Ο ΠΡΩΤΟΣ GRAFFITI ARTIST ΤΗΣ ΔΡΑΜΑΣ
Ο ΠΡΩΤΟΣ GRAFFITI ARTIST ΤΗΣ ΔΡΑΜΑΣ
Περιγραφή
Ο Θανάσης Παπαδόπουλος ξεκίνησε γράφοντας "skate or die" στα μάρμαρα της πλατείας της Δράμας. Σήμερα είναι ο καταξιωμένος ζωγράφος TANO.
Φίλτρα
Συντελεστές
Έρευνα
- Κατερίνα Μανούση
Αφήγηση
- Θανάσης Παπαδόπουλος / «TANO»
Δημιουργία Podcast
- Δημήτρης Κοτσέλης
Σχεδιασμός Ήχου
- Δημήτρης Πατσαρός
Επεξεργασία Ήχου
- Δημήτρης Παπαδάκης
Σκηνοθεσία Βίντεο
- Αποστόλης Καρουλάς
Ήθελα να γράψω «Δώρα», ήταν μία κοπέλα που είχα ερωτευτεί τότε. Δεν είχα καμιά ιδέα πόσα χρειάζεται σπρέι για να κάνεις κάτι. Μάζεψα, ήτανε μία μεγάλη τσάντα γυμναστηρίου γεμάτη, ήτανε πολλά σπρέι. Δεν είχαν έρθει οι άλλοι από την παρέα μου και βρήκα έναν άλλον φίλο, καμία σχέση μ’ αυτά, με τις ομάδες αυτός ήταν οπαδός, ας πούμε, έτσι, αυτό, ψιλο-χούλιγκαν. Και του λέω: «Έλα», λέω, «να κρατάς τσίλιες». Πήγα λοιπόν στο Εθνικό Γήπεδο της Δράμας πάνω. Και ξεκινάω εγώ να βάφω στην πλαϊνή πλευρά μιας μονοκατοικίας, δεν ήταν πολύ αργά, νομίζω ήταν 11-11μισι, ήταν ακόμα ξύπνιοι οι άνθρωποι.
Κι αυτός αντί για να κρατάει τσίλιες, ε δεν ήταν κι άτομο όπως φάνηκε για να βασιστείς, πήρε μερικά σπρέι από μένα και πήγε πιο πάνω στο Εθνικό να γράψει κι αυτός «Τούφας», «Τούφα» τον φωνάζαμε. Έκανα, σχεδίασα μόνο δηλαδή με μία γραμμή, θυμάμαι, ένα πράσινο «Ω»… ακούμε αυτοκίνητα να έρχονται με φόρα, νομίζω ήταν τρία αυτοκίνητα. Ήτανε ένα περιπολικό ήρθε από κάτω, νομίζω ένα τζιπάκι της αστυνομίας από πάνω κι ένα αυτοκίνητο της ασφάλειας. Εγώ δεν μπορούσα να κουνηθώ και δε θα παρατούσα τώρα μία τσάντα με σπρέι για να τρέξω. Με βάλαν σε ένα περιπολικό της αστυνομίας και με πήγανε στην Ασφάλεια τότε.
Έφαγα δύο γερές σφαλιάρες μες στο περιπολικό, γιατί νομίζανε ότι ήμουνα νεοναζί, γιατί τους είχανε πει ότι έκανα σβάστικες. Ο αστυνομικός που ‘τανε συνοδηγός ήτανε απίστευτα εκνευρισμένος, γιατί θυμάμαι τι έλεγε: «Σφάζανε και σκοτώνανε» λέει, νόμιζε ότι εγώ υπερασπιζόμουν τους Ναζί.
Ανεβήκαμε στον δεύτερο όροφο της Ασφάλειας της Δράμας, είχαν πάρει και την τσάντα με τα σπρέι. Βγάζει δυο-τρία και βλέπει ότι κι από κάτω από αυτά τα σπρέι, έχει σπρέι. Και μου λέει: «Αυτά ρε τι είναι, παλικάρι μου; Με αυτά μπορείς να βάψεις όλη τη Δράμα», λέει, «γιατί τα κουβαλάς αυτά;» Γιατί δεν ξέρανε τι γίνεται. Στο γωνιακό το γραφείο καθόταν ένας κύριος, ο οποίος φαινότανε ότι ήτανε ο πιο νηφάλιος, πιο ήρεμος, ήτανε... καμία σχέση με τους υπόλοιπους που ήτανε πιο, έτσι, πωρωμένοι. Και μου λέει: «Έλα παιδί μου, κάτσε εδώ πέρα στο γραφείο». Μου λέει: «Τι έκανες εσύ εκεί πέρα;» Λέω: «Γκράφιτι». Μου λέει: «Τι είναι αυτό το πράγμα;» Λέω: «Γκράφιτι, που ζωγραφίζουν στους δρόμους, τους τοίχους». Μου λέει: «Τι ζωγραφίζουνε;» δηλαδή, ο διάλογος ήταν σουρεαλιστικός. Αλλά σκέψου ότι προσπαθείς να εξηγήσεις σε έναν άνθρωπο κάτι το οποίο δεν έχει ξανακούσει ποτέ του. «Αυτά», λέω, «γινονται στην Αμερική. Αυτά», λέω, «είναι γκράφιτι». Απόρησε ο άνθρωπος, κατάλαβε, μου λέει: «Γι’ αυτό τα κουβαλάς αυτά ε;» «Ναι», λέω, «είναι για να ζωγραφίσω». «Μάλιστα», μου λέει.
Ξεκίνησα να ασχολούμαι με τη ζωγραφική και το γκράφιτι --για μένα στην ουσία ταυτίζονται-- από το Δημοτικό, περίπου. Θυμάμαι ότι ζωγράφιζα από τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού και χωρίς να ξέρω τι είναι το γκράφιτι, είχα ψάξει κι είχα βρει μαρκαδόρους, έγραφα και στους τοίχους του σχολείου, στα θρανία και στα τετράδια. Στη συνέχεια, στο Γυμνάσιο γνώρισα τους πρώτους μου έτσι πολύ καλούς φίλους, τέσσερα άτομα, κάναμε skate στην πλατεία της Δράμας, στην τότε πλατεία της Δράμας, που ήταν όλη μαρμάρινη οπότε κι είχε και σκαλιά, κατάλληλη για να κάνεις, ας πούμε, skate, ήταν το στέκι μας.
Στην πλατεία της Δράμας, στην ουσία, ξεκινήσαμε να κάνουμε γκράφιτι. Ήμουν εγώ, ο Σάκης ο Freak, ο Bart κι ο Filis, ήταν τα ψευδώνυμα μας, που ακόμα όταν βρισκόμαστε, έτσι αναφερόμαστε ο ένας στον άλλον. Ήμασταν οι πρώτοι που ξεκινήσαμε στην ουσία να κάνουμε γκράφιτι στη Δράμα. Πρώτα είχαμε ξεκινήσει με μαρκαδόρους, δηλαδή ζωγραφίζαμε εκεί στα μάρμαρα της πλατείας διάφορα, ας πούμε, συνθήματα τότε, όπως «Skate or die», τέτοια και με το γκράφιτι ό,τι μπορούσαμε να σκεφτούμε.
Είχαμε ανακαλύψει ένα περιοδικό, το οποίο λεγόταν Ηip Ηop Connection, για τη ραπ μουσική. Είχε ένα ένθετο κάποιες σελίδες γκράφιτι. Γκράφιτι σε τρένα, σε τοίχους στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτό φυσικά το ψάχναμε, περιμένουμε πώς και πώς, πώς θα έρθει, ήταν το Ευαγγέλιό μας, ας πούμε, γιατί βλέπαμε κάτι από τον έξω κόσμο. 1991-‘92, '93. Γιατί νομίζω κάπου εκεί ήταν και το MTV κι αρχίσαμε να βλέπουμε video clip. Αναπαράγαμε και λίγο το lifestyle με τον τρόπο μας, δηλαδή κουβαλούσαμε τα γειτονικά σκουπίδια και καίγαμε πράγματα στο βαρέλι, ξέρω ‘γω, έτσι, λες κι ήμασταν άστεγοι. Είχαμε έναν χώρο που το λέγανε «γκέτο», έτσι, γιατί από τα τραγούδια που ακούγαμε κι από αυτά, τα ερεθίσματά μας ήταν το γκέτο, ήτανε, ξέρεις, οι μαύροι στα γκέτο που κάνανε γκράφιτι και ραπάρανε και φτιάχναμε κι εμείς τον κόσμο μας. Το γκέτο ήτανε, στην ουσία ήταν ένα μικρό σαν τούνελ, ας πούμε, που ήταν στο κτίριο του Διοικητηρίου της Δράμας ακριβώς, δηλαδή ήτανε στο διοικητικό κέντρο της πόλης. Είχε ένα παρατημένο αυτοκίνητο παλιό μέσα κι ένα παλιό βαρέλι. Σου έδινε, δηλαδή, είναι μία μικρογραφία, είναι ένα γκέτο, θύμιζε αυτά τα γκέτο που έβλεπες στα video clip, ας πούμε.
Στα τρένα συχνάζαμε. Στα τρένα κάναμε... Νομίζω ήτανε η πρώτη φορά που πιάσαμε σπρέι στη ζωή μας. Μαζέψαμε, ξέρω 'γω, έξι σπρέι, πέντε, κατενθουσιασμένοι και πήγαμε στα τρένα, κάναμε το πρώτο. Λεγόμασταν τότε «Street Gang», ήταν πολύ ευφάνταστο το όνομά μας και γράψαμε αυτό: «Street Gang» και κάναμε κι ανάμεσα στα γράμματα έναν πυροσβεστικό κρούνο, για κάποιο λόγο.
Αλλά η ιδιαιτερότητα στη Δράμα ήταν ότι προσέχαμε όσο μπορούσαμε την ανωνυμία μας και δε θέλαμε να μας πιάσουνε. Λέγαμε και κάποιους άλλους φίλους, μπορεί να βρίσκαμε δύο-τρία άτομα ακόμα που δεν κάναν γκράφιτι και τους ακροβολίζαμε στα κοντινά στενά, είχαμε τσιλιαδόρους, οπότε δεν υπήρχε καμία περίπτωση να μας δει κάποιος να ζωγραφίζουμε. Γιατί κι η μπίλια του σπρέι, ας πούμε, ακούγεται σε μία απόσταση κι εντάξει, μες στη νύχτα, μες στην ησυχία, ακούγεται.Αυτό που νιώθεις είναι αδρεναλίνη, έξαψη, αυτό, ότι κάνεις έτσι κάτι παράνομο. Μοιάζει σαν να κάνεις, ας πούμε, extreme sports, αλλά με δημιουργικό στοιχείο, έντονο. Θυμάμαι ότι κάποια βράδια δεν είχα κοιμηθεί, γιατί κάναμε γκράφιτι όλο το βράδυ και πήγαινα κατευθείαν στο σχολείο. Δηλαδή πήγαινα σπίτι, έπαιρνα την τσάντα και πήγαινα στο σχολείο το πρωί κατευθείαν.
Παράλληλα, άρχισα να δουλεύω και να πειραματίζομαι και με πινέλο και πλαστικό, γιατί ψαχνόμουνα με τη ζωγραφική, όπως είπα, από μικρός. Οπότε αγόρασα πλαστικά χρώματα και φαρδιά πινέλα κι άρχισα να τα εντάσσω στο γκράφιτι. Στην ουσία ξεκίνησα έτσι, με κάποια μαθήματα ζωγραφικής, με ό,τι υπήρχε στη Δράμα κι όπου μπορούσα να βρω. Ακόμη και στο χωριό μου μια κυρία που ζωγράφιζε πήγα και τη ρωτούσα αν μπορούσα να μάθω κάτι. Θυμάμαι τη συμβουλή της, ήτανε μία που είχε πει, μου λέει: «Ζωγραφίζεις πρώτα αυτά που είναι πίσω, τον ουρανό και μετά ζωγραφίζεις τα μπροστά».
Δεκαοχτώ χρονών πήγα στην Αθήνα να μείνω για να μπω στην Καλών Τεχνών, οπότε ξεκίνησα εκεί στο εργαστήρι του Στέφου. Εκεί πήρα τις βάσεις της ζωγραφικής στη ζωή μου. Επέστρεψα στη Δράμα, συνέχισα το γκράφιτι και τότε ήταν που έκανα και το πρώτο φεστιβάλ εδώ στη Δράμα με γκράφιτι, στα τρένα της Δράμας. Κατάφερα να πάρω άδεια, το Railside Festival.
Τα τρένα είναι στην ουσία ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να δούνε πιο πολλοί άνθρωποι αυτά που έχεις κάνει. Το είδε ο Βασίλης, που εκείνη την περίοδο άνοιγε το βιβλιοπωλείο του, το Λυχνάρι και με σταμάτησε στον δρόμο και μου λέει: «Κάνεις γκράφιτι;» Λέω: «Ναι». Μου λέει: «Να έρθεις να ζωγραφίσεις το μαγαζί», μου λέει, «θα σε πληρώσω κανονικά». Αυτή είναι η πρώτη μου δουλειά. Aπό 'κει, η μία δουλειά έφερε την άλλη κι υπήρχε μεγάλη ζήτηση για νόμιμα γκράφιτι στην πόλη. Θυμάμαι ότι είχα βγάλει πολλά λεφτά, δηλαδή είχα κάνει σε κλαμπ, σε πιτσαρίες, φαστφουντάδικα, σε σπίτια, σε παιδικά δωμάτια, σε σχολεία. Αυτά ήταν επί πληρωμή και συνεχίζαμε και δουλεύαμε παράνομα, συστηματικά.
Υπήρχε η νοοτροπία κάποια μέρη δεν τα ακουμπάς, τα σέβεσαι. Δηλαδή μία εκκλησία, έναν πέτρινο τοίχο, ένα παλιό σπίτι, δηλαδή κάτι που έχει ομορφιά από μόνο του δεν το πειράζαμε. Προτιμούσαμε μέρη που να θεωρούσαμε εμείς ότι τα ομορφαίνουμε. Νομίζω ότι αυτό έφερε σαν αποτέλεσμα στη Δράμα το γκράφιτι να έχει μία καλή θέση. Είναι μια πολύ μεγάλη ιστορία, πολύ πλούσια ιστορία αυτή του γκράφιτι κι αυτός ο μικρόκοσμος της Δράμας έχει μία δική του ξεχωριστή ιστορία σ’ όλο αυτό το παγκόσμιο, έτσι, βιβλίο.
Μετά πέρασα, ξαναέδωσα και πέρασα στην Καλών Τεχνών και την περίοδο που μιλάμε συνδυάζω στην ουσία ελαιογραφία, ψηφιακή ζωγραφική και γκράφιτι. Το όνομά μου είναι Παπαδόπουλος Αθανάσιος και χρησιμοποιώ το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Tano.