Εγώ γεννήθηκα το 1916 στο Άργος Πελοποννήσου. Έκτοτε μεταφέρθομεν εδώ στην Αθήνα, όπου τελειώσαμε το 8ο Γυμνάσιο κι από εκεί, έδωσα εξετάσεις και μπήκα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Από εκεί αρχίζει η περιπέτεια η μεγάλη. Διότι εγώ ήθελα ταυτόχρονα με την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου να τελειώσω και τη θητεία μου. Για αυτό πήγα κι υπηρέτησα.
Τότε η θητεία ήταν είκοσι τεσσάρων μηνών. Κατέβηκα στο Ναύπλιο και μετά με φέρανε εδώ, στο Επιτελείο της 2ας Μεραρχίας. Εμένα με έβαλαν εκεί βοηθό του γιατρού κι από εκεί και πέρα, ακολουθούσα τις σπουδές μου. Ώσπου ξαφνικά κι ενώ πηγαίναμε πολύ καλά και δεν είχαν περάσει τέσσερις μήνες μόνον από την απόλυσή μου, εξερράγη ο πόλεμος.
Ήταν 28 Οκτωβρίου το ’40 κι έγινε μια μεγάλη διαδήλωση, τρομερή. Όλη η Αθήνα, εμείς οι φοιτητές κι οι σπουδαστές από την πλατεία Αμερικής, μαζευτήκαμε διακόσιοι-τριακόσιοι και μέχρι να φτάσουμε στο Σύνταγμα γινήκαμε χιλιάδες. Με σημαίες «Ελλάδα», «Βρωμερούς Ιταλούς» κτλ. Και το πρώτο που συναντήσαμε ήταν μια μεγάλη πολυκατοικία σχεδόν απέναντι από το Πολυτεχνείο, ήταν η Ιταλική Σχολή.
Ανεβήκαμε πάνω, τα κάναμε θάλασσα, πετάξαμε έξω θρανία, βιβλία... τα κάψαμε όλα, κυριολεκτικά. Ανεβήκαμε την Πανεπιστημίου που ήταν η ιταλική εταιρία, Alitalia, η αεροπορική. Μπήκαμε μέσα, τα καταστρέψαμε έξω... Κι από εκεί, έγινε η επιστράτευσις.
Με κάλεσαν πάλι από εκεί που είχα υπηρετήσει, στο Ναύπλιο. Μπήκαμε στο τρένο και μας έβγαλε στην Καλαμπάκα. Και στην Καλαμπάκα, με νυχτερινές πορείες, για να προχωρήσουμε μέχρι το μέτωπο. Εν τω μεταξύ είχε μπει ο Γενάρης και προχωρούσε ο Γενάρης, οι Ιταλοί είχαν μπει κι είχαν καταλάβει, όπως ακούγαμε τότε, διάφορα μέρη της Πίνδου απάνω. Εκεί κατά τις 18-20 Ιανουαρίου κι εμείς βρεθήκαμε εκεί κοντά.
Άρχισε το τάγμα μας: «Nα απλωθείτε!» Ακριβώς εκεί, κοντά στο Καλπάκι. Στα ορεινά του Καλπακίου. Από εκεί και πέρα αυτοί το ‘βαλαν κυριολεκτικά στα πόδια κι άρχισαν σε άτακτο φυγή να εγκαταλείπουν τα πάντα, ό,τι μπορείτε να φανταστείτε. Την άλλη μέρα που κατεβήκαμε εμείς κάτω εκεί για να προχωρήσουμε, γιατί πήραμε εντολή «να κυνηγάτε κατά πόδα τους Ιταλούς», εκεί είδαμε σε αυτό το οροπέδιο μέσα, εγκαταλελειμμένα βαρείς όλμους, αποθήκες με πυροβολικό, αποθήκες με ιματισμό, τρόφιμα, υγειονομικό υλικό... ακόμη και ποδήλατα είχαν μαζί τους οι Ιταλοί φέρει! Ναι!
Εκεί δε σε ένα μικρό χωριό, δε θυμάμαι πώς λεγόταν, σε ένα δέντρο πάνω, είχαν κολλήσει μια ανακοίνωση ότι από εδώ και μπρος θα αγοράζετε με λιρέτες και «τόσο» λιρέτα κάνει η δραχμή. Το έσκισα και το πέταξα αυτό το πράγμα. Είχαν εγκαταλείψει ακόμα και τα γράμματα μέσα στους σάκους των στρατιωτών, που θα έστελναν στους γονείς τους οι Ιταλοί. «Ας πάρουμε κάνα γράμμα να διαβάσουμε» και πήραμε ένα, από λίγα ιταλικά που ξέραμε. Ένα παιδί έλεγε ότι: «Προχωρούμε, σε λίγο θα καταλάβουμε τα Γιάννενα και πολύ γρήγορα θα είμαστε στην Αθήνα, από όπου θα σου γράψω πάλι».
Εμείς, αμέσως μετά, προωθηθήκαμε, τους κυνηγήσαμε, φύγανε για την Κακκαβιά αυτοί απέναντι κι εμείς στην Κακκαβιά και προχωρούσαμε. Όπως προχωρούσαμε, στον δρόμο πάνω, βλέπω μια πινακίδα: «Αργυρόκαστρον: 24 χιλιόμετρα». Και πράγματι, πήγαμε. Εν τω μεταξύ, άλλα στρατεύματα είχαν καταλάβει το Αργυρόκαστρο κι εμείς θριαμβευταί μπήκαμε στο Αργυρόκαστρο, με μία θριαμβευτική παρέλαση! Δε θα το ξεχάσω ποτέ αυτό το πράγμα. Είχε βγει χιλιάδες, εκατοντάδες Έλληνες που ζούσαν τότε εκεί στην Αλβανία, με χιλιάδες κι εκατοντάδες σημαίες. Πού τις είχαν θαμμένες αυτοί; Τραγουδούσαν τον Εθνικό Ύμνο κτλ. Σημαίες στα μπαλκόνια... Μέχρι γλυκίσματα μάς έδιναν να φάμε. Συγκίνηση, μεγάλη συγκίνηση, τρομερή. Βέβαια…
Εκεί πλέον, από το Αργυρόκαστρο μέχρι τα πρώτα ορεινά που ξεκινούσαν από εκεί για να φτάσουν στο Τεπελένι, υπήρχαν αρκετά χιλιόμετρα οροπεδίου. Έπρεπε να περάσουμε αυτά τα χιλιόμετρα. Εν τω μεταξύ, είχε αρχίσει πολύ χιόνι, κρύο και παγωνιά. Ένα μέρος τελείως άχαρο. Δεν υπήρχε ψυχή να κατοικεί εκεί πάνω.
Συνέχεια βουνά, συνέχεια λόφοι. Αυτό όμως το είχαν καλά οχυρωμένο οι Ιταλοί. Από την αριστερά πλευρά του οροπεδίου, μέχρι την άλλη. Αμέσως, ένα τάγμα δικό μας ολόκληρο ξεκινήσαμε με τα πόδια κι ανεβαίναμε σιγά-σιγά το βουνό, από τη μια πλαγιά και την άλλη, για να τους πλαγιοκοπήσουμε. Οπότε άρχισαν οι μάχες. Αλλά κι αυτοί αντέστησαν εκεί αρκετά καλά και πολέμησαν, αλλά δεν μπόρεσαν να κρατήσουν πολύ, γιατί τους χτυπήσαμε πολύ άσχημα. Αυτό το ύψωμα λεγόταν Σαφέ Ραγά κι ήταν το πιο σπουδαίο ύψωμα, 1900-2000 μέτρα υψόμετρο, που κατείχε στην περιοχή αυτή. Κι από εκεί υποχωρούσαν κι αρχίσαμε κι εμείς να προχωρήσουμε.
Κι άρχισε από τότε μια ιστορία περίπου δεκαπέντε ημερών, η πιο βάναυση ιστορία η οποία υπήρχε. Διότι επί δεκαπέντε ημέρες προχωρούσαμε μέσα στο χιόνι, στο κρύο, να καταλαμβάνουμε ένα κι ένα τα υψώματα, που άλλοτε δίνονταν μάχες κι άλλοτε τα εγκατέλειπαν, μέχρι να φτάσουμε μπροστά στο Τεπελένι.
Τη νύχτα δεν είχαμε πού να κοιμηθούμε. Βάζαμε το σακίδιο και καθόμασταν στο σακίδιο κι επειδή δεν είχε να ακουμπήσεις, ο ένας ακουμπούσε πλάτη με πλάτη και κοιμόμαστε. Και σκεπαζόμαστε με ό,τι βρήκαμε, με καμία κουβέρτα, με κανένα αντίσκηνο κτλ. Τα πόδια, όμως, ήταν εκτεθειμένα έξω στο κρύο, στην παγωνιά. Για αυτό κι έπειτα είχαμε πολλά κρυοπαγήματα. Δεν έβραζε ποτέ φαγητό. Όλα τα φαγητά που είχαμε της μέρας ήταν η ξηρά τροφή, η λεγόμενη. Γαλέτα, τυρί- κεφαλοτύρι, σταφίδα και κονιάκ. Ναι.
Τέλος πάντων, προχωρήσαμε, καταλάβαμε όλα αυτά, ώσπου πια έμενε να καταλάβουμε το τελευταίο οχυρό. Το Προγονάτι. Αυτό το κράτησαν πάση θυσία, γιατί ακριβώς απέναντι δέσποζε το πολύ καλά οχυρωμένο Τεπελένι, σιδηρόφρακτο, απέναντι. Το πρώτο εικοσιτετράωρο μάς απώθησαν πολύ με αρκετές απώλειες και το δεύτερο επανελήφθη η μάχη, καταλάβαμε αυτό το ύψωμα, το οποίο δέσποζε όλης της περιοχής.
Εκεί στο Προγονάτι, την ημέρα που έγιναν οι μάχες, έπεσαν πάρα πολλοί νεκροί δικοί μας, πάνω από πενήντα-εκατό. Νεκροί. Εγώ, εν τω μεταξύ, είχα ενταχθεί αρχηγός τραυματιοφορέων και βοηθούσα για τα κρυοπαγήματα. Μου λέει όμως ο Διοικητής, ο γιατρός, μου λέει: «Γιατρέ, έλα να δεις». Από το ύψωμα που ήδη είχαμε καταλάβει, όλες οι πλαγιές γεμάτες από κάτω νεκρούς στρατιώτες, δικούς μας και δικούς τους. Εκατοντάδες νεκροί. Και μάλιστα ακόμα ήταν ζωντανοί μερικοί, ήταν μισοσκεπασμένοι από το χιόνι με το κεφάλι έξω και το ένα χέρι χαιρετούσαν.
Κατεβήκαμε λοιπόν με φορεία και καμιά δεκαριά, δεκαπέντε στρατιώτες, βρήκαμε μερικούς τραυματίες. Μεταξύ των άλλων ήταν κι ένας Ιταλός αξιωματικός τραυματίας, ο οποίος την ώρα που περνούσα μου φωνάζει: “Au Secours! Au Secours! J'ai perdu beaucoup de sang!”, «Έχω χάσει πολύ αίμα». Τον πήραμε κι αυτόν. Τον ανεβάσαμε απάνω και τον σώσαμε.
Κι εμείς κρατήσαμε απάνω το Προγονάτι, ενώ αυτοί υποχώρησαν τελείως και μπήκαν από διάφορες προσβάσεις μέσα στο Τεπελένι. Εκεί άρχισε ανταλλαγή πυροβολικών από μακριά. Αυτό κράτησε αρκετές μέρες κι είχαμε κι αρκετούς αιχμαλώτους και μάλιστα αυτομόλους. Μόνοι τους παραδίδοντο, οκτώ-οκτώ, δέκα-δέκα... σήκωναν μια λευκή σημαία, μέσα από ατραπούς κι από μονοπάτια ερχόντουσαν στα πρώτα σημεία που κατείχαμε κάτω-κάτω: “Bono Greco”, “Poco mangiare”, «Πολύ καλοί οι Έλληνες», “No Guerra”, «Όχι πόλεμο, δε θέλουμε». Λοιπόν, ένα βράδυ με φεγγάρι, μάλιστα, θυμάμαι ενώ μεταφέραμε καμιά δεκαριά τραυματίες, μου λένε: «Πάρε κι αυτούς τους αυτομόλους». Τους πήρα με φεγγάρι και τους μετέφερα από την πρώτη γραμμή. Αυτοί ενθουσιασμένοι, τη νύχτα τραγουδούσαν καλτσονέτες ιταλικές κτλ. “Poco Mangiare”, τους δώσαμε και φάγανε. Οι οποίοι δε θέλανε να πολεμήσανε: “No fascista, No Guerra”, «Όχι πόλεμο».
Εν τω μεταξύ, ήρθε μια μεγάλη μάστιγα, η μάστιγα των κρυοπαγημάτων. Κάθε μέρα δεκάδες, και εκατό ίσως. Εν τω μεταξύ, εγώ σαν φοιτητής ιατρικής, πήγα κοντά στον γιατρό και κάναμε μία ομάδα πρώτων βοηθειών, ας πούμε, για να ελέγχουμε τα κρυοπαγήματα. Και κάθε μέρα στέλναμε στα μετόπισθεν είκοσι έως τριάντα κρυοπαγημένων. Τα άκρα των δαχτύλων μαυρίζανε, παθαίναν νεκρώσεις και γάγγραινα των άκρων, που αυτή προχωρούσε και λίγο-λίγο έτρωγε όλο το πόδι.
Υπήρχε δε εντολή από πάνω από τη Διοίκηση να βρίσκουμε κάθε μέρα τους κρυοπαγημένους και να τους στέλνουμε εγκαίρως, αν μπορούσε να γίνει καμία θεραπεία. Αλλιώς γινόντουσαν ακρωτηριασμοί, κόβανε τα πόδια. Λοιπόν, αφού ασχολήθηκα με αυτό το πάνω, ήρθε μια διαταγή να αντικατασταθεί το τάγμα κι ως εκ τούτου εγώ δεν ξέρω τι έγινε στο Τεπελένι. Δεν έπεσε όμως ποτέ το Τεπελένι, από όσο έχω μάθει.
Και πράγματι, πήγαμε σε ένα ωραίο χωριό, νοτίως του Αργυροκάστρου, το Λιμπόχοβο. Πήγαμε εκεί κι άρχισε άλλος πόλεμος, η ψείρα. Τρομερός εχθρός η ψείρα! Να μπορέσουμε να ξεπλυθούμε, να κάνουμε ένα μπάνιο κτλ. Εκεί καθίσαμε αρκετά, ώσπου ήρθε μία διαταγή. Αποφάσισε το Γενικό Επιτελείο Στρατού να ιδρύσει μια Σχολή Εφέδρων Ανθυπολοχαγών του Πεζικού. Έτσι λοιπόν, τέσσερις από εμάς επελέγημεν για να πάμε στη Σχολή Εφέδρων Ανθυπολοχαγών. Κατόπιν τούτου, κατεβήκαμε. Από τότε λοιπόν, επί ένα μήνα, άρχισε η συστηματική εκπαίδευση. Οπότε ξαφνικά στις 6 Απριλίου, οι Γερμανοί κήρυξαν τον πόλεμο. Τι να κάνουμε εμείς;
Ήταν πια 26 Απριλίου. Είχαν μπει στην Αθήνα, είχαν υποστείλει την ελληνική σημαία από την Ακρόπολη κι είχαν ανεβάσει τη σβάστικα. Είχαν αντικαταστήσει τους φρουρούς στον Άγνωστο Στρατιώτη με δικούς του κι είχαν κάνει ένα τηλεφώνημα στον Διοικητή της Σχολής εδώ, ένας Συνταγματάρχης --κι ετοιμαζόμαστε να φύγουμε να πάμε στο σπίτι μας, είχε τελειώσει ο πόλεμος-- λέει: «Σας παρακαλώ, μη φύγετε. Διότι έλαβα μια διαταγή που είμαστε υποχρεωμένοι να παραδώσουμε τη σχολή στους Γερμανούς. Κι εγώ δε θα την παραδώσω, θα αυτοκτονήσω!» Ζαλοχώρης λεγόταν, Συνταγματάρχης. Τι να κάνουμε…
Αυτός με δάκρυα στα μάτια και με συγκίνηση, κάθισε σε μια καρέκλα κι άρχισε να βγάζει έναν λόγο για τη Σχολή Ευελπίδων, για τα θαύματα που έκαναν τόσα παιδιά που πολέμησαν και σκοτώθηκαν κτλ. Οπότε δεν πέρασε πολλή ώρα, χτύπησε πάλι το τηλέφωνο, διότι είχαν καταλάβει και το φρουραρχείο κι από εκεί τηλεφωνούσαν ότι έρχεται μια φάλαγγα για να καταλάβει τη Σχολή Ευελπίδων. Πράγματι, ήρθε η φάλαγγα αυτή και παρετάχθη μπροστά από την κεντρική είσοδο της σχολής. Από πίσω ήταν συνέχεια εκατοντάδες φορτηγά γεμάτα Γερμανούς στρατιώτες και μπροστά σε επιβατικά αυτοκίνητα, κάτι αξιωματικοί.
Δυο-τρεις αξιωματικοί ανέβηκαν, χαιρέτησαν στρατιωτικά κι όχι φασιστικά, κι εμείς τους χαιρετήσαμε. Μπήκαν στη Σχολή, τους παρέδωσε τα κλειδιά της Σχολής και τα γραφεία, καθώς και τα κτίρια της σχολής κι από εκεί με το όπλο στη θήκη μας, το πιστόλι μας, όπως προέβλεπαν η Συνθήκη, αναχωρήσαμε και φύγαμε. Αυτό ήταν το τέλος του πολέμου.
Ποτέ δεν πιστέψαμε ότι ήμαστε ηττημένοι. Πιστέψαμε ότι πάλι ήμαστε νικηταί. Γιατί είχαμε καταφέρει τόσους Ιταλούς, που σχεδόν τους είχαμε διώξει.