ΠΑΝΤΡΕΥΤΗΚΑΜΕ ΣΑΝ ΚΥΝΗΓΗΜΕΝΟΙ
ΠΑΝΤΡΕΥΤΗΚΑΜΕ ΣΑΝ ΚΥΝΗΓΗΜΕΝΟΙ
Περιγραφή
Μια νεαρή, περιζήτητη κοπέλα από τη Θάσο, δέχεται πρόταση γάμου από έναν σχεδόν άγνωστο άνδρα που έβαλε στοίχημα ότι θα την παντρευτεί.
Ανήκει στη Συλλογή
10 Podcasts
ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΓΑΠΕΣ
Φίλτρα
Συντελεστές
Έρευνα
- Χαϊδεμένη Παλτόγλου
Αφήγηση
- Μαρία Βεργοτίδου
Δημιουργία Podcast
- Χάρις Παγωνίδου
Σχεδιασμός Ήχου
- Δημήτρης Παλαιογιάννης
Επεξεργασία Ήχου
- Δημήτρης Παπαδάκης
Γεννήθηκα στη Θάσο το 1951. Το χωριό μου λέγεται Μαριές. Είχαμε αγροτικές δουλειές, είχαμε ζώα, ήταν κτηνοτρόφος ο πατέρας μου, πηγαίναμε, τον βοηθούσαμε, είχαμε κι ελιές. Ήμαν τόσο ζωηρό κοριτσάκι! Ανέβαινα πάνω στα δέντρα, πήγαινα στα ζώα, ήμαν όχι πολύ παχιά, ήμαν αδύνατο κοριτσάκι, αλλά ήμαν από αγρότικια οικογένεια κι ήμαν γεροδεμένο παιδί.
Σιγά-σιγά μεγάλωσα. Έγινα κοπελίτσα, δεκαέξι χρονών. Είχα μακρύ μαλλί, ήμαν… έτσι περπατούσα, ελεύθερα και πάντα όταν πήγαινα να ψωνίσω στα ψώνια που με στέλνανε, βγαίναν τα παλικάρια στο τζάμι στο καφενείο και λέγαν: «Το ορτυκάκι περνάει!» και με 'βλέπαν. Με θέλαν πολλά παιδιά του χωριού. Εγώ δεν ήθελα. Όποιος με σταματούσε, τον μάλωνα και τον έδιωχνα.
Τον άνδρα μου τον λέγαν Χαράλαμπο, «Μπάμπη» τον φωνάζανε. Κι έβαλε στοίχημα ότι: «Εγώ θα σας το κλέψω αυτό το κορίτσι και θα το πάρω από εδώ» Και πράγματι, κέρδισε το στοίχημα.
Το 1967, πριν λίγες μέρες των Χριστουγέννων, ζύμωσα ψωμί κι ο πατέρας μου ήταν φύλακας σ’ ένα ελαιοτριβείο κι έπρεπε να πάω τα ψωμιά. Πήγα στη στάση να πάρω λεωφορείο κι όπως μπήκα μέσα και καθόμουνα, βλέπω ένα παλικάρι και λέω: «Κάπου το ξέρω αυτό το παλικάρι». Κατεβήκαμε στην ίδια στάση. Δε με μίλησε, δεν τον μίλησα. Φορούσε μία γαλάζια μπλούζα, ένα γαλάζιο παντελόνι κι ένα σακάκι μαύρο, το «χιονέ», που λέγαμε εκείνα τα χρόνια εμείς. Και το μαλλάκι του που ήταν σγουρό έτσι εδώ, τον είδα εκεί.
Όταν τον είδα πρώτη φορά στη στάση έβαλα κόλιο από τον Άη Θόδωρο στον ύπνο μου, που βάζαν τα κορίτσια εκείνα τα χρόνια, και τον είδα σε ένα πηγάδι με αυτά τα ρούχα που φορούσε.
Δεύτερη μέρα Χριστουγέννων, είπε η μαμά μου: «Θα πάμε στις ελιές», γιατί είχαμε ελιές και δεν είχαμε τελειώσει. Εκεί που πήγα βλέπω αυτό το παλικάρι, δεν ήξερα ούτε το όνομά του. Κάποια στιγμή βράδιασε, πήραμε τις ελιές, ήρθε και πήρε το τσουβάλι τις ελιές απ’ την πλάτη μου. Λέω: «Αυτό το παιδί τι θέλει να πάρει τις ελιές και να με βοηθήσει κι ήρθε;» Κάτι μπήκε στο μυαλουδάκι μου, λίγο πονηριά, αλλά κείνη την ώρα δεν κατάλαβα τίποτε.
Την άλλη τη μέρα, πήρα ένα μπιτονάκι να πάω να πάρω πετρέλαιο και βλέπω τον Μπάμπη να κάθεται, αυτό το παλικάρι, εκεί. Με λέει: «Έστειλα σήμερα», λέει, «προξενιό», λέει, «στους γονείς σου. Κι ο μπαμπάς σου δε σε δίνει, γιατί είσαι το δεξί του χέρι. Θες να σε πάρω, να παντρευτούμε; Να σε κάνω γυναίκα μου;» «Θέλω», του λέω.
Δεν κοιμήθηκα όλο το βράδυ. Έλεγα: «Μπα, τι ήταν αυτό;» λέω. «Που πήγα εγώ εκεί», λέω, «και με μίλησε ένα ξένο παλικάρι;»
Την άλλη τη μέρα, ο Μπάμπης πήγε να ψωνίσει σε κάποιο μπακάλικο εκεί στο χωριό κι είπε ότι: «Εγώ θα σας κλέψω το καλύτερο κορίτσι μέσα απ’ το χωριό!» Παν' και το λένε στον μπαμπά μου την επαύριο. Και λέει: «Θα ανεβώ στο χωριό να τον κάνω... ξύλο», λέει, «θα φάει!» Έρχεται η μάνα μου, με λέει: «Ετοίμασε τα ρούχα σ' στη βαλίτσα και φεύγεις στο άλλο το χωριό, θα κάτσεις στη Σκάλα. Εκεί που είναι ο αδελφός σου, να βοηθάς τον αδελφό σου, μέχρι να 'ρθω».
Εγώ στεναχωρέθηκα τόσο πολύ που όταν κοιμηθήκαν εκείνοι, πήρα κι άναψα μία φωτιά πιο μεγάλη, να έχω πολύ φως, και πήρα ένα χαρτί κι ένα μολύβι κι έγραψα ένα γράμμα ότι: «Είμαι στο άλλο το χωριό κάτω κι άμα θες να με κάνεις γυναίκα σου, έλα να με πάρεις από κείνο το χωριό». Τώρα πώς θα του δώσω το γράμμα; Σκεφτόμαν όλη νύχτα. Και παίρνω θάρρος και λέω στον οδηγό να με περιμένει δυο λεπτά κι είπα ένα παιδί να βγει έξω από το ελαιοτριβείο ο Μπάμπης και του το 'δωσα η ίδια στα χέρια. Και τον είπα: «Να το διαβάσεις και να με απαντήσεις». Εκείνος χαρά μεγάλη! Λέει τα παιδιά από το χωριό μας: «Θα σχολάσουμε πιο νωρίς να πάω κάτω, απ' τη Σκάλα, να κλέψω τη Μαρίκα».
Ο μπαμπάς μου κι ο γαμπρός μου πάνε στο ελαιοτριβείο κι ο γαμπρός μου δείχνει ποιος είναι ο Μπάμπης. Είχε έναν θείο εκεί ο άντρας μου: «Η κόρη σ'», λέει, «τον έστειλε», λέει, «γράμμα». Ω, πωπωπω, νευρίασε ο μπαμπάς… Έρχεται ο γαμπρός μου, με πιάνει απ' το αυτί. Μου λέει: «Κατσικάκι, τι έκανες; Έστειλες γράμμα», λέει, «το παιδί εκείνο;» λέει. «Έρχεται ο μπαμπάς σ’ και φέρνει και το μαχαίρι που σφάζει τα κατσικάκια και θα σε σφάξει», με λέει «κι ήρθα εγώ», λέει, «να γλιτώσω λίγο την κατάσταση». Πωπω, τρελάθηκα, τρελάθηκα!
Βγαίνω εκεί στη στάση, βλέπω τον άντρα μου, με λέει: «Είναι η ώρα 6 παρά τέταρτο. 6 η ώρα θα είσαι έξω, κει στο γεφυράκι απ’ το χωριό και φεύγουμε!» Εγώ πανικοβλήθηκα. Πάω στο σπίτι, παίρνω και τα λεφτά από την ξαδέλφη μου, που είχα κάτι χρήματα εκεί, έρχεται κλαίει, δε μ' αφήνει εκείνη να φύγω. Τη λέω: «Μην κλαις, θα φύγω», τη λέω, «πάρε τη βαλίτσα να με βοηθήσεις, να μη με δει η γειτονιά». Δεν την έπαιρνε.
Απ' τον δρόμο δεν πήγα, γιατί θα με βλέπανε. Είχαμε ένα κτήμα εκεί που είχε μία περίφραξη, πέτρινη. Πηδάω μέσα εκεί, με δίνει το κορίτσι τη βαλίτσα, το άλλο, και φεύγω. Και βλέπω, έρχεται ο αδελφός μου με τον γαμπρό μου και με κυνηγάνε!
Φτάνω εκεί, στο γεφυράκι. Σε λίγο απόσταση που έβλεπα, βλέπω ο Μπάμπης δεν είναι εκεί. Λέω: «Τώρα τι θα κάνω;» λέω. «Αυτός έφυγε», λέω, «κι αυτοί με κυνηγάνε!»
Αλλά μόλις στρίβω, κάνω έτσι, τους βλέπω λίγο πιο εκεί. Φώναξα. Λέει: «Η μικρή έρχεται», λέει το άλλο το παιδί. Τρέχουν σε εμένα, παίρνει το παιδί τη βαλίτσα από τα χέρια μου, με πιάνει από το χέρι ο άντρας μου και τρέχουμε! Ο καλός ο Θεούλης που μ’ αγαπάει, να μη γίνει τίποτε έγκλημα, βγάζει έναν αέρα, μιαν σκόνη… κι ήταν ηλιοβασίλεμα, είχε κι ήλιο κι έβγαλε έναν αέρα, δεν ξέρω τι αέρας ήταν αυτός… Κι αρχίσαμε από τη θάλασσα, πέτρες-πέτρες, κάβο-κάβο και φτάσαμε στο διπλανό χωριό.
Με πήγε στο σπίτι, στον θείο του. Λέει: «Θείο», λέει, «την πήρα τη μικρή!» Λέει: «Φέρ’ την απάν’». Η θεία του φώναζε: «Διώξ' την, δε θα τη βάλουμε μέσα!» Τη μάλωσε ο θείος, μ’ έβαλαν μέσα. Ο αδελφός μου όμως κι ο γαμπρός μου πήγαν στο σπίτι, πάνε στην αστυνομία. Έρχονται και μας παίρνουν στο τμήμα.
Έρχεται ο γαμπρός μου σε λίγο στην αστυνομία, μαζί με τον αδερφό μου. Έρχεται ο αδερφός μου να μου πιάσει από τα μαλλιά, με το ψαλίδι στο χέρι! Και τον πιάνει ο χωροφύλακας και τον λέει: «Ε!» λέει, «πού πας;» λέει. «Εγώ θα καθαρίσω την υπόθεση!» Του λέει ο χωροφύλακας: «Τι θα καθαρίσεις; Κοτόπουλα είναι», λέει, «και θα τα καθαρίσεις; Άντε να φέρετε τους γονείς εδώ!»
Μπαίνει ο μπαμπάς μου μέσα… με μάλωσε, με έφτυσε. Εγώ έσκυψα το κεφάλι, ντροπιάστηκα… Έρχεται η αδελφή μου η μία, με λέει: «Σήκω», λέει, «κορίτσι μου, να φύγουμε, άσε τον αυτόν τον ξένο. Άμα θες να σε παντρέψουμε, εμείς θα σε δώσουμε», λέει, «παιδί». Τη λέω: «Όχι, εγώ αυτόν τον αγαπώ και θα τον πάρω!»
Δεν ταίριαζε ο πατέρας μου να υπογράψει το χαρτί, γιατί ήμουνα ανήλικη. Τον παρακαλούσε ο αστυνόμος μέχρι τη νύχτα. Κάποια στιγμή, λέει: «Να 'ρθει ο παππάς», λέει, «να τα παντρέψουμε», λέει, «απόψε εδώ, μέσα στην αστυνομία, και κουμπάρος», λέει, «ο αστυνόμος». Λέω: «Α, καθίστε να σας πω, εγώ δε θέλω», λέω, «να παντρευτώ», λέω, «έτσι! Θέλω», λέω, «να βάλω», λέω, «άσπρο νυφικό και να παντρευτώ», λέω, «Κυριακή. Θέλω να γίνω», λέω, «νύφ'!» Γέλασε ο αστυνόμος: «Ό,τι πει», λέει, «το κορίτσι. “Κυριακή;” Κυριακή!»
Υπόγραψε ο Μπάμπης το χαρτί ότι θα με παντρευτεί, μία βεβαίωση έκανε ότι δε μ’ αφήνει. Και λέει: «Άντε τώρα Δημητρό, λέει του μπαμπά μου, «να φύγετε», λέει, «στο σπίτι, να ησυχάσουμε, πάει 3 η ώρα, 4, ξημερώνει. Τώρα», λέει, «τα παιδιά θα μείνουν εδώ, δεν τα αφήνουμε να φύγουν, μες στην αστυνομία». Σηκωνόμαστε το πρωί, είχε ένα χιόνι έξω… Φεύγουμε από εκεί να πάμε στου θείου το σπίτι με τα πόδια, με το χιόνι.
Όταν, όμως, με έκλεψε ο άντρας μου και κοιμόμασταν τρεις μέρες, με είχε σαν μωρό παιδί, εδώ στο χεράκι του, και με κοίμιζε και δε με πείραζε. Κι έλεγε: «Αφού είναι παρθένα το κορίτσι και θέλουν να το πάρουν οι δικοί του πίσω, να το πάρουν. Τον άντρα που θα πάρ’, να μην μπορεί να του πει μεθαύριο κουβέντα, να είναι παρθένα». Μ’ είχε σαν μωρό παιδί.
Την Κυριακή παντρευόμαστε. Είχε ακορντεόν, είχε μπουζούκι, όργανα, με πήγανε, με χορέψανε έξω από το σπίτι… Μία γειτόνισσα εκείνη την ώρα που με βάζανε το νυφικό και με ντύνανε: «Τι όμορφο», λέει, «που είναι! Πού είναι», λέει, «η μάνα τ' να το καμαρώσει;» Έκλαιγα, στεναχωρέθηκα. Έγινε ο γάμος, τελείωσε το βράδυ. Να κλαίω όλη νύχτα. «Θέλω να με πας στη μάνα μ'! Θέλω τη μάνα μ’! Θέλω να με πας στη μάνα μ'!» «Θα σε πάω», λέει, «το πρωί, μη στεναχωριέσαι. Ηρέμησε…»
Το πρωί σηκωθήκαμε, με την πρώτη συγκοινωνία το λεωφορείο το παίρνουμε, φεύγουμε για Θάσο. Εκεί στη στάση είχε κάποιες πέτρες και πήγαινε και καθόταν κάθε απόγευμα η μάνα μου κι έβλεπε στο λεωφορείο, να δούμε θα 'ρθω; Και μόλις με βλέπει, κατεβαίνουμε από το λεωφορείο, παίρνει ένα κλαδί από ελιά με τα παρακλάδια που ήταν κι αρχινάει να με χτυπάει μ’ εκείνο! Κλαίω: «Μάνα, συγχώρεσέ με! Παντρεύτηκα, πήρα έναν άντρα που μου ‘τυχε, τον πήρα!» «Όχι», λέει, «να πας», λέει, «στον μπαμπά σ'! Φύγε», λέει, «από εμένα!»
Πηγαίνω μπροστά του εκεί και του λέω: «Μπαμπά, συγχώρεσέ με, ήρθα να με δώσεις την ευχή σ' και να σε βάλω μετάνοια». «Φύγε από εδώ», με λέει, «γαμώ το στανιό μου», ο μπαμπάς, «που θα σε δώσω και την ευχή μ’! Φύγε, θα σας σκοτώσω και τους δυο!» Παίρνει το όπλο και το βάζει έτσι, όπως καθότανε, έτσι.
Τον μιλούσε ο Μπάμπης, τον έλεγε: «Θα την έχω καλά τη Μαρίκα, θα δεις, γνώρισέ με! Εγώ την παντρεύτηκα…» Απ’ τα πολλά, λέει ο μπαμπάς μου: «Έλα», λέει, «να 'σχωρέσω», λέει, «εσένα». Σκύβω, τον βάζω μετάνοια, τον φίλησα, με συγχώρεσε. Τον άντρα μου δεν τον έβαζε μέσα. Τον είχε εκεί όρθιον κι έλεγε: «Ένα βήμα και θα σε σκοτώσω!» Βγαίνω εγώ ξανά έξω, με πιάνει από το χέρι ο άντρας μου, λέει: «Αφού δε μας δίνεις», λέει, «την ευχή σ’», λέει, «χάλνα με δύο φυσίγγια, δύο σφαίρες, και σκότωσέ μας! Εμείς θα πέσουμε νεκροί», λέει, «αλλά εσύ θα κλάψεις», λέει, «τη Μαρίκα…» Μια κι εκείνη, ύστερα, λέει: «Άντε, έλα». Έδωσε το χέρι του, έβαλε μετάνοια ο Μπάμπης, τον συγχώρεσε.
Έτσι τον πήρα τον άντρα μου.