1980, Νοέμβριος, θα πήγαινα να πιάσω εργασία σαν υπάλληλος, εκτελωνιστής. Εκείνη την εποχή νοίκιασα ένα σπίτι, ήμουν είκοσι τεσσάρων ετών και μέχρι τότε ζούσα με τους γονείς μου. Βρήκα μία γκαρσονιέρα με έναν φίλο, η οποία ήταν σε ένα υπόγειο, σε μία οικοδομή με πρασιά από την πίσω πλευρά κι αριστερά, υπήρχε μία δεύτερη πόρτα.
Μετά από μερικές μέρες, γνώρισα τον ένοικο της πόρτας αυτής: ήταν ένας φοιτητής από την Αφρική, από το νότιο Σουδάν, ο οποίος ήταν καλό παιδί. Δε δημιουργούσε προβλήματα όταν εμείς κάναμε φασαρία στο σπίτι με φίλους και τα λοιπά. Το ίδιο, φυσικά, κι εμείς δε δημιουργούσαμε φασαρία όταν έκανε αυτός φασαρία, από τη δικιά του πλευρά. Τα δύο σπίτια χωρίζονταν από ένα ντουβάρι μικρό. Μας άκουγε, τον ακούγαμε, όταν ήταν μέσα.
Ήταν στο τρίτο έτος της Ιατρικής, ήταν με υποτροφία από τη χώρα του, με πέντε χιλιάρικα. Τα τρία χιλιάρικα ήταν… τα έδινε στο νοίκι. Του περίσσευαν δυο χιλιάρικα, με τα οποία προσπαθούσε να πάρει τα βιβλία του, που τα αγοράζανε εκείνη την εποχή, και δεν του φτάναν να ζήσει τα σαββατοκύριακα.
Μία μέρα, όταν μπήκα μες στο σπίτι μου, χτύπησε την πόρτα. Τον είδα στην εξώπορτα με έναν φάκελο στο χέρι ανοιγμένο, λευκό, και με ρώτησε αν μπορεί να περάσει μέσα. Φυσικά, του είπα να περάσει μέσα και καθίσαμε στο μικρό σαλονάκι που είχαμε, σε έναν καναπέ και σε ένα κρεβάτι, απέναντι. Εκεί μου είπε ότι του πέθανε η μητέρα κι ότι είχε πέντε χρόνια να τη δει. Τι να κάνει. Του ρώτησα αν ήθελε να πάει στην πατρίδα του κι είπε: «Ναι, θέλω να πάω».
Την επόμενη μέρα, που κατέβηκα στο γραφείο, πήγα στο αφεντικό μου και του λέω: «Έχω κάποιο οικονομικό πρόβλημα». Λέει: «Μη μου πεις τι ποσό θέλεις, πήγαινε στη λογίστρια δίπλα και ζήτα ό,τι πόσο θέλεις! Και θα τα τακτοποιήσουμε σιγά-σιγά, από το μισθό σου θα τα πάρουμε». Λέω: «Ευχαριστώ πολύ» κι έφυγα.
Πήρα άδεια από το αφεντικό μου και πήγα να μιλήσω με τον φίλο μου, που είχε το γραφείο που έβγαζε εισιτήρια. Τον είπα ότι είναι από το Νότιο Σουδάν και θέλει να πάει αεροπορικώς μέχρι κάτω και να κάνει επιστροφή κι ότι όλα τα χρήματα θα του τα πλήρωνα εγώ. Και μου λέει: «Το ποσό που χρειάζεται για να πάει κάτω είναι 42.500 δραχμές και θα πάει δίπλα, στο Καμερούν. Δε θα πάει στο Σουδάν. Κι από κει, θα πρέπει να βρει τρόπο για να πάει στο Σουδάν».
Τα χρήματα που έπαιρνα από τη δουλειά μου ήταν 8.000 το μήνα. Όταν πήγα στην κοπέλα, τη λογίστρια, και την είπα ότι το ποσό των 42.500 χιλιάδων, τρελάθηκε! Και μου λέει: «Τι είναι αυτά τα λεφτά που ζητάς και πώς θα τα εξοφλήσεις, Απόστολε; Τι είναι αυτό το μεγάλο ποσό που παίρνεις;» Λέω: «Πρέπει να τα πάρω αυτά τα χρήματα, τώρα». Μετά από μία ώρα, περίπου, ήρθε και μου τα έδωσε.
Ε, μετά πήγα στην γκαρσονιέρα μου. Χτύπησα τον Στηβ και τον φώναξα. Του λέω: «Στηβ, έλα εδώ. Είναι όλα εντάξει. Βρέθηκε εισιτήριο να πας μέχρι το Καμερούν, δίπλα, κι από εκεί να πας, όπως μπορείς, στο σπίτι σου». Εκεί, ο Στηβ τρελάθηκε. Γονάτισε κι έκλαιγε. Γονατιστός, όπως ήτανε, κι έλεγε: «Είσαι αδερφός!» Γιατί ήταν ένας άνθρωπος μόνος του.
Την Τετάρτη, τον πήρα τον Στηβ και πήγαμε στο αεροδρόμιο και τον άφησα, να πετάξει. Με αγκάλιασε, με φίλησε: «Σε ευχαριστώ πολύ». Αλλά ήμουν πολύ χαρούμενος, γιατί μπόρεσα να βοηθήσω αυτόν τον άνθρωπο. Γιατί το γνώριζα ότι υπήρχε πόλεμος εκεί κάτω.
Γύρισα στο γραφείο την Πέμπτη και κάθε Σάββατο, συναντιόμασταν κάποιοι φίλοι και πηγαίναμε σε μία ταβέρνα. Στο δρόμο, πάντα βάζαμε ένα, ένα ΠΡΟΠΟ. Έβαλε κάποιος ένα μονόστηλο από τους τέσσερις κι όλοι από μία διπλή.
Δύο αγώνες αναβλήθηκαν, από τα διπλά που είχαμε βάλει, γιατί είχε χιόνια και δεν παίξανε. Κι έτσι, έμενε να πιάσουμε μόνο έντεκα. Όταν έγιναν οι αγώνες την Κυριακή, από τα έντεκα όμως, πιάσαμε τα δέκα! Και το ένα διπλό δεν είχε βγει. Στο 93΄, γύρισε ο αναμεταδότης κι είπε ότι: «Έχουμε ένα ακόμα αποτέλεσμα, το οποίο διαμορφώθηκε στο 93΄». Κι είναι το δυάρι αυτό! Έτσι, είχαμε πιάσει τέσσερα εντεκάρια! Μάθαμε τη Δευτέρα ότι το ποσό που παίρναμε ο καθένας ξεχωριστά, ήταν από 42.500 χιλιάρικα!
Τα χρήματα τα πήρα την επόμενη εβδομάδα και τα επέστρεψα στο γραφείο. Έτσι, ο Στηβ είχε φύγει στην πατρίδα του κι εγώ, ήμουνα χωρίς να χρωστάω σε κανέναν και τίποτα. Τ’ αφεντικό μου, όταν έμαθα ότι επέστρεψα τα λεφτά, με φώναξε και λέει: «Γιατί, Απόστολε, έφερες τα λεφτά πίσω; Δε σου ‘πα ότι θα τα παίρνουμε λίγα-λίγα;» Λέω: «Τα λεφτά μού δοθήκανε και τα έφερα πίσω».
Περάσανε τρεις μήνες, μέχρι να γυρίσει ο Στηβ από την πατρίδα του. Και μόλις τελείωσε το πτυχίο του γιατρού, ήρθε κι η φίλη του εδώ και μέχρι να φύγουν, είχαν κάνει κι ένα παιδάκι, ένα αγοράκι. Έτσι, φύγανε ο Στηβ με τη φίλη του και το παιδί του στη χώρα του κι εγώ έμεινα πίσω και τον αναπολώ. Να ‘ναι πάντα ευτυχισμένος και να τον έχω στη μνήμη μου. Πιστεύω ότι με έχει κι αυτός στη μνήμη του.