ΝΟΣΗΛΕΥΤΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΤΕΡΥΓΑ COVID-19
ΝΟΣΗΛΕΥΤΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΤΕΡΥΓΑ COVID-19
Περιγραφή
Οι δραματικές και βαθιά ανθρώπινες στιγμές που έζησε μια νεαρή νοσηλεύτρια στους θαλάμους και στη ΜΕΘ του νοσοκομείου, όπου έχασε από κορωνοϊό και τον ίδιο της τον πατέρα.
Φίλτρα
Συντελεστές
Έρευνα
- Μαρία Βερρή
Αφήγηση
- Η αφηγήτρια ζήτησε ψευδωνυμία
Δημιουργία Podcast
- Μάγια Φιλιπποπούλου
Σχεδιασμός Ήχου
- Νικόλας Κωνσταντίνου
Επεξεργασία Ήχου
- Σπύρος Λυμπερόπουλος
Αρχές φθινοπώρου, που άρχισαν να είναι πιο δύσκολα τα πράγματα, να έχουμε ασθενείς θετικούς αρκετούς και δεν μπορούσαν όλοι να νοσηλεύονται στα νοσοκομεία αναφοράς, δημιουργήθηκε και στο νοσοκομείο μας μία κλινική πνευμονολογική και στη συνέχεια έγιναν τρεις οι κλινικές. Αυτές οι κλινικές δεν ήταν επανδρωμένες με προσωπικό. Δεν υπήρχε προσωπικό εξειδικευμένο, γιατί ήταν κάτι καινούργιο. Δουλεύω έντεκα χρόνια στο χειρουργείο. Στο τμήμα που δούλευα σταμάτησαν τα τακτικά χειρουργεία, οπότε το πλεονάζον προσωπικό έπρεπε να χρησιμοποιηθεί σε αυτές τις κλινικές.
Στο χειρουργείο η δουλειά μου είναι η εργαλειοδοσία κι η κίνηση και δεν έχω καθόλου επαφή με τον ασθενή. Ήμασταν όλοι πολύ φοβισμένοι στην αρχή, δεν ξέραμε πώς να το αντιμετωπίσουμε, δεν ξέραμε τον τρόπο πώς θα δουλεύουμε, άγνωστοι μεταξύ μας οι περισσότεροι συνάδελφοι… Στην ουσία στήναμε παράλληλα την κλινική κι είχαμε κι ασθενείς ταυτόχρονα κι έπρεπε να μάθουμε τόσο πολλά πράγματα σύντομα, σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα.
Έπρεπε να φορέσουμε μία ολόσωμη στολή με διπλά γάντια, με ποδονάρια --κάτι ειδικά πλαστικά που έμπαιναν έξω από τα παπούτσια μας-- σκουφάκι, γυαλιά ή προσωπίδα και μάσκα υψηλής προστασίας. Πολλοί συνάδελφοι φορούσαν και γυαλιά λόγω ηλικίας κι ήταν δύσκολο να δουλέψεις με τα γυαλιά, γιατί θαμπώνανε λόγω της μάσκας. Λόγω των διπλών γαντιών δεν μπορούσες να έχεις εύκολα την αφή, για να κάνεις φλεβοκέντηση. Κι είχες και τον φόβο, δεν έπρεπε να ακουμπήσεις πουθενά, έπρεπε συνεχώς να αλλάζεις γάντια και να απολυμαίνεις τα χέρια σου. Δεν μπορούσες να μείνεις και πολλή ώρα με τη στολή, δεν άντεχες! Ζεσταινόσουνα, ίδρωνες, δεν μπορούσες να αναπνεύσεις… έπρεπε να βγεις να πάρεις αέρα! Γελάω, γιατί ήταν σαν να μην ξέρω πού… δεν ήξερα τι να κάνω, από πού να ξεκινήσω. Όχι μόνο εγώ, όλοι. Κοιταζόμαστε στα μάτια, γιατί ο τρόπος που ντυνόμασταν μόνο τα μάτια μας ήταν εμφανή, οπότε... Συνεννοούμασταν, όμως, με τα μάτια και σιγά-σιγά μπήκαμε σε έναν ρυθμό.
Ο τρόπος λειτουργίας αυτής της κλινικής ήταν πολύ διαφορετική από τις άλλες. Λοιπόν, απαγορεύονταν οι συνοδοί. Οπότε η φροντίδα του ασθενούς ήταν αποκλειστικά δική μας υπόθεση. Έπρεπε, εκτός από την προετοιμασία φαρμάκων που κάναμε το πρωί --που ήταν πάρα πολλά τα φάρμακα που έπρεπε να παίρνουν-- έπρεπε να τους ταΐζουμε, να φροντίζουμε την υγιεινή τους... Γιατί αυτοί οι ασθενείς δεν επιτρέπονταν ούτε να σηκωθούνε να πάνε στην τουαλέτα, ούτε μπάνιο μπορούσανε να κάνουν, ούτε την ανάγκη τους. Έπρεπε να μένουν μόνιμα ξαπλωμένοι, για να έχουν την απαραίτητη παροχή οξυγόνου, χωρίς να βγάζουν καθόλου τις μάσκες, τις ειδικές μάσκες που τους παρείχαν το οξυγόνο.
Ήταν πολύ άσχημο το κλίμα. Οι ασθενείς ήταν φοβισμένοι, δεν μπορούσαν να έχουν επικοινωνία με τους συγγενείς τους, ειδικά οι ηλικιωμένοι, με αποτέλεσμα να έχουμε… χτυπούσε όλη την ημέρα το τηλέφωνο. Έπρεπε να απασχολείται ένας συνάδελφος να απαντάει. Γιατί δεν μπορούσες να μην απαντήσεις, δεν μπορούσες να μην ενημερώσεις, να καθησυχάσεις και τον συγγενή.
Οι ασθενείς αυτοί μένανε πολύ καιρό μέσα στις κλινικές, δύο εβδομάδες, είκοσι μέρες και μήνα. Όταν μπαίναμε μέσα στους θαλάμους, μας κοιτούσανε με τρόμο. Δεν ξέρανε αν θα βγούνε ζωντανοί από κει. Ήταν... ήταν πολύ δύσκολο!
Υπήρχαν και περιπτώσεις που οι ασθενείς πάθαιναν ένα σοκ και λόγω της έλλειψης οξυγόνου είχαν παραισθήσεις, πολλοί. Έχαναν την αίσθηση του χρόνου, το πού βρίσκονται, πολλές φορές ξήλωναν τις φλέβες… Ένα βράδυ, ένας ασθενής άνοιξε την πόρτα και βγήκε από τον θάλαμο. Δεν ήταν και μεγάλος, δεν είχε προβλήματα άνοιας. Μας έλεγε: «Κάτι συμβαίνει στο δωμάτιο μου… Κάποιος», λέει, «μπήκε μέσα στον θάλαμο… Βλέπω μαχαιριές στις κουρτίνες…» Προσπαθήσαμε να τον ηρεμήσουμε. Τον βάλαμε μέσα στο θάλαμο. Αυτός επικοινώνησε με τη γυναίκα του. Μας έπαιρνε η γυναίκα του, έντρομη: «Τι συμβαίνει στο σύζυγό μου; Τι είναι αυτά που μου λέει;» Της εξηγήσαμε ότι δε συμβαίνουν αυτά, εννοείται, που μας περιγράφει ο ασθενής.
Πολλοί ασθενείς δεν τα κατάφεραν, έφτασαν στη διασωλήνωση. Εκεί πάλι ήταν δύσκολο κι αυτό. Δεν τους ενημερώναμε ότι θα προχωρήσουμε σε διασωλήνωση, γιατί χειροτέρευε η κατάστασή τους, όταν μάθαιναν κάτι τέτοιο. Με αποτέλεσμα εμείς να λειτουργούμε μαζεύοντας τα πράγματά τους και τους προετοιμάζαμε, χωρίς να ξέρουν πού θα πάνε.
Υπήρχαν και περιπτώσεις που εξελίσσονταν πολύ γρήγορα άσχημα η κατάστασή τους, που γινόταν αυτή η διαδικασία μέσα στον θάλαμο. Με αποτέλεσμα να βλέπουν κι οι άλλοι ασθενείς αυτό το πράγμα όλο να συμβαίνει και μας κοιτούσαν έντρομοι! Δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα μάτια τους αυτό που έβλεπαν!
Όταν είχαμε πολλά κρούσματα υπήρχανε και διασωληνωμένοι στους απλούς θαλάμους, που τους παρακολουθούσαμε εμείς με μόνιτορ μέχρι να αδειάσει ένα κρεβάτι μέσα σε μία ΜΕΘ covid σε κάποιο άλλο νοσοκομείο. Ταυτόχρονα, στα νοσοκομεία της χώρας ήτανε γεμάτες όλες οι ΜΕΘ κι επειδή έπαιρνε πολλές μέρες κι εκεί η νοσηλεία των ασθενών, δύσκολα αδειάζει κρεβάτι.
Υπήρχαν και περιπτώσεις που πέθαναν κατά τη διάρκεια της νύχτας, ηλικιωμένοι κυρίως ασθενείς και συνυπήρχαν, ας πούμε, μέσα στον θάλαμο κάποιες ώρες με νεκρό δίπλα τους. Μου έτυχε… Μπήκα σε έναν θάλαμο να κάνω τη νοσηλεία σε έναν ασθενή. Του είπα: «Καλημέρα, κύριε. Τι κάνετε;» Δεν πήρα απάντηση. Όταν πλησίασα, κατάλαβα ότι ήταν νεκρός. Αλλά ο διπλανός του είχε πάθει σοκ! Μου έκανε νόημα αν είναι νεκρός και του λέω: «Ναι». Κι άρχισε να φωνάζει: «Θέλω να φύγω! Δεν είμαι καλά! Πείτε τους γιατρούς ότι θέλω να φύγω αυτή τη στιγμή!»
Υπήρχανε οικογένειες που νοσηλεύονταν, μητέρες, παιδιά, σύζυγοι, ταυτόχρονα. Αυτούς τους ασθενείς δεν τους βάζαμε στον ίδιο θάλαμο, γιατί μπορεί ο ένας από τους δύο να χειροτέρευε και βλέποντας ο άλλος την εξέλιξη του δικού του ανθρώπου χειροτέρευε ψυχολογικά και χειροτέρευε γενικά όλη του η εξέλιξη. Το δυσάρεστο ήταν ότι --ξέραν ότι νοσηλεύονται-- ότι μας ζητούσαν πληροφορίες: «Τι κάνουν οι δικοί μας;» Και δε μας επιτρεπόταν να τους ενημερώνουμε. Ήταν πολύ άσχημο να έπρεπε να παίζουμε θέατρο, ενώ ξέραμε όλοι την κατάσταση. Να μας ρωτάει: «Τι κάνει ο άντρας μου;» «Τι κάνει ο γιος μου;» Κι εμείς να πρέπει να λέμε ψέματα.
Υπήρχαν περιπτώσεις συζύγων που η γυναίκα ήταν άσχημα, ο σύζυγος προχωρούσε σε διασωλήνωση, κατέληγε κιόλας και δε γνώριζε η σύζυγος την εξέλιξη. Δεν τους ενημέρωναν. Δηλαδή, είχανε χάσει τους δικούς τους ανθρώπους, είχανε γίνει έξω οι ταφές, όλη η διαδικασία, χωρίς να το γνωρίζουν. Φαντάζεστε πώς ένιωθαν αυτοί οι άνθρωποι, όταν κάποια στιγμή κατάφερναν να βγουν από το νοσοκομείο και να μάθουν κάτι τέτοιο;
Το διάστημα που δούλευα στην πνευμονολογική covid, βγήκανε θετικοί οι γονείς μου. Ο πατέρας μου χρειάστηκε να νοσηλευτεί, γιατί είχε πνευμονία, ενώ οι υπόλοιποι το πέρασαν στο σπίτι με πιο ήπια συμπτώματα. Όμως του στοίχισε πάρα πολύ που ήταν μόνος του. Παρόλο που ήξερε ότι εγώ δουλεύω σε αυτή την κλινική, με το που μπήκε μέσα στον θάλαμο άρχισε να κλαίει, γιατί νόμιζε --επειδή ήρθε κι η μητέρα μου μαζί του να κάνει εξετάσεις-- θα μπούνε κι οι δύο μέσα στον θάλαμο και θα είναι και μαζί και θα τον φροντίζει κιόλας.
Χειροτέρεψε γρήγορα. Δηλαδή, μετά από τρεις-τέσσερις μέρες νοσηλείας, πήραν τηλέφωνο να με ενημερώσουν ότι θα προχωρήσουν σε διασωλήνωση. Πήγα, πρόλαβα, αλλά ήταν σε άσχημη κατάσταση, όταν πήγα. Είχε αυτό που λέμε κοιλιακή αναπνοή, δυσκολευόταν πάρα πολύ ν’ αναπνεύσει. Κατάφερα μόνο και του είπα δυο λόγια. Εκείνη την ώρα καταλάβαινε ότι του μιλούσα, αλλά δεν μπορούσε να μου μιλήσει ο ίδιος. Του είπα μόνο να το παλέψει όσο μπορεί, να τα καταφέρει, να μην τα παρατήσει…
Έμεινε έξι μέρες μέσα στην εντατική και βελτιωνόταν μέρα με τη μέρα. Δηλαδή, αυτό που του είπα, το έκανε, το πάλευε! Ώσπου μία μέρα, μετά από μία εβδομάδα, τον ξύπνησαν. Μου περιέγραψε ότι: «Είδα ένα τούνελ μ’ ένα μαύρο φως», λέει, «στο τέλος» και μου λέει: «Είναι σαν να έφυγα για λίγο και να αναστήθηκα ξανά».
Αλλά μετά από δυο-τρεις μέρες άρχισε πάλι να χειροτερεύει η κατάσταση του, με αποτέλεσμα τη δεύτερη φορά να μην προλάβουμε να τον πάμε στον ειδικό χώρο για να κάνουμε αυτούς τους ασθενείς και διασωληνώθηκε πάνω στο δωμάτιο. Κόντεψε να κάνει ανακοπή στα χέρια μου! Διασωληνώθηκε στον θάλαμο απάνω. Και δεν τα κατάφερε και μετά από έναν μήνα πέθανε.
Το διάστημα που νοσηλευόταν και στη μονάδα και στον θάλαμο, αυτό που γινόταν με τους συγγενείς μου, με τους δικούς μου στο σπίτι, ήταν τόσο ψυχοφθόρο και για μένα… Με παίρνανε κάθε μέρα τηλέφωνο. Τόσο ανήσυχοι. Κι η μητέρα μου να νιώθει τύψεις, γιατί δεν μπόρεσε να τον φροντίσει, όπως έπρεπε... Με αποτέλεσμα να φύγει από τη ζωή, χωρίς να τον δούνε. Αυτό τους στοίχισε πάρα πολύ και δε θα το αποδεχτούν, δεν μπορούν ακόμη να το αποδεχτούν, μετά από εφτά μήνες τώρα που έχει πεθάνει. Η μία μου η αδερφή, που ζούσε και μαζί του, είναι θυμωμένη: «Δεν τον είδα, δεν τον χαιρέτησα...» Τι να σας πω; Πολύ δύσκολο!
Όταν κάποιος πεθαίνει από κορωνοϊό, τον τοποθετούσαμε μέσα σε έναν σάκο. Δεν έπρεπε, δηλαδή, το σώμα του και μετά θάνατον να είναι εκτεθειμένο. Είναι κλειστό το φέρετρο και τυλίγεται με σελοφάν. Οι άνθρωποι που εργάζονται στο γραφείο τελετών φοράνε κι αυτοί τις άσπρες ολόσωμες στολές, που φορούσαμε κι εμείς στην κλινική. Κι όλο αυτό για έναν που… Είναι, είναι πρωτόγνωρο για όλους μας κάτι τέτοιο. Υποτίθεται ότι λες το τελευταίο αντίο βλέποντάς τον, έστω και στο φέρετρο. Οι δικοί μου δεν μπόρεσαν να το κάνουν αυτό που ξέραμε, που γινόταν μέχρι τώρα. Έλειπε ο άνθρωπος από το σπίτι για τόσον καιρό και δεν μπορείς ούτε κι αυτήν την τελευταία στιγμή, να τον αποχαιρετήσεις. Κι εγώ δεν μπόρεσα να κλάψω… Δεν… δε νομίζω ότι το έχουμε ακόμη αποδεχτεί.
Εγώ μετά θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω αυτό το γεγονός και να φύγω από την κλινική που δούλευα. Δεν το έκανα, γιατί θεώρησα καθήκον, αφού το έζησα με τον πατέρα μου αυτό, να προσφέρω όσα περισσότερα μπορώ σε ασθενείς που με χρειάζονταν. Και το έκανα και για τον πατέρα μου, για τη μνήμη του πατέρα μου, γιατί κι αυτός είδε πώς είναι…
Δουλεύαμε πολλές ώρες και χωρίς ρεπό. Συνεχόμενες βάρδιες, νύχτες, απογεύματα, ήμασταν εξαντλημένοι. Φεύγοντας από τη βάρδια ήμασταν όλοι… πονούσε όλο μας το σώμα. Πονοκέφαλο… Όλοι, όλοι! Είχαμε πολλά συμπτώματα λόγω της κούρασης, της κόπωσης εκεί. Και ψυχολογικά ήμασταν εξαντλημένοι, μ’ όλα αυτά που βλέπαμε να συμβαίνουν με τους ασθενείς, με τους συνοδούς, με τους συγγενείς, με όλους… Υπήρχαν άνθρωποι που μέσω γνωριμιών κατάφεραν κι έφυγαν εγκαίρως. Εμείς δεν το κάναμε. Γιατί, κακά τα ψέματα, κάποιοι έπρεπε να μείνουν να δουλέψουν εκεί. Το θετικό όλο ήταν ότι εμείς δέσαμε πάρα πολύ σαν ομάδα, γίναμε όλοι μια γροθιά κι είχαμε πολύ καλή συνεργασία κι έτσι τα καταφέραμε.
Υπήρχαν ασθενείς που τα κατάφεραν. Ήταν συγκινητική η ημέρα που τους ανακοίνωναν οι γιατροί ότι θα φύγουν. Και φεύγανε, οι περισσότεροι, με χαρά. Μας στέλνανε όλοι γλυκά… Προσπαθούσαν, δηλαδή, να δείξουν με κάποιον τρόπο, πόσο ευγνώμονες ήτανε. Αλλά το «ευχαριστώ» μάς έφτανε εμάς, μας αρκούσε, το «ευχαριστώ». Δε θέλαμε κάτι άλλο.
Βρίσκω ανθρώπους που νοσηλεύτηκαν τώρα, μετά από όλο αυτό, έξω και τώρα τελευταία βρήκα έναν κύριο που έχει ένα μαγαζί, ένα κατάστημα, και μου λέει: «Σε γνώρισα από τα μάτια». Και δεν το πίστευα! Μου περιέγραψε ότι: «Ένιωθα χαρά όταν μπαίνατε μέσα στον θάλαμο, έστω να μου δώσετε τα φάρμακα. Ας μην κάνατε», λέει, «κάτι άλλο, μόνο αυτό!» Αλλά δεν το περίμενα ότι θα με γνώριζε, γιατί μόνο τα μάτια έβλεπαν αυτοί οι ασθενείς από μας. Γι’ αυτούς όλοι ήμασταν ίδιοι, γιατί μπαίναμε όλοι με τα ίδια ρούχα και μόνο τα μάτια άλλαζαν. Είναι συγκινητικό! Και να τους βλέπεις να είναι καλά, ότι τα κατάφεραν απ’ όλο αυτό κι είναι τώρα έξω και συνεχίζουν τη ζωή τους καλά, μένοντας μια ανάμνηση. Αλλά όντως, όπως κι εμάς που δουλέψαμε εκεί, φαντάζομαι κι αυτοί που πέρασαν όλοι σαν ασθενείς τους έχει στιγματίσει, δε θα ξεχάσουν ποτέ αυτή την εμπειρία.