ΠΕΡΑΣΕ Η ΦΩΤΙΑ ΑΠΟ ΠΑΝΩ ΜΟΥ
ΠΕΡΑΣΕ Η ΦΩΤΙΑ ΑΠΟ ΠΑΝΩ ΜΟΥ
Περιγραφή
Στις φονικές πυρκαγιές του 2007 στην Πελοπόννησο, ο Παρασκευάς Καραθάνασης αποφασίζει να αγνοήσει τις εντολές για εκκένωση και μένει να προστατεύσει το μαγαζί του, ενώ οι φλόγες πλησιάζουν.
Φίλτρα
Συντελεστές
Έρευνα
- Δανάη Καραθανάση
Αφήγηση
- Παρασκευάς Καραθανάσης
Δημιουργία Podcast
- Σταύρος Βλάχος
Σχεδιασμός Ήχου
- Ιάσονας Θεοφάνου
Επεξεργασία Ήχου
- Μιχάλης Οικονομίδης
Σκηνοθεσία Βίντεο
- Στέφανος Μπερτάκης
Εγώ γεννήθηκα στο Δερβένι Αρκαδίας το 1963. Πέρασα εκεί τα παιδικά μου χρόνια, μετά μετακομίσαμε Αθήνα. Πήγαμε σχολείο και τελειώσαμε στην Αθήνα, πέρασα στα ΤΕΙ Καβάλας. Μετά έφυγα από εκεί, πήγα στο Ηράκλειο Κρήτης, Ανθοκομίας κι επέστρεψα στη Μεγαλόπολη που έφτιαξα ένα μαγαζί πάνω στην εθνική οδό με παραδοσιακά προϊόντα κι εργαστήρια αρτοποιίας-ζαχαροπλαστικής, που τροφοδοτούσα το μαγαζί μου κι είχα φτιάξει και δίπλα καφέ.
Είχα την αίσθηση, επειδή δεν είχε βρέξει κι ήταν μεγάλη ανομβρία για τέσσερις μήνες, ότι σίγουρα εκείνο το καλοκαίρι θα έχουμε πυρκαγιές, και μεγάλες πυρκαγιές. Έτσι είχα προετοιμαστεί κι είχα στο μαγαζί μου μια τεράστια δεξαμενή τριάντα κυβικών χωρητικότητας σε νερό, με βενζινοκίνητη μηχανή, πιεστικό μηχάνημα και λάστιχα και μάνικα χοντρά για να μην παίρνουνε φωτιά.
Το προηγούμενο βράδυ πριν τη φωτιά, ήμαστε σε ένα χωριό έξω από τη Μεγαλόπολη, στο Λιοντάρι και καταλάβαμε ότι κατά τις δώδεκα η ώρα, αντιληφθήκαμε ότι υπήρχε φωτιά γύρω στα είκοσι χιλιόμετρα μακριά από εμάς, στην Ασέα. Ήμουν σίγουρος ότι το πρωί θα έχει φτάσει στη Μεγαλόπολη.
Έτσι, ξεκίνησα πρωί-πρωί μαζί με το προσωπικό, κόψαμε το δάσος γύρω-γύρω από το μαγαζί για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε το πρώτο μέτωπο της φωτιάς. Ήμουν αποφασισμένος από την αρχή και το είχα μεταφέρει και το είχα μεταδώσει και στο προσωπικό ότι δε θα καούμε κι ότι θα το σώσουμε, αυτό, κι ότι θα έχουμε δουλειά και την επομένη. Δεν ένιωσα απελπισμένος. Ήξερα πολύ καλά τι έκανα γιατί είχα προετοιμαστεί κατάλληλα.
Πλησίαζε συνεχώς η φωτιά. Ακούγαμε για τη Μεγαλόπολη, ότι έφτασε κοντά σε σπίτια, σε βενζινάδικα, τα δάση καίγονταν εν ριπή οφθαλμού. Η φωτιά και με τον μεγάλο αέρα που είχε εκείνη την ημέρα, οκτώ-εννιά μποφόρ σίγουρα, έτρεχε με πολλά χιλιόμετρα κι ήταν δύσκολο να την αντιμετωπίσεις.
Είχα ετοιμάσει και το προσωπικό ότι θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε τη φωτιά χωρίς να κινδυνεύσουμε. Ωστόσο, εκείνη την ώρα, ήρθε ένα λεωφορείο με πυροσβέστες οι οποίοι αποκλειστήκανε ερχόμενοι για Μεγαλόπολη στο μαγαζί μου από τη φωτιά και φοβούμενοι, επειδή εγώ είχα δεξαμενές υγραερίου, φοβούμενοι αποφάσισαν να εκκενώσουν τον χώρο, να φύγει το προσωπικό κι η γυναίκα μου κι έμεινα μόνος μου.
Ήθελαν να φύγω κι εγώ αλλά εγώ τους είπα ότι είμαι προστατευμένος, ότι ξέρω πολύ καλά τι κάνω, έχω συνείδηση του τι συμβαίνει και πώς πρέπει να αντιμετωπίσω τη φωτιά και δεν πρόκειται να φύγω κι έτσι έγινε. Είχα προφυλαχτεί, είχα πετσέτες στο κεφάλι βρεγμένες, πετσέτες μπροστά στο στόμα μου και στη μύτη μου να μην αναπνέω την κάπνα, ήμουνα καλά ντυμένος, βαριά ντυμένος.
Παρόλα αυτά οι συνθήκες ήταν τόσο ακραίες, η φωτιά έφτασε κοντά στο μαγαζί. Οι φλόγες ουσιαστικά το άγγιξαν. Εγώ προσπαθούσα με τη μάνικα να το αντιμετωπίσω, αυτή τη πύρα που υπήρχε κι ήταν πολύ μεγάλη. Οι θερμοκρασίες στη φωτιά ανεβαίνουν πεντακόσιοι με εξακόσιοι βαθμοί κελσίου. Σε κάποια στιγμή είχε πάρα πολύ κάπνα, οπότε σταμάτησα κι έφυγα λίγο πιο πέρα για να μπορώ να ανασάνω.
Πέρασε το πρώτο κύμα, που ήταν πάρα πολύ δύσκολο, κι αφού πέρασε το πρώτο κύμα μπόρεσα κι αντιμετώπισα τις εστίες που είχαν αναπτυχθεί μέσα στον χώρο, γύρω από το μαγαζί μου. Έτσι μπόρεσα κι έσωσα και τα εργαστήρια και το κατάστημα μου και φυσικά, έσωσα κι ένα δάσος που είχα δίπλα στο μαγαζί, γύρω στα είκοσι-τριάντα μεγάλα δέντρα, βελανιδιές και κατάφερα και το έσωσα κι εκείνο το δάσος που είχε μείνει μετά σαν μια όαση μέσα στο καμένο. Μπόρεσα τέλος πάντων να το αντιμετωπίσω, αγωνίστηκα εκεί και το κατάφερα να σώσω το μαγαζί.
Τη στιγμή της κατάσβεσης σκεφτόμουν ότι θα πρέπει να προστατεύσω την περιουσία μου και γενικά τη προοπτική της οικογένειας μου, γιατί αυτή ήταν η δουλειά μας, από εκεί ζούσαμε, από εκεί επιβιώναμε κι ότι πρέπει να προστατεύσω και τον εαυτό μου γιατί έχω χρέος απέναντι στα παιδιά μου και στη ζωή μου να έχω το αίσθημα της αυτοσυντήρησης.
Πιστεύανε ότι είναι, ότι σίγουρα θα έχω καεί. Κι έστειλαν ασθενοφόρο κι ήρθε για να βρει έναν άνθρωπο καμένο. Αλλά εγώ ήμουν μία χαρά και τους είπα να φύγουν, να πάνε αλλού να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους.
Η φωτιά είναι μια καταστροφή. Μετά από όλη αυτή την ιστορία, πέρασε η φωτιά από το μαγαζί, πέρασε από το χωριό μας, έκαψε τα δάση, έκαψε τις αιωνόβιες ελιές, δεν έμεινε, δεν έβλεπες γύρω σου δέντρο, ψυχή. Να καπνίζουν όλα τριγύρω, είναι όλα μαύρα και πάνω από αυτό το σημείο είχανε φωλιές τα κοράκια κι είχανε καεί τα μικρά τους κι ήτανε από πάνω και κράζανε... ήτανε μια σκηνή κόλασης. Πιστεύω πως αν υπάρχει κόλαση, έτσι θα είναι. Κόλαση, αυτή μου έχει αποτυπωθεί αυτό το πράγμα η κόλαση που δημιουργεί η φωτιά.
Θα πρέπει να βρίσκεις πάντα τη δύναμη την επόμενη μέρα να δείξεις ότι υπάρχει ελπίδα, ότι υπάρχει μέλλον. Δεν μπορεί επειδή πήραμε μία φωτιά να σταματήσουμε. Εγώ, την πρώτη κίνηση που έκανα, ήταν να πάω να αγοράσω λουλούδια, γιατί στο μαγαζί μου είχα πολλά λουλούδια απ’ έξω, τα οποία είχαν καεί. Να φυτέψω τα λουλούδια, να έχω χρώματα και ζωντάνια απέναντι σε αυτό που έβλεπες τριγύρω, μαύρο. Να προσπαθήσω, να μπορέσω να υπάρχει μία αισιοδοξία, ότι δεν καταστραφήκαμε και τελείως, μπορούμε να συνεχίσουμε τη ζωή μας.