Το παιδί, από τότε που μεγαλώνει, από βρέφος, νήπιο, στην ουσία αναπαράγει αυτά που ακούει και βλέπει κι εικόνες. Άρα λοιπόν είμαστε, γεννιόμαστε μίμοι κι είμαστε εν δυνάμει μίμοι. Τι εννοώ; Δηλαδή αν κάποιος θέλει να κοροϊδέψει μια ομιλία ή μια συμπεριφορά κάποιου, το κάνει με τη μίμηση.
Εγώ το συνειδητοποίησα αυτό πρέπει να ήτανε στις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού, Ε΄ ή ΣΤ΄ Δημοτικού. Ερχόμενος ο πατέρας μου από τη δουλειά --η μητέρα μου δε δούλευε, ήτανε πάντα νοικοκυρά-- την ώρα που του μαγείρευε, του άφηνε το φαγητό κι έλεγε, ξέρω 'γω: «Ο κυρ-Χρήστος απέναντι έλεγε: "κυρία Φωτούλα!"» κι έκανε αναπαραγωγή των φωνών η μητέρα μου στον πατέρα μου, για να του πει πώς πήγε η καθημερινότητα της γειτονιάς, δηλαδή τι συνέβη, τα νέα της γειτονιάς, ας πούμε, τότε.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’70, ένα Σάββατο μεσημέρι, έφερε ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου τηλεόραση στο σπίτι. Όπου εκεί συνήθως εγώ έβλεπα εκπομπές αθλητικές, εκπομπές, αθλητικές μεταδόσεις. Όταν την άλλη μέρα πηγαίναμε στο σχολείο κι εμείς τα αγοράκια στο διάλειμμα παίζαμε μπάλα, άρχισα εγώ παίζοντας μπάλα να κάνω και περιγραφή του speaker που μετέδιδε τον αγώνα την προηγούμενη μέρα ή του παρουσιαστή. Που ήταν και πολύ δύσκολο, γιατί τι έγινε; Επειδή έπαιζα κιόλας κι έκανα και περιγραφή κι έπαιζα, όπου τα πνευμόνια αρχίζουν λίγο και σκάνε!
Στις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου, άρχισα και μιμούμουν καθηγητές του σχολείου, κάποιους που ενδεχομένως τους είχαμε βάλει στο μάτι, γιατί ήταν πολύ αυστηροί. Μου λέγανε όλοι: «Ρε Γιώργο, αυτόν μπορείς να μας τον κάνεις;» και στα διαλείμματα μαζευόμασταν, κάναμε πηγαδάκια κι εγώ έκανα τον καθηγητή. Κι αυτό αν θέλεις ήταν και το clue, δηλαδή λέγαν όλοι: «Ρε μαλάκα, ο Μητσικώστας! Να γίνει ένα πάρτυ να φωνάξουμε τον Μητσικώστα, να μας κάνει κάτι».
Τότε η ατραξιόν και το clue κάποιου στις εκδρομές που πηγαίναμε στο σχολείο, ήταν αυτοί που τραγουδάνε και παίζανε κιθάρα. Δηλαδή, ο Βασίλης θα φέρει την κιθάρα, οπότε μαζεύονται όλα τα κοριτσάκια, όλα τα αγοράκια, γιατί ο Βασίλης θα μας κάνει να τραγουδήσουμε και θα τραγουδήσει κι αυτός γιατί έχει την κιθάρα, «ντραν -ντραν» κι ο Γιώργος, που κάνει τις μιμήσεις.
Φάρσες έχω κάνει. Έχω κάνει και μία φάρσα σε μία κοπέλα, η οποία αυτή είχε μία μεγαλομανία, είχε ψώνιο να κάνει σχέση με κάποιον πιλότο. Είχα δει μία ταινία του Πρέκα, που κάνει ο Πρέκας τον κυβερνήτη ενός αεροπλάνου που λέγεται Ράλλης και πήρα εγώ τηλέφωνο σπίτι και λέω: «Ναι, γεια σας, είμαι ο κάπταν-Ράλλης, θέλω να μιλήσω στην...» και το σήκωσε η μάνα της, ξέρω 'γω! Και μπερδέματα! Τις ηχογραφούσαμε τις φάρσες και της ακούγαμε μετά και γελάγαμε.
Εγώ είμαι και μιας γενιάς που έπρεπε με το που τελείωνες το σχολείο, έπρεπε να σπουδάσεις, να τελειώσεις γρήγορα τη σχολή, για να ψάξεις να βρεις μία δουλειά. Παράλληλα δούλευα για να βγάλω το χαρτζιλίκι σαν φοιτητής, όπως πολλά παιδιά τότε, ήμασταν στη μεταφορά τηλεφωνικών καταλόγων. Κι ήθελα να γίνω και δημοσιογράφος, αθλητικός συντάκτης, αφού ούτως ή άλλως είχα μιμηθεί που ‘χα μιμηθεί τους αθλητικούς συντάκτες και ρεπόρτερ κι αυτούς που κάνουν τις περιγραφές.
Κι έπαιρνα τηλέφωνο σε διάφορες ραδιοφωνικές εκπομπές τότε, στο Δεύτερο Πρόγραμμα. Λέω: «Γεια σας, θέλω να γίνω δημοσιογράφος». «Καλά», μου λέει, «έλα από εδώ και θα δούμε». Λέω: «Κάνω και μιμήσεις». Λέει: «Ποιον κάνεις;» Λέω: «Τον Διακογιάννη, τον Μαυρομάτη…» «Έλα να μας κάνεις». Κάνω εκεί, χαμός! «Έλα και στην άλλη εκπομπή». Λέω: «Ρε παιδιά, εγώ θέλω να γίνω αθλητικογράφος, δημοσιογράφος». «Εδώ δεν έχει λεφτά», λέει, «θα είσαι άμισθος για δυο-τρία χρόνια».
Σταμάτησα κι εγώ τη δουλειά τότε που δούλευα στον ΟΤΕ, αφού έκανα κάτι που με ευχαριστούσε με μιμήσεις κι έπαιρνα και κάποιες μικρές απολαβές. Τότε, να σου θυμίσω, το ‘87-‘88 δεν υπήρχαν κανάλια, μόνο ραδιόφωνο. Οπότε τι σημαίνει; Ότι όλοι ήτανε σε ένα ραδιοφωνάκι να ακούσουν αυτή την εκπομπή. Έγινε χαμός! Eρχόντουσαν κόσμος στο στούντιο… ζούσαμε, δηλαδή, μέρες ραδιοφώνου. «Ποιος είναι αυτός που κάνει τις μιμήσεις;» Εγώ ήμουν είκοσι χρονών τότε, νόμιζαν ότι είναι κάποιος πιο μεγαλύτερος, γιατί δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι κάνει φωνές.
Ήτανε σε μια αγορά που αυτό που έκανα εγώ ήτανε μονοπώλιο, δηλαδή δεν υπήρχε άλλος να κάνει τόσες πολλές μιμήσεις. Κι αυτό είχε κι αναγνωσιμότητα κι είχε κι οικονομικό όφελος. Μου φέρνανε κασέτες, να ακούω φωνές, να μπορώ να τις κάνω, που φαντάσου, δεν έβλεπα και το πρόσωπο. Θα προσπαθήσω εγώ να πάρω το ηχόχρωμα της φωνής του. Δηλαδή, μπορεί να μοιάζει το ηχόχρωμα με τον πεθερό μου τον συγχωρεμένο και πάνω σε αυτή θα πατήσω, για να βγάλω τη νέα φωνή. Άρα λοιπόν, δεν υπάρχει νέα φωνή που να μην μπορώ να κάνω, υπάρχει τεχνική από κει και πέρα.
Όταν δεν μπορείς να μιμηθείς καλά μία φωνή, βοηθάει η εικόνα. Δηλαδή, κινήσεις με τα χέρια, γκριμάτσες με το πρόσωπο και τα λοιπά. Και να μην μπορεί να πιάσεις τη φωνή, θα περάσει στον κόσμο. Στο ραδιόφωνο αν δεν κάνεις τέλεια τη φωνή, το έχασες. Ενώ στην τηλεόραση, δηλαδή αν κάποιος έχει τέλεια το μαλλί του Τσίπρα, τέλεια τα αυτιά του, τέλεια τις εκφράσεις του, αν δεν κάνει και τον Τσίπρα: «Νομίζω» [μιμείται τον Αλέξη Τσίπρα] και τον κάνει: «Νομίζω» [μιμείται τον Αλέξη Τσίπρα με λιγότερο μπάσα φωνή], θα περάσει στον κόσμο.
Όταν μιμείσαι ένα πρόσωπο, στην ουσία πρέπει να ξέρεις τι κουβαλάει αυτό το πρόσωπο. Να του έχεις κάνει αυτό που λέω εγώ, το ψυχογράφημα του. Εγώ, όταν είχα μιμηθεί έναν πολιτικό, είχα ξεφύγει, δηλαδή τον έκανα παραπάνω από ό,τι έπρεπε. Όταν τον συνάντησα αυτόν τον πολιτικό… «Ναι, εντάξει, με κάνατε λίγο παραπάνω. Δεν είμαι αλκοολικός…» Είχα στεναχωρηθεί, γιατί μου λέει: «Ξέρετε κάτι; Εγώ δεν έπινα τόσο. Άρχισα να πίνω όταν έχασα τη γυναίκα μου από καρκίνο, πριν από τρία χρόνια». Κι αυτό μου είχε κοστίσει, γιατί λέω όντως, δεν πίνει ο άλλος έτσι γιατί πίνει, μπορεί να έχει κάποιο πρόβλημα κι εγώ δεν έπρεπε να το σατιρίσω αυτό τόσο. Έπρεπε να ήμουν λίγο πιο προσεκτικός.
Επειδή η τηλεόραση και το ραδιόφωνο εμάς μας φέρνουν στους άλλους μέσα στο σπίτι κι ιδίως τους καλλιτέχνες που φέρνουν το γέλιο, ο άλλος σε θεωρεί μέλος της οικογένειάς του. Το 1992, μόλις είχα ξεκινήσει στο Mega το «Πίτσι-πίτσι με τον Μήτσι», Πάσχα. Κι όπως σταματώ το αυτοκίνητο κάπου να πάρουμε κάνα καφέ, δεν ξέρω, κάτι, ξαφνικά βλέπω ένα πούλμαν μπροστά να μου κλείνει τον δρόμο, να σταματάει. Προφανώς, με είχαν αναγνωρίσει εμένα. Και να κατεβαίνουν από μέσα κάτι γεροντάκια, κάτι ΚΑΠΗ που είχαν πάει εκδρομή στο Πήλιο, να θέλουν να αγκαλιάσουν. Ήταν πολύ συγκινητικό, δηλαδή αυτό, που κατέβηκαν κάποια άτομα τρίτης ηλικίας που προφανώς η τηλεόρασή τους ήτανε η παρηγοριά τους στη μοναξιά τους, ας πούμε, κι αισθάνθηκα έτσι μία απέραντη αγάπη κι άδολη αγάπη κι ωραία αγάπη, που νόμιζα ότι ήταν η αγκαλιά κι η αγάπη των γονιών σου, των παππούδων σου.
Θυμάμαι ένα περιστατικό, όταν ήμουνα στον 9.84: Ήρθε μία κυρία μαυροφορεμένη και μου λέει: «Θέλω να σας γνωρίσω, να σας φέρω και μία τούρτα». «Α, τούρτα», λέω, «Φέρτε!» Εντάξει, θα τη φάμε. Φέρνει την τούρτα, βλέπω μαύρα ρούχα. Λέω: «Γεια σας». Λέει: «Κύριε Μητσικώστα, ξαναβρήκα το γέλιο στη ζωή μου». Λέω: «Πλάκα μού κάνετε;» «Όχι, αλήθεια. Ξέρετε, πριν από έναν χρόνο έχασα τον άντρα μου. Έχω», λέει, «δύο παιδιά που μεγαλώνω και περιμένω να σας ακούσω το βράδυ στους “Συνωμότες της νύχτας” στον 9.84, για να μπορώ να γελάσω λίγο». Κι έπαθα σοκ. Πραγματικά, το γέλιο είναι το μεγαλύτερο φάρμακο. Όντως, εξοστρακίζεις το κακό έτσι.
Ο «Χοντρός κι ο Λιγνός», ο Stan Laurel κι Oliver Hardy, αυτό το φοβερό δίδυμο, κάποτε τους είχαν ρωτήσει, λέει: «Τι άλλη δουλειά θα θέλατε να κάνετε;» «Σοβαρολογείτε; Κάνουμε τη δυσκολότερη δουλειά του κόσμου». «Τι;» «Να δίνουμε γέλιο στον κόσμο». Το να κάνεις τον κόσμο να γελάσει θεωρούντο πολύ δύσκολο. Και για αυτό καμιά φορά όταν ερχόμουνα σπίτι τόσο κουρασμένος, σαν ένα σφουγγάρι. Που το νερό είναι το γέλιο που δίνεις κι η χαρά και το έχουνε στραγγίξει όλοι, είτε είναι συνεργάτες στη δουλειά, είτε είναι ο κόσμος που σ’ αγκαλιάζει και τελικά, δε μένει τίποτα. Είναι ένα σφουγγάρι εσύ μετά τελείως στεγνό και μένεις μόνος και λες: «Τώρα τι γίνεται; Εμένα ποιος θα με κάνει να γελάσω;» ή «Ποιος θα με φροντίσει εμένα;»
Πετυχαίνει κάποιος, για μένα, όταν κρατάει την παιδικότητά του σ’ όλες τις φάσεις της ηλικίας του. Οι άνθρωποι, ανεξαρτήτου ηλικίας, πρέπει πάντα να βρίσκουνε παιχνίδια, γιατί ο αυτός που παίζει, για μένα δε γερνάει ποτέ. Εγώ, λοιπόν, εξακολουθώ να το κάνω αυτό και σαν παιχνίδι ακόμη.