Από το νηπιαγωγείο, όταν μου λέγανε: «Τι δουλειά θέλεις να κάνεις;» έλεγα: «καραγκιοζοπαίχτης».
Η πρώτη επαφή με τον Καραγκιόζη ήταν απ’ τις βιντεοκασέτες στη δεκαετία του ‘80, που παίρναμε βιντεοκασέτες και βλέπαμε τις περιπέτειες του Καραγκιόζη. Στην τηλεόραση παιζόντουσαν οι παραστάσεις του Ευγένιου Σπαθάρη, που βλέπαμε, και πηγαίναμε και στα μαντράκια που παιζόντουσαν τότε. Από ηλικία πέντε ετών πηγαίνω στις παραστάσεις και βλέπω.
Και σιγά-σιγά πήγαινα, βοήθαγα καραγκιοζοπαίχτες πίσω απ’ το μπερντέ. Πηγαίνεις στο μάστορα. Είναι προφορική παράδοση, απ’ το μάστορα σε μαθητή. Μαθαίνεις. Βλέπεις στην αρχή την παράσταση πίσω απ’ τη σκηνή. Μετά σιγά-σιγά πιάνεις μια φιγούρα. Μετά μπαίνεις πιο ενεργά στην παράσταση, γίνεσαι βοηθός και σιγά-σιγά γίνεσαι κι ο καραγκιοζοπαίχτης.
«-Παιδί μου, Καραγκιόζη, πες μου. Ξέρεις να μαγειρεύεις;
-Ξέρω.
- Ξέρεις να πλένεις τα ρούχα;
- Ξέρω.
- Ξέρεις να σκουπίζεις;
- Ξέρω.
- Ξέρεις…
- Ξέρω.
- Τι ξέρεις;
- Ξέρω ‘γω τι ξέρω;»
Οι τύποι του Καραγκιόζη… Αν ξεκινήσουμε από τον Καραγκιόζη, είναι ο μέσος Έλληνας, που παλιότερα, ας πούμε, δείχνουμε την εικόνα του που ‘ταν ξυπόλυτος, κουρελής, που ήτανε ο άνθρωπος ο μεροκαματιάρης, που είχε τρία παιδιά και μία γυναίκα. Κάνει όλα τα επαγγέλματα του κόσμου για να μην πεινάσει η οικογένειά του. Δηλαδή, σε όλα λέει «ξέρω», στο τέλος μπορεί να μην ξέρει και τίποτα.
Κι από κει και πέρα είναι τα Κολλητήρια, τα παιδιά του Καραγκιόζη. Η Αγλαΐα, η γυναίκα του Καραγκιόζη, που αυτή δεν εμφανίζεται πολύ, γιατί ήτανε πιο ανδροκρατούμενο το θέαμα παλιότερα. Πολλές φορές ή εμφανίζεται λίγο ή μιλάει μέσα από τη παράγκα, σαν ότι είναι ο γυναικωνίτης εκεί κι ακούγεται μόνο η φωνή της.
Ο Χατζηαβάτης, που είναι ο κόλακας, που λέει: «Μάλιστα, άρχοντά μου, ό,τι διατάξετε» στους πασάδες για να πάρει κάποια δουλειά. Ο πασάς είναι η εξουσία, που καμιά φορά καθρεφτίζει τον εκάστοτε κυβερνήτη. Μπορεί να μην είναι ο πασάς της Τουρκοκρατίας, μπορεί να είναι κάποιος πρωθυπουργός, ας πούμε, που δε θέλει να πει το όνομά του ο καραγκιοζοπαίχτης και τον ταυτίζει με τον πασά.
«Μένα με λένε Μορφονιό, με λεν χρυσό καμάρι, όλες οι νιες μαραίνονται ποια θα με πρωτοπάρει! Ουίτ!»
Ο Μορφονιός, ας πούμε, είναι το παιδί της πόλης κι είναι και το παιδί της μαμάς του. Όλο λέει «Ουίτ, θα το πω στη μαμά μου». Είναι παράφραση του γαλλικού του «oui», το «ναι», δηλαδή. Και καλά ότι είναι γλωσσομαθής, ότι ξέρει ξένες γλώσσες.
Ο Σταύρακας είναι ο μάγκας, που είναι ο εκφραστής του ρεμπέτικου τραγουδιού. Τον δημιούργησε ο Γιάννης ο Μώρος, που ήταν κι ο ίδιος Πειραιώτης μάγκας. Ενώ, ας πούμε, είναι ο φόβος κι ο τρόμος όλου του κόσμου, ο Καραγκιόζης τον χτυπάει κι αυτός δεν του αντιμιλάει του Καραγκιόζη. Και μάλιστα, όταν τον δέρνει, του λέει:
«- Ρε κορόιδο, στ’ αστεία με χτύπησες ή στα σοβαρά;
- Στα σοβαρά.
- Μπράβο, ρε μάγκα! Γιατί εγώ αστεία δεν σηκώνω!»
Ο Μπαρμπά-Γιώργος, που ‘ναι ο βουνίσιος, που είναι ο θείος του Καραγκιόζη κι ο προστάτης του. Είναι ο αδερφός της μητέρας του Καραγκιόζη. Κι αυτός, επειδή υπήρχε ο Βεληγκέκας που έδερνε πάντα τον Καραγκιόζη, που ήταν ο αστυφύλακας, ας πούμε, του σεραγίου κι άμα έκανε κάτι ο Καραγκιόζης, τον ξυλοφόρτωνε, βγήκε ο άλλος τύπος, ο Μπαρμπά-Γιώργος, που αυτός έδερνε τον Βεληγκέκα και προστάτευε τον Καραγκιόζη. Και δηλαδή από ’κει που έτρωγε μόνο ξύλο ο Καραγκιόζης, υπήρχε κάποιος που έδερνε τον Βεληγκέκα, ο Μπαρμπα-Γιώργος. Που τον Μπαρμπα-Γιώργο δεν τον δέρνει και κανένας.
Ο Βεληγκέκας μπορεί να ταυτιστεί με τον χωροφύλακα, γιατί παλιότερα, τη δεκαετία του ’10, του ’20, που έπαιζαν οι καραγκιοζοπαίχτες, δεν μπορούσες να αναπαραστήσεις χωροφύλακα. Κι υπάρχει και το σταθερό, η κλασική ατάκα που πάει να δείρει ο Βεληγκέκας τον Καραγκιόζη και βγαίνει ο Μπαρμπα-Γιώργος και λέει: «Στάσου, έχει και μπάρμπα το παιδί!»
«Ε ρε μανούλα μου! Άλλος στον καλό το φούρναρη εδώ! Όποιος ψήσει, δε θα ξαναψήσει!».
Στην αρχή ο Καραγκιόζης είχε δέκα παραστάσεις. Ήτανε: Ο Καραγκιόζης Φούρναρης, Ο Καραγκιόζης Μάγειρας, Γραμματικός, Ο Καραγκιόζης Γιαουρτάς, Οι Εφτά Γαμπροί για μία Νύφη. Κι από εκεί και μετά βγήκανε κι άλλες παραστάσεις. Παίρνανε και κάποιες λαϊκές φυλλάδες οι καραγκιοζοπαίχτες και γράφαν τα δικά τους έργα. Έχει παιχτεί και στον μπερντέ Ερωτόκριτος και Αρετούσα, Ρωμαίος και Ιουλιέτα… Ειδικά ο Αθανάσιος Διάκος κι ο Κατσαντώνης ήταν επικές παραστάσεις που παιζόντουσαν σε δύο ή και σε τρεις βραδιές. Σε συνέχειες, όπως είναι τα σίριαλ τα σημερινά.
Και μετέπειτα, ας πούμε, μετά το ‘40, βγήκαν και παραστάσεις για τον πόλεμο, για την Κατοχή. Υπάρχουν και κάποιες παραστάσεις μες στην Κατοχή που δείχνουν πώς οι Γερμανοί είχαν καταλάβει τα ελληνικά σπίτια κι ο Καραγκιόζης παρέα με τους φίλους του γινόταν και σαλταδόρος, παρέα με τον Σταύρακα. Κι υπάρχουν και κάποια άλλα, κάποιες μυθοπλασίες που ο Καραγκιόζης ονειρεύεται ότι πεθαίνει, πηγαίνει στον κάτω κόσμο και βρίσκει τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι και τους κάνει επίθεση και τους παραπονιέται για τα εγκλήματα που ‘χουν κάνει κατά της ανθρωπότητας.
Είχανε τους ρουφιάνους, που παρακολουθούσαν τότε τις διάφορες παραστάσεις. Και κάποιες φορές, ενώ παίζαν τα ηρωικά έργα και βγάζαν τους φουστανελάδες και σκοτώναν Τούρκους κι οι Έλληνες χειροκροτούσαν, γιατί βλέπανε στο πρόσωπο των Τούρκων τους Γερμανούς τότε, τους κατακτητές, και ‘βγάζαν το άχτι τους. Αν γινόταν κάποια καρφωτή, είτε ήτανε ο καραγκιοζοπαίχτης προϊδεασμένος κι εξαφάνιζε τις φιγούρες τις ηρωικές κι έβαζε τον Καραγκιόζη να κάνει διάφορα κωμικά. Υπάρχει κι ένα άλλο περιστατικό με τον Αντώνη τον Μόλλα που πήγαν, ας πούμε, οι Γερμανοί και του λένε: «Τι κάνεις εδώ; Σκοτώνεις Γερμανούς;» Λέει: «Όχι, κύριε αξιωματικέ. Να, εδώ, Τούρκους σκοτώνω κι είναι τα παραδοσιακά μας έργα αυτά». Κι έτσι, με το κάλυμμα των Τούρκων κάναν αντίσταση απ’ τον μπερντέ οι καραγκιοζοπαίχτες.
Κατά καιρούς μπορεί να έχουν γραφτεί και γύρω στις πεντακόσιες καινούριες παραστάσεις από τους καραγκιοζοπαίχτες, οι οποίες κάποιες μπορεί να μην έχουν διασωθεί και καθόλου ή κάποιες να υπάρχουν σε κάποια μπαούλα συλλεκτών που να μην έχουν παρουσιαστεί ακόμα. Εγώ, ας πούμε, κι άλλοι καραγκιοζοπαίχτες, όπως ο Άθως ο Δανέλλης, προσπαθούμε να κάνουμε αναβίωση στα παλιά τα έργα και να τα παρουσιάσουμε. Βάζουμε και στοιχεία νεότερα απ’ την επικαιρότητα. Αλλάζει ο κόσμος, αλλάζουν οι εποχές, αλλάζει το κοινό. Γιατί αν ένα έργο παιχτεί τώρα όπως παιζόταν το ‘30, δε θα έχει την ίδια επιτυχία.
Είναι μία φιγούρα που την έχουμε φτιάξει τώρα τελευταία για τις ανάγκες της επικαιρότητας, που εμφανίζεται ο Κορωνοϊός κι όποιον ακουμπάει, μολύνεται. Και στο τέλος, ο Καραγκιόζης τον σκοτώνει κι αυτόν. Είναι μία επίκαιρη παράσταση, επειδή ο Καραγκιόζης είναι πάντα επίκαιρος. Ο κορωνοϊός σαν ένα φάντασμα εμφανίζεται, όπως παλαιότερα είχαμε άλλες φιγούρες με αρρώστιες. Υπάρχει η φιγούρα της γρίπης, της χολέρας, της πανούκλας, γιατί, ας πούμε, το ‘10, το ‘20, θέριζαν αυτές οι αρρώστιες.
Υπήρχε μία διαρκής αντιπαλότητα με το θέατρο σκιών και με τον κινηματογράφο αλλά και το θέατρο και το κινούμενο θέατρο και τα μπουλούκια, δηλαδή. Όταν, ας πούμε, βγήκε ο κινηματογράφος, είχε μία κάμψη ο Καραγκιόζης. Αλλά, οι καραγκιοζοπαίχτες παλιότερα είχαν πανί δύο μέτρα. Με το που έγινε ο κινηματογράφος, για να τον ανταγωνιστούν, φτιάξαν πανιά τέσσερα-πέντε μέτρα μεγάλα. Κι είχε και το χρώμα, ενώ ο κινηματογράφος τότε που είχε χρώμα ο Καραγκιόζης, ήταν ασπρόμαυρος ο κινηματογράφος.
Τη δεκαετία του ’60, που είχε κάμψη ο Καραγκιόζης, έβγαλε τους δίσκους ο Σπαθάρης και ξαναήρθε στην επιφάνεια ο Καραγκιόζης. Διασώθηκε μ’ αυτόν τον τρόπο. Κι όταν βγήκε η τηλεόραση, άρχισε να παίζεται Καραγκιόζης στην τηλεόραση. Αλλά ο Καραγκιόζης στην τηλεόραση, άλλο ο Καραγκιόζης που τον βλέπεις ζωντανά στο θέατρο. Έχει άλλη μαγεία. Αλλά είναι ένας τρόπος τα παιδιά που δεν είχαν και πρόσβαση, που δεν μέναν στην Αθήνα, βλέπαν και Καραγκιόζη από κει, που δεν είχαν άλλον τρόπο να δούνε.
Επειδή κάποιοι ήθελαν να τον δοξάσουν, κάποιοι ήθελαν να τον κάνουν να μπει στο πανεπιστήμιο σαν μάθημα ο Καραγκιόζης, που έχει μπει σε κάποιες φορές… Ο Καραγκιόζης δεν τον νοιάζουν αυτά. Τον νοιάζει μόνο τι θα φάει. Δηλαδή, του λέει ο Χατζηαβάτης:
«- Καραγκιόζη μου, δάφνες…
- Δάφνες, Χατζατζάρη, αλλά άμα τις είχαμε σ’ ένα πιάτο φακή, θα ήταν ακόμα καλύτερα.
- Μπράβο, Καραγκιόζη μου. Και τώρα;
- Χατζατζάρη, θα φάμε, θα πιούμε και νηστικοί θα κοιμηθούμε. Εδώ η παράστασή μας έφτασε στο τέλος της. Γεια σας, γεια σας!»