεια και πήγε και το προσγείωσε σε κάτι κατσικοβούνι εκεί πέρα κάπου στην Ήπειρο, σε κάτι βουνά, διότι είχε τραυματιστεί ένας τσοπάνος σοβαρά, είχε παγιδευτεί και δεν μπορούσαν να τον μεταφέρουν εκεί που ήτανε. Και πήγε ηρωικά και προσγείωσε το αεροπλάνο εκεί, αλλά τελικά έφερε ρίσκο. Δε ζήτησε άδεια κι έφαγε την ποινή, όταν δεν υπακούει στους νόμους. Τόσοι μήνες εκτός πτήσεων και λοιπά. Κι έφαγα τότε από τη δικτατορία χέσιμο κι είχα πει το προφητικόν: «Πρέπει να τρομάξει, να συμμαζευτεί, γιατί με το αεροπλάνο δεν παίζουμε. Θα φάει τα μούτρα του καμιά ώρα».