ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΣΤΟ ΚΛΕΙΔΩΜΕΝΟ ΣΥΡΤΑΡΙ
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΣΤΟ ΚΛΕΙΔΩΜΕΝΟ ΣΥΡΤΑΡΙ
Περιγραφή
Ένα μικρό κορίτσι ανοίγοντας τυχαία ένα κλειδωμένο συρτάρι, ανακαλύπτει ένα κρυμμένο μυστικό που θα της αλλάξει τη ζωή.
Φίλτρα
Συντελεστές
Έρευνα
- Πένυ Βασιλάκη
Αφήγηση
- Η αφηγήτρια ζήτησε ψευδωνυμία
Δημιουργία Podcast
- Σταύρος Βλάχος
Σχεδιασμός Ήχου
- Δημήτρης Πατσαρός
Επεξεργασία Ήχου
- Δημήτρης Παπαδάκης
Μουσική
- Δημήτρης Πατσαρός
Εγώ γεννήθηκα 30 Αυγούστου του 1958 σ’ ένα μικρό-μικρό σπιτάκι, σε κάτι χαλάσματα μέσα, από μία μαμά που είχε… εγώ ήμουνα το έβδομο παιδί της. Αυτή η γυναίκα, λοιπόν, ήταν τόσο αγαθή και τόσο δύσκολα είχε περάσει, που είχε αποφασίσει να δίνει τα παιδιά. Οπότε εγώ ήμουνα το δεύτερο παιδί που έδωσε, είχε δώσει άλλο ένα αγόρι.
Κάπου σε μια άλλη γειτονιά, λοιπόν, υπήρχε η θετή μου μαμά. Πώς να την πούμε; Να την πούμε Κατερίνα. Η Κατερίνα, λοιπόν, είχε γνωρίσει έναν άνθρωπο μεγάλης ηλικίας. Όμως δεν μπορούσανε να κάνουν παιδιά. Η μαμά μου ήθελε παιδιά —λέω «η μαμά μου», τη θετή μου μαμά, γιατί μόνο αυτή έχω σαν μαμά— και μια γειτόνισσα από εκείνη τη γειτονιά που μένανε, τη φτωχική, τους λέει, λέει: «Κατερίνα, έχω μια γυναίκα που γεννάει κι αν θέλεις, να της πω να σου δώσει το παιδί». «Ναι, αλλά ο άντρας μου δε θέλει». «Θα το κάνουμε διαφορετικά», της λέει. «Θα στο φέρομε στην πόρτα, θα σου χτυπήσουμε το κουδούνι, θα βγεις έξω κι ήταν δώρο Θεού».
Έτσι, λοιπόν. Ένα ωραίο βράδυ χτυπάει την πόρτα, το κουδούνι, κι ανοίγει η Κατερίνα, βλέπει ένα καλάθι, είναι μέσα το μωρό. Φωνάζει του άντρα της: «Κοίταξε», του λέει, «τι μας φέρανε στην πόρτα μας». «Τρέχα», της λέει, «πάρε την αστυνομία». «Μα είναι δώρο Θεού αυτό!» του είπε, έτσι ακριβώς. «Άστο», του λέει, «είναι τόσο καλό, τόσο γλυκό…» Το βάλανε μέσα, το μωρό ήτανε σαράντα ημερών, έγραφε το σημείωμα. Κι έτσι, η βιολογική μητέρα εξαφανίστηκε.
Το μικρό μεγάλωνε, πριγκίπισσα! Ό,τι ήθελε, ήτανε νόμος γι’ αυτούς. Είχαν, όμως, πόλεμο απ’ τη μεριά του πατέρα. Γιατί ο πατέρας αυτός είχε αδέλφια, αντιδρούσανε πολύ άσχημα, είχε πολύ μεγάλο πόλεμο. Πρώτον, ήτανε πολύ μικρή σε ηλικία η μαμά μου. Δεύτερον, αντιδρούσανε, γιατί αυτή η λίγη περιουσία που είχε, θεωρούσανε ότι δε χρειαζόταν να πάει σε ένα ξένο άτομο. Οπότε είχανε φοβερό πόλεμο κι η μάνα κι το παιδί. Είχανε πολλές προστριβές μεταξύ τους και φταίγανε τα σόγια. Μιλάμε, σε κάποιες φάσεις την έδερνε, γιατί δεν άντεχε η μαμά κι άρχισε και φώναζε κι έβριζε το σόι. Οπότε κάποια στιγμή σήκωσε και χέρι, κάνα-δυο φορές. Το παιδί, μικρό, βίωνε κάποιες καταστάσεις.
Κι όταν πήγε δώδεκα χρόνων-δεκατρία, αρρωσταίνει ο πατέρας. Δεν μπορούσε να δουλέψει, άρχισαν δυσκολίες στο σπίτι. Ο πατέρας άρρωστος, παθαίνει τάση μελαγχολίας, είχε τάση αυτοκτονίας, έκοβε φλέβες, έπεφτε απ’ τις σκάλες, τρέχαμε στα ψυχιατρεία. Και σε κάποια φάση, όταν γίνομαι δεκατεσσάρων χρόνων, λέει ο μπαμπάς: «Πρέπει να κλείσω κάποια αρχεία που έχω, γιατί αφού δεν μπορώ πλέον να δουλέψω, πρέπει να αρχίσω να κλείνω τις δουλειές μου». Οπότε, καλάει το παιδί και του λέει: «Τρέχα στο υπόγειο να βρεις το τάδε τιμολόγιο, να μου το φέρεις στο γραφείο μου».
Κατεβαίνει, λοιπόν, ψάχνει, δεν μπορεί να το βρει. Βλέπει ένα συρτάρι κλειδωμένο, βρίσκει το κλειδί, ανοίγει, και βρίσκεται μπροστά σε μία εφημερίδα, που λέει: «Θήλυ, υιοθετήθηκε από τον τάδε και τον τάδε, αγνώστων γονέων, το 1959». Σοκ! Μεγάλο σοκ. Εγώ τότε δεκατεσσάρων χρόνων, άρχισα και συνδύαζα πράγματα. «Γι’ αυτό, λοιπόν, δε με θέλανε, γι’ αυτό, λοιπόν, όλες αυτές οι φασαρίες που γινόντουσαν στο σπίτι!» Γιατί μέχρι τότε δε μου είχαν αφήσει να καταλάβω τι γινότανε. «Γι’ αυτό άκουγα διάφορα σχόλια απ’ τον κόσμο, αλλά δεν καταλάβαινα, δεν μπορούσα». «Γιατί ο μπαμπάς είναι τόσο μεγάλος κι εσύ είσαι μωρό; Είναι ο παππούς σου, δεν είναι μπαμπάς σου».
Οπότε κάποια στιγμή παίρνω την εφημερίδα, πάω, τους λέω: «Τι είναι αυτό;» Κοκκαλώνουνε κι οι δυο. «Παιδί μου, που εσύ είσαι η ζωή μας, δεν έχουμε άλλο από σένα…» Εγώ βγήκα στην ταράτσα, τόσο πολύ, για να πέσω! Τρέχει η μάνα μου, με πιάνει. «Κατάλαβε», μου λέει, «ότι εγώ, εσύ κι ο μπαμπάς είμαστε, δεν έχουμε κανέναν άλλο».Ποτέ δε μου κακολόγησε τη μάνα τη βιολογική κι αυτό της το αναγνώρισα πολύ. Δηλαδή, έλεγε ότι ήταν «μια γυναικούλα, πολύ φτωχειά, αλλά πολύ καθαρή», δηλαδή «φορούσε μια ρομπίτσα», μου λέει. «Αλλά ήσαστε πολλά παιδιά, δεν μπορούσε να σας ζήσει. Ήταν οι εποχές τέτοιες, δύσκολες». Κι έτσι λοιπόν ηρεμώ, κατεβαίνω κάτω κι αποφασίζω αυτοί οι άνθρωποι να ’ναι πάντα για μένα.
Περάσαν τα χρόνια και σε κάποια φάση της ζωής μου, μια γειτόνισσα μού κάνει προξενιό έναν ανιψιό, ο οποίος ανηψιός ερχόταν και ψώνιζε απ’ το μαγαζί που δουλεύω. Δεν ξέρω, το ένστικτο; Είπα το «ναι», τέλος πάντων. Μένω έγκυος, εν τω μεταξύ, στο πρώτο μου παιδί. Σε κάποια φάση μένω και στο δεύτερο παιδί έγκυος, πεθαίνει εν τω μεταξύ ο μπαμπάς μου, γιατί ήτανε πολύ μεγάλος και άρρωστος, κι έχω τη μαμά μου πάντα μαζί. Σιγά-σιγά-σιγά, μεγαλώναν τα παιδιά.
Εμένα όμως με έτρωγε ότι ήμουνα υιοθετημένη κι ότι εγώ κάπου στην πόλη μου, υπήρχαν η οικογένειά μου. Όταν έβγαινα έξω στον δρόμο, κοίταζα —ξέρεις— τους ανθρώπους κι έλεγα: «Λες αυτή να ’ναι η μαμά μου;» «Λες αυτός να είναι ο μπαμπάς μου ή να ’ναι τα αδέλφια μου αυτά ή μοιάζουμε;» Προσπαθούσα να βρω ανθρώπους να μοιάζω, για να δω αν είναι οι δικοί μου άνθρωποι, ας πούμε. Όταν, λοιπόν, ο γιος μου έγινε είκοσι χρονών, λέω: «Πρέπει να τους βρω, να δω ποιοι είναι».Λέω, λοιπόν, του άντρα μου, λέω: «Ξέρεις, πρέπει να τους βρούμε. Ψάξε, βρες κι αν τυχόν αξίζει ο κόπος, πες μου το. Αλλιώς, απλώς να ξέρεις εσύ ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι».
Έψαχνε δύο χρόνια. Κάποια στιγμή, λοιπόν, έρχεται στο σπίτι, μου φέρνει μία φωτογραφία και μου λέει: «Αυτές είναι οι αδελφές σου. Και κανόνισα», μου λέει, «πήγα, βρήκα την αδερφή σου τη μια, της είπα ότι είμαι ο τάδε, έχω πάρει τη μικρή σου αδερφή κι αν θέλεις να σμίξετε, να τη γνωρίσετε». Κι ένα βράδυ, μου λέει: «Θες να πάμε να τους δεις όλους, τα αδέλφια σου, τη μάνα σου τη βιολογική, να τους γνωρίσεις;»
Πάμε, λοιπόν, στο σπίτι που γεννήθηκα. Με περιμένανε με ανθοδέσμες. Έρχεται η βιολογική μου μάνα, μ’ αγκαλιάζει. Ένα κρύο πράγμα ένιωσα. Μια αγκαλιά που δεν ήταν αγκαλιά, ήταν ψεύτικη αγκαλιά για μένα. Το μόνο που μου ’πε: «Παιδί μου, δεν ήθελα να σε δώσω. Δεν ήθελα να σε “δώκω”», έτσι ακριβώς. Τέλος πάντων.
Γνώρισα τ’ αδέλφια μου, αρχίσαμε να έχουμε σχέσεις. Όμως το πνευματικό επίπεδο το δικό τους με το δικό μου, δεν υπήρχε σύμπνοια. Δηλαδή, κάπου οι ηθικές αξίες κι οι αξίες που είχα εγώ στη ζωή μου, δε συμπίπταν με τις δικές τους. Σε κάποια φάση, λοιπόν, μου λένε: «Ξέρεις, υπάρχει άλλο ένα παιδί που έχει δώσει η “μαμά”», σε εισαγωγικά, «ο οποίος πρέπει να είναι στην Αμερική κι είναι δύο χρόνια μεγαλύτερός σου. Θες να ψάξουμε να τον βρούμε;».Λέω: «Αν θέλετε εσείς, βεβαίως, γιατί όχι;» Και τον βρίσκουνε απ’ την Αμερική, είναι ο μόνος που έχουμε σχέσεις αυτή τη στιγμή, διότι έχουμε τα ίδια βιώματα. Αυτόν τον είχανε δώσει σε ορφανοτροφείο κι οι γονείς του τον πήραν από εκεί.
Μετά αρρωσταίνει ο άντρας μου, φεύγει όμως από τη ζωή. Και ήτανε, πιστεύω, εκτός από τους γονείς που με υιοθετήσανε, ήτανε ο μόνος άνθρωπος που μ’ αγάπησε πραγματικά. Ο μόνος άνθρωπος. Ένιωθα τόση ασφάλεια, γιατί μου ’λειπε η ασφάλεια εμένα. Και ίσως του είπα το «ναι», γιατί πριν είχα γνωρίσει την οικογένειά του με μια-δυο επισκέψεις τότε κι είδα ότι είναι οικογένεια. Και το ήθελα, το ζητούσα εγώ αυτό. Κατάλαβες; Γι’ αυτό είπα και το «ναι».
Καταρχήν είχα θυμό μέσα μου, είχα πολύ θυμό για την οικογένεια που μ’ έδωσε. Όταν δε, πέθανε η βιολογική μου μητέρα, που μου είπανε και πήγα στην κηδεία, εκάθισα, βέβαια, στην άκρη, σαν να μην είμαι μέλος της οικογένειας, δεν ήθελα. Περίμενα, τελείωσε η κηδεία της, έφυγε ο κόσμος, δε στάθηκα να με χαιρετήσει ο κόσμος. Πήγα από πάνω της, της είπα: «Ο Θεός να σε συγχωρέσει!» Κι έφυγα.Αλλά εκείνη την ώρα ένιωσα, έκανε «τακ», αυτό το πράγμα στην καρδιά μου μέσα. Έκλεισε ένα βιβλίο. Σαν να το ’βλεπα μπροστά ότι ήταν ανοιχτό το βιβλίο μου της ζωής μου μπροστά μου κι έκλεισε κι άρχισα καινούριο.
Και πιστεύω ότι όλα τα υιοθετημένα παιδιά το νιώθουν αυτό. Όση αγάπη και να πάρουνε απ’ τους γονείς τους. Είναι ένα ένα μικρό, ας πούμε, μέσα στην ψυχή, ναι, που τους τρώει. Ένα «γιατί», ένας θυμός. Εγώ είχα πολύ θυμό. Εκ των υστέρων, λοιπόν, ο άντρας μου μού ’λεγε ότι ήμουν πάρα πολύ τυχερή κι ήμουν πάρα πολύ τυχερή. Έστω με ό, τι προβλήματα αντιμετώπισα. Γιατί πήρα μόρφωση, πήρα παιδεία, πήρα ηθικές αξίες στη ζωή μου, που αυτά, ίσως, δε θα τα ’παιρνα σε αυτή την οικογένεια.Μου δώσανε πράγματα ανεκτίμητα στη ζωή μου που δεν πρόκειται ποτέ να τα αλλάξω και μπόρεσα εγώ και τα μετάδωσα στα παιδιά μου αυτά. Και μέχρι τώρα, μου δίνουν συγχαρητήρια για τα παιδιά μου, για το ήθος τους και για την αξιοπρέπειά τους. Αυτό είναι η μεγαλύτερη περιουσία για μένα. Αυτό, αυτό, αγάπη μου.