Ονομάζομαι Μιντιούρης Απόστολος του Στεργίου. Είμαι γέννημα και θρέμμα στην πόλη του μεταξιού, στο ευλογημένο το Σουφλί, γεννηθείς 07/03 του 1938. Εκεί έμεινα μέχρι στις αρχές, στη Δ΄ τάξη του Δημοτικού σχολείου.
Τ’ απογεύματα κατέβαινα στον σιδηροδρομικό σταθμό κι έβλεπα που ερχότανε τρένα και κουβαλούσανε παιδιά. Παιδιά στην ηλικία τη δικιά μου, λίγο μικρότερα και λίγο μεγαλύτερα. Είδα αυτά τα παιδιά κι είπα: «Πού τα πηγαίνουνε;» «Πού τα πηγαίνουνε;» Ρώτησα να μάθω, κανείς δε μου 'δωσε καμία πληροφορία. Έλεγε ο καθένας ό,τι του ερχόταν στο μυαλό.
Μία μέρα, το απόγευμα σχολάσαμε από το σχολείο, πήγα, πέταξα την τσάντα στο σπίτι. Το σπίτι μεγάλο, εφτά με είκοσι δύο, ήταν γεμάτο με κουκούλια. Όλοι οι δικοί μου μέσα ταΐζαν και ποτίζαν τα κουκούλια κι εγώ έφυγα από κει σκαστός και κατέβηκα και πήγα στον σιδηροδρομικό σταθμό. Ήρθε το τρένο, πάλι γεμάτα από παιδιά. Και τελικά πήγα να ανέβω κι εγώ σε ένα βαγόνι. Δε με άφηναν τα παιδιά να ανέβω, με τίποτα. Το τρένο σφυρίζει να φύγει κι αναγκάστηκα να πάω να ανέβω και να χωθώ μέσα σε μία καρότσα επιβατών.
Ήρθε κάποιος σιδηροδρομικός και μου είπε: «Εισιτήριο». Εγώ «εισιτήριο», δεν ήξερα τι θα πει το εισιτήριο και πώς γίνεται το εισιτήριο. Κι άρχισα να κλαίω. Και με ρωτάει αυτός: «Πού θες να πας, ρε παιδί μου;» «Εκεί που θα πάνε όλα αυτά τα παιδιά!»Έφυγε από κοντά μου και πήγε οπωσδήποτε και μίλησε με κάποιον ανώτερο του: «Τώρα πού να το κατεβάσουμε; Θα το πάρουμε, να το κατεβάσουμε στην Αλεξανδρούπολη, μεγάλη πόλις κι από κει και πέρα όπου πάνε όλα τα άλλα τα παιδιά, ας πάει κι αυτό». Και μου είπε: «Να χωθείς κάτω, εκεί που βάζουμε τις βαλίτσες, τα κουτιά και δε θα βγεις καθόλου από κει. Θα βγεις όταν θα σου πω εγώ!» Κι ήρθε στη Αλεξανδρούπολη και μου λέει: «Κατέβα».
Κατέβηκα κι εγώ. Στην Αλεξανδρούπολη, στο λιμάνι, στον σιδηροδρομικό σταθμό υπήρχαν αυτοκίνητα του στρατού και της αεροπορίας που παραλαμβάναν τα παιδιά και θα τα πηγαίναν κάπου και πού, δεν ξέρω. Ανέβηκα κι εγώ μέσα σε ένα αυτοκίνητο και μας πήγαν στην Ακαδημία, εκεί που βγαίναν οι δάσκαλοι και δασκάλες. Μία γυναίκα φώναζε ονομαστική κατάσταση κι έλεγε: «Τα αγόρια θα λένε "παρών" και τα κορίτσια θα λένε "παρούσα"». «Μήπως δεν άκουσε κάνεις το όνομά του;» «Εγώ!» «Έλα ‘δώ κοντά». Πήγα κοντά, λέει: «Πώς λέγεσαι;» «Μιντιούρης Απόστολος» «Από που είσαι;» «Από το Σουφλί» «Α, όχι», λέει, «θα σε γυρίσουμε πίσω».Άρχισα να κλαίω εκεί πέρα. Να ‘ναι καλά κάποιος, μάλλον συνάδελφός της ήτανε: «Άντε», λέει, «ρε παιδί μου, πού να το γυρίσουμε πίσω το παιδί; Πού ξέρουμε από πού είναι, που θα πατήσει καμία νάρκη, ξέρω 'γω τι...» Τότε υπήρχε ο συμμοριτοπόλεμος, υπήρχαν οι αντάρτες και καίγαν και σπίτια και σκοτώνανε και κάνανε και ράνανε και δείχνανε. Διότι κάθε βράδυ λέγαμε: «Θα ξημερωθούμε με το καλό ή θα βρούμε το σπίτι καμένο και τους ανθρώπους;» Τότε έγιναν πολλά τέτοια πράγματα. Όλα ήταν μες στις νάρκες. Λέω: «Αν πάω με τα πόδια» --νόμιζα θα με στείλουν με τα πόδια να γυρίσω πίσω-- «και πατήσω καμία νάρκη, θα σκοτωθώ!» «Γράψ’ το», λέει, «να πάει κι αυτό εκεί που είναι να πάνε τα άλλα».Την άλλη μέρα το πρωί, ξαναφωνάζει ονομαστική κατάσταση. Εγώ, τα αυτιά μου τσιλωμένα να ακούσω το όνομά μου: «Μιντιούρης Απόστολος του Στεργίου!» «Παρών!»
Μας κλείσανε εκεί μέσα τρεις μέρες, τρία ημερόνυχτα. Μετά από τα τρία ημερόνυχτα, μας κατέβασαν στο προαύλιο της Ακαδημίας και περνούσανε κοπέλες κι αγόρια και βάζαν σ’ όλα τα παιδιά από μία κονκάρδα. Εμένα μου βάλανε μία κονκάρδα την μπλε, όπως ‘βάλαν και σε άλλα παιδιά και μας είπανε: «Φεύγουμε τώρα, πηγαίνουμε στο λιμάνι, περιμένει ένα καράβι “Ο Αλιάκμονας”», έτσι λεγότανε. «Θα προσέξετε εκεί που θα κοιμηθείτε, κουβέρτες υπάρχουν άφθονες, αλλά να μη χαθούν τα καρτελάκια, οι κονκάρδες».
Ανεβήκαμε στο καράβι, μπήκαμε μέσα, μεγάλο το καράβι. Μετά από τα τρία μερόνυχτα, φτάσαμε σε ένα μεγάλο χωριό. Ήταν ο Πειραιάς. Στον Πειραιά, βρήκαμε κάτι ηλεκτρονικά jukebox που παίζανε τότε, με δισκάκια. Είχαν και κάτι τραπέζια αραδιασμένα που ήτανε γεμάτα με σταφιδόψωμα και κάθε παιδί περνούσε από κει, του δίνανε ένα ποτήρι γάλα κι από ένα σταφιδόψωμο. Φάγαμε εκεί πέρα το σταφιδόψωμο, το γάλα και παίρνανε τα παιδιά με την μπλε την κονκάρδα σε ειδικά αυτοκίνητα, πάλι του στρατού και της αεροπορίας και πηγαίναν στο καλό της Παναγίας. Πού; Δεν ξέραμε.
Φτάσαμε σε ένα σημείο. Ένα προαύλιο γύρω-γύρω με κάγκελο, μεγάλο προαύλιο κι απάνω είχαν βάλει και σύρματα και μέσα είναι γεμάτο από κτίρια. Μας κατεβάσανε και μας βάλανε μες στον χώρο αυτόν κι εκεί μας δώσανε πάλι από ένα ποτήρι γάλα κι από ένα σταφιδόψωμο. Όλα ήμαστε περίπου στην ίδια ηλικία, δηλαδή από οκτώ μέχρι κι έντεκα χρόνων, το μεγαλύτερο. Δε μας βάζουνε μέσ’ τα κτίρια καθόλου. Σε εξάδες αγόρια, κορίτσια. Εκεί ήταν άνθρωποι που κούρευαν με ψιλή μηχανή και περνούσαμε από ένα μηχάνημα και μας κάναν απολύμανση. Υπήρχαν άνθρωποι που μας πήρανε και μας πήγαν μέσα, μας κάνανε λουτρά, το μπάνιο, και μας ντύσανε: παπούτσι, κάλτσες, εσώρουχα, εξωτερικά ρούχα.
Η παιδούπολη η δικιά μας δέχτηκε τότε εκατόν ογδόντα εννέα παιδιά, εκατόν ενενήντα, περίπου. Εκεί υπήρχαν μέσα κι εστιατόρια για φαγητό και μπάνιο και κατηχητικά σχολεία. Κάθε λιγάκι ερχόταν και κουκλοθέατρα και σινεμά. Λοιπόν, εκεί αρχίσαμε πλέον να προσαρμοζόμαστε, να μπαίνουμε σε κάποιο καλό πρόγραμμα. Έπρεπε το πρωί να πάμε για πρωινό στην τραπεζαρία κι από κει και πέρα τις τσάντες και στο σχολείο. Και σχολείο εκεί μέσα.
Στην αρχή, πραγματικά υπήρχε κάποια δυσκολία. Για μένα, όλα τα παιδιά άγνωστα. Με την πάροδο του χρόνου αρχίσαμε πλέον να συμβιβαζόμαστε και να γίνουμε μία μεγάλη οικογένεια. Μέσα, όλα τα παιδιά ξέραμε ότι αυτή τη στιγμή δεν είναι κανείς με τους γονείς του. Και να ήθελε να τους δει, δεν υπήρχε τρόπος. Γίναμε μία οικογένεια, ένα αίμα, μία ψυχή. Όλα ήμασταν στην ίδια ηλικία. Και περάσαμε πάρα πολύ όμορφα και πάρα πολύ καλά, διότι δε μας άφησαν και να στεναχωρηθούμε. Και προσαρμοστήκαμε στο περιβάλλον της παιδουπόλεως.
Άρχισαν όμως να ‘ρχονται μέσα φωτογράφοι και να παίρνουν φωτογραφίες τα παιδιά, τα αγόρια, τα κοριτσάκια. «Αυτά», λέει, «τα βγάζουν φωτογραφία για να τα στείλουν στους γονείς τους, για να δουν οι γονείς τους πώς είναι τα παιδιά τους». Μ’ αγαπούσε πάρα πολύ ο Διευθυντής της παιδουπόλεως. Πήγα, χτυπάω την πόρτα. «Εμπρός! Έλα, Αποστολάκο. Τι κάνεις; Κάθισε. Έλα να σε δω». Με αγκάλιασε, εκεί πέρα. Λέω: «Γιατί δε με βγάζετε κι εμένα φωτογραφία, να στείλετε στους γονείς μου;» ξέρω ‘γω τι. Λέει: «Είναι με τη σειρά. Είναι με την κατάσταση. Όταν θα 'ρθει η σειρά σου», λέει, «θα σε βγάλουμε και σένα φωτογραφία». Πανύψηλος άνθρωπος, με αγκάλιασε, έφυγα.
Από τότε που κάναμε αυτή τη συζήτηση, πέρασαν τρεις μέρες, ήρθε ένα τζιπάκι με μία νοσηλεύτρια τότε του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, μία κυρία Μπαλάσκα. Και φορτώσαν απάνω στο αυτοκίνητο ένα τσουβαλάκι με ρούχα κι εμένα κι υπέθεσα εγώ ότι θα με γυρίσουν πίσω στο Σουφλί. Άρχισα να κλαίω. Λέω: «Πού θα με γυρίσετε πίσω; Πού θα πάω; Έχει νάρκες πολλές…» Λέει: «Δε θα σε γυρίσουμε. Θα πάμε σε ένα μέρος. Μη στεναχωριέσαι, δεν πάμε στο χωριό σου», λέει. Και μπήκε το αυτοκίνητο κάποια στιγμή σε μία δασώδης περιοχή. Πάρκαρε το αυτοκίνητο εκεί πέρα, με πήρε η κυρία Μπαλάσκα και τα ρούχα μου μαζί και με παρέδωσε σε μία κυρία Κατερίνα, φερ' ειπείν. Με αγκάλιασε, με φίλησε κι έφυγε.
Με πήρε αυτή η γυναίκα και με πήγε μέσα σε μία αίθουσα που μπορεί να είχε κι εκατό παιδιά, περίπου στην ηλικία τη δικιά μου. Μέσα όμως κούρα, ησυχία. Δεν ακουγόταν το παραμικρό, ψίθυρος. Πέρασα εκεί πέρα καμιά εβδομάδα. Εγώ, σκεφτικός, κοιτούσα δεξιά-αριστερά. Πηγαίναμε να φάμε και κατευθείαν πάλι στον ύπνο, χωρίς τίποτα, τίποτα άλλο να κάνουμε.
Μία μέρα ήρθε μία γυναίκα, που έμαθα ότι ήταν η Διευθύντρια των εγκαταστάσεων, μία Μαίρη Τσακίρη και μου λέει: «Αποστολάκο, μήπως ξέρεις, θυμάσαι από που είσαι;» «Πώς δε θυμάμαι», λέω. «Είμαι από το Σουφλί, από τον Νομό Έβρου». «Έχεις εκεί πέρα γονείς;» «Έχω και πατέρα, έχω μία παραδερφή, έχω μία αδερφή κι έναν αδερφό». Λέει: «Από τότε που ήρθες εδώ στην παιδούπολη, επικοινωνείτε με τηλέφωνο, με…» «Ούτε τηλέφωνο, τίποτα και δεν ξέρει κανένας ότι εγώ βρίσκομαι εδώ». «Γιατί;» «Γιατί εγώ έφυγα κατά αυτόν τον τρόπο».
Αυτή δεν έγραφε τίποτα, τα κράτησε όλα στη μνήμη της. Βρήκε τον τρόπο και βρέθηκε στο Σουφλί. Εγώ δεν ξέρω τίποτα. Και βρήκε κάποιον στο δρόμο και λέει: «Θέλω, αν είναι δυνατόν, να μου πείτε πού μπορώ να βρω τον Μιντιούρη τον Στέργιο, τον καροποιό». Την πήραν τη γυναίκα και την πήγαν στον πατέρα μου. «Είσαστε ο κύριος Μιντιούρης ο Στέργιος;» «Μάλιστα». «Εγώ», λέει, «λέγομαι Μαίρη Τσακίρη κι είμαι από την Αθήνα. Τώρα», λέει, «θέλω να μου γνωρίσεις τα μέλη της οικογένειας». «Από δω είναι η Εριφύλλη, είναι η στερνή μου γυναίκα». Η «στερνή» γυναίκα είναι η δεύτερη γυναίκα. «Από δω είναι η Θεοδώρα, είναι παρακόρη μου, δεν είναι από μένα. Τώρα από δω είναι η Αντιγόνη, είναι γνήσια κόρη μου. Κι ένα έχουμε αγνοούμενο και χαμένο». «Πώς το λένε το αγνοούμενο;» «Απόστολο». «Τι ηλικία τώρα να είναι;» λέει. «Τώρα αυτό», λέει, «μπορεί να είναι και δέκα χρονών». «Ο Απόστολος δεν είναι αγνοούμενος, δεν είναι χαμένος, τον έχω εγώ στα χέρια μου». Κι εκεί διαπιστώθηκε γιατί δε με βγάζαν φωτογραφία: «Έχει το παιδί μία ασθένεια, της φυματίωσης, αλλά με τη βοήθειά μας και με τη βοήθεια του Θεού, θα το κάνουμε καλά».
Όταν εγώ πήγα στην παιδούπολη, πήγα με τη φυματίωση. Εμένα με βλέπανε μαραζιάρικο το παιδί, πάντα σκεπτικό, πάντα στενάχωρο κι αρχίσαν να με κάνουν εξετάσεις στην Αθήνα, μες στην παιδούπολη, χωρίς να πάρω είδηση εγώ. Και διαπιστώθηκε ότι υπήρχε αυτή η περίπτωση κι έπρεπε να πάω οπωσδήποτε σανατόριο στην Πάρνηθα. Έξι μήνες κι εκεί, στο συγκεκριμένο νοσοκομείο κι εκατόν ογδόντα ενέσεις στα πισινά μου και μπόρεσα να κρατήσω το κεφάλι μου όρθιο. Ήτανε μία ασθένεια ύπουλη, που δεν την καταλάβαινες, αλλά κιτρίνιζες, μαράζωνες και κάποια στιγμή, τελείωνες. Εάν δε γινόταν αυτό το θαύμα για να βρεθώ εκείνη τη στιγμή στην Αθήνα, μου φαίνεται από οκτώμισι κι εννιά χρόνων, θα είχα πεθάνει.