Ήταν μια επιλογή μέσα στις πρώτες δέκα. Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Σχολή Θετικών Επιστημών, Σάμος, Τμήμα Στατιστικής κι Αναλογιστικών Χρηματοοικονομικών. Το 2000 πέρασα. Εντάξει, το πρώτο παιδί που πέρασε στο Πανεπιστήμιο εγώ ήμουνα, τέλος πάντων της οικογένειας, χαρούμενοι οι γονείς… Πρώτο ταξίδι με τον πατέρα μου και τη μάνα μου, εντάξει, δεκαοχτώ χρόνων, για να πάμε να βρούμε σπίτι να νοικιάσουμε, να πάρουμε έπιπλα, να πάρουμε καμιά κουζίνα, πού θα μείνουμε. Εντάξει, πήγα με τους γονείς, θέλαν να έρθουν κι οι δυο.
Τώρα θυμάμαι, γύρω στις 5:30 η ώρα το βράδυ που φτάσαμε στον Πειραιά, μπορεί να φτάσαμε λίγο νωρίτερα και γύρω στις 5:30 με 6:00, πρέπει να έφευγε το καράβι από Πειραιά. Πιάναμε Πάρο, Νάξο, θα πιάναμε Ικαρία, Φούρνους και θα καταλήγαμε στη Σάμο. Φεύγοντας, νοικιάσαμε και μια καμπίνα για να είμαστε και σίγουροι, να είμαστε πιο χαλαροί. Πήγαμε, βολέψαμε τα πράγματα, κάναμε μια βόλτα στο κατάστρωμα κι η μάνα μου αργότερα πήγε στο δωμάτιο να διαβάσει ένα βιβλίο και να ξαπλώσει. Εμείς πρέπει με τον πατέρα, αν θυμάμαι καλά, να βλέπαμε μπάλα, γιατί εκείνη τη μέρα έπαιζε ο Παναθηναϊκός, είμαστε Παναθηναϊκοί εμείς.
Οπότε γύρω στις 10 το βράδυ, απ' ό,τι θυμάμαι, ακούσαμε έναν θόρυβο δυνατό, σαν να συγκρούεται, ξέρω ‘γω, πώς μια σύγκρουση δυνατή και σύρσιμο, όπως πήγαινε το καράβι από τη δεξιά πλευρά. Οι πιο πολλοί άρχισαν τα αστεία και τα λοιπά, εντάξει δε φανταζόμασταν το 2000 να συμβεί κάτι. Θυμάμαι το ‘χαν ρίξει στον χαβαλέ, ξέρω ‘γω, τότε ποιος ήταν υπουργός; Πρέπει να ήταν ο Λαλιώτης ΥΠΕΧΩΔΕ. Θυμάμαι έναν που έλεγε για τον Λαλιώτη ότι: «Δεν έστρωσε καλά τον δρόμο, όλο λακκούβες έχει!» Το ρίξαν στον χαβαλέ, αλλά μετά προσγειωθήκαμε απότομα.
Μετά από λίγη ώρα, ενώ ήταν και κάποιοι εκεί πέρα, τώρα καμαρότοι, δεν ξέρω τους βαθμούς και τα λοιπά, που μας λέγανε: «Εντάξει, ηρεμήστε, όλα καλά, μην αγχώνεστε», λέμε: «Πάμε να πάρουμε τη μάνα μας από κάτω», τη μάνα μου από κάτω, για να δούμε τι συμβαίνει.
Μέχρι να φτάσουμε ανέβαινε κόσμος πολύς, δηλαδή κι ανεβαίναν και τρέχοντας. Και μέχρι να φτάσουμε πρέπει να παίξαμε αρκετό ξύλο με πολύ κόσμο και στις σκάλες και στον διάδρομο, σπρωχτήκαμε με πολλούς. Φτάσαμε, η μάνα μου είχε σηκωθεί, είχε πάρει τη βαλίτσα, περίμενε να δει τι γίνεται, για να βγει έξω. Την παίρνουμε, ανεβαίνουμε πάνω, ανοιχτά τα φώτα κανονικά μέχρι στιγμής. Είχε μαζευτεί όλος ο κόσμος πάνω στο κατάστρωμα. Από μέλη του πληρώματος πάντως, είδα, για να είμαι δίκαιος, δύο παιδιά νεαρής ηλικίας --προφανώς ήταν δόκιμοι-- καμαρότοι, κάτι χαμηλόβαθμοι και τα λοιπά, οι οποίοι όντως προσπαθούσαν να ηρεμήσουν και βοηθούσαν τον κόσμο. Αυτούς τους δυο είδα εγώ, κανέναν άλλον εγω.
Σπάσαμε μια ντουλάπα με τον πατέρα μου, γιατί ήταν κλειδωμένη, για να πάρουμε σωσίβια. Ανεβήκαμε στο πάνω κατάστρωμα με τον πατέρα μου, εγώ κι αρκετοί άντρες. Προσπαθήσαμε να ξεβιδώσουμε, μπας και ρίξουμε καμιά βάρκα ακόμα, αλλά από τη μια πλευρά, γιατί απ’ την άλλη είχε μπατάρει το καράβι, οπότε οι βάρκες οι από εδώ πέφτανε μέσα. Eίχε αρχίσει η κλίση βέβαια, εντάξει, είχε αρχίσει να γίνεται από τους πέντε-δέκα πόντους στην αρχή, είχε φτάσει τριάντα-σαράντα, δηλαδή το καράβι σιγά-σιγά άρχισε να βουλιάζει.
Εντάξει, το μόνο παρήγορο ήταν ότι έβλεπες και τα φώτα, δηλαδή έβλεπες ότι ήμασταν κάπου ανάμεσα σε νησιά. Το κακό ήταν ότι είχε σηκώσει πολύ κύμα, δηλαδή εκείνη την ώρα πρέπει να είχε, από ό,τι λέγανε, κανα εξάρι-εφτάρι, που τώρα σε ανοιχτά… έχει κυματισμό.
Η πρώτη σκέψη ήταν να είμαστε όλοι μαζί για να δούμε πώς θα κινηθούμε, η δεύτερη σκέψη ήτανε στα αδέρφια, στα μικρά, στην οικογένεια κι η τρίτη σκέψη ήτανε πώς θα καταφέρουμε ή να βρούμε έναν τρόπο να μπούμε σε μια βάρκα ή να ρίξουμε μια βάρκα μέσα και να σώσουμε κι αν μπορούμε και κανέναν άνθρωπο. Δηλαδή, η επιβίωση ουσιαστικά είναι αυτό που σου βγαίνει, το ένστικτο της επιβίωσης.
Ειδικά όταν κινδυνεύεις, πιο πολύ λειτουργεί το ένστικτό πάρα η σκέψη. Κι από τη στιγμή που έχει πάρει κλίση το καράβι, μεγάλη, εντάξει, λέει ο πατέρας μου: «Ας πηδήξουμε, αφού δεν υπάρχει άλλη σωτηρία». Βούλιαζε, δηλαδή έμπαινε μέσα, σιγά-σιγά έβλεπες ότι βυθιζότανε.
Πολλοί, βέβαια, είχαν πηδήξει μέσα στη θάλασσα ήδη. Άλλοι ήτανε μέσα σε μπαλονάκια, δύο βάρκες, εγώ από ό,τι είδα καλά, μέσα στη θάλασσα υπήρχανε, δεν ξέρω πόσο κόσμο είχαν μέσα και πολλοί κολυμπούσανε, γιατί έβλεπα κόσμο να κολυμπάει.
Και λέει ο πατέρας μου: «Πηδάω εγώ πρώτος, άμα είναι να χτυπήσω, ας χτυπήσω εγώ κι ακολουθάτε». Πηδήξαμε από, ξέρω ‘γω από τα τρία μέτρα, δεν μπορώ να υπολογίσω. Κι εγώ πάνω στον πανικό μου, πηδάω κι εγώ. Και κοιτάω γύρω-γύρω, ας πούμε, και βρίσκω τον πατέρα μου, αλλά δε βρίσκω τη μάνα μου εκείνη την ώρα, δηλαδή τη χάσαμε. Κι είχε σκοτάδι και δεν μπορούσα να καταλάβουμε ούτε που είναι ούτε να φωνάξουμε. Και να φωνάξουμε δεν ακουγόταν τίποτα, γιατί υπήρχε πανικός γύρω-γύρω από κόσμο.
Το μόνο θετικό που θυμάμαι όλα αυτά ήτανε ότι το νερό ήτανε σχετικά ζεστό, δεν είχε κρύο, ευτυχώς, γιατί ήταν ακόμα καλοκαίρι, ήταν Σεπτέμβριος. Με τα λίγα, με τα πολλά, απομακρυνθήκαμε καμιά τριάντα-σαράντα μέτρα από το καράβι. Εκείνη την ώρα άρχισε να βουλιάζει, σχεδόν να βυθίζεται κι εμείς απλά τίποτα, κολυμπούσαμε, για να κρατηθούμε στην επιφάνεια. Πόσο κολυμπήσαμε; Πρέπει να κολυμπήσαμε κοντά στις δύο ώρες, κολυμπούσαμε σχεδόν μόνοι μας. Εγώ με τον πατέρα μου, δε βλέπαμε κανέναν άλλον γύρω-γύρω.
Εκεί στα είκοσι λεπτά με μισή ώρα, θυμάμαι --αυτό μου έχει μείνει χαραγμένο πραγματικά στο μυαλό-- βλέπαμε επιπλέανε κάποια ξύλα, κάποια αντικείμενα, οτιδήποτε και τα λοιπά. Σε κάποια φάση, βλέπω δύο ή τρία άτομα, είχαν πιαστεί από ένα… τώρα αυτό ήτανε σαν σανίδα κι ήμασταν τώρα σε απόσταση δέκα-δεκαπέντε μέτρα, δεν ήμασταν μακριά δηλαδή, βλεπόμασταν. Και να τους φωνάζω: «Παιδιά, ελάτε να μας βοηθήσετε, να πιαστούμε κι εμείς». Και σηκωθήκανε και φύγανε. Εντάξει, λέμε: «Τώρα μείναμε εδώ πέρα, ό,τι γίνει, ας γίνει».
Αμα σταματούσες να κολυμπάς για λίγο, σε είχε πάρει από κάτω. Θυμάμαι δυο-τρεις φορές που μας πήρε από κάτω και λέω: «Μάλλον είμαστε για…». Τουλάχιστον ο πατέρας μου, τον έβλεπα, δεν ήταν στα καλά του. Είχε φάει πάρα πολύ. Σου λέει ότι: «Άμα γίνει τίποτα, άσε με, φύγε κι ό,τι γίνει». Δηλαδή, άμα συνεχίζαμε καμιά-δυο ώρες ακόμα, μάλλον θα κατέρρεε από το νερό που είχε πιει, οπότε άρχισε να μου λέει: «Εντάξει, άμα γίνει κάτι, άσε με, απλά πρόσεχε τα αδέρφια σου». Κι είναι κάτι που, εντάξει, δε θα ήθελα να το πω, ούτε θα 'θελα να αναφέρω περαιτέρω πράγματα, γιατί ήταν συζητήσεις που γίναν ανάμεσα σε εμένα και τον πατέρα μου και μείνανε ανάμεσα σε μένα και πατέρα μου, είναι κάτι που δε θα το μοιραστώ με κανέναν.
Μετά από κάνα δίωρο, βλέπω κάτι σαν να πλησιάζει. Βλέπω ένα ιστιοπλοϊκό να έρχεται και να περνάει καμιά τριανταριά-σαρανταριά μέτρα από εμάς. Τους φωνάζω, σηκώνω το λαμπάκι, μας είδανε. Και προφανώς, αυτός έδωσε σήμα σε κάποια βαρκούλα, σε ένα φουσκωτό που ήταν λίγο πιο χαμηλό και κυλούσε πιο απαλά στα κύματα. Ξαφνικά, μέσα από ένα κύμα βλέπω ένα φουσκωτό να 'ρχεται. Λέω: «Αυτό ήταν, σωθήκαμε». Έρχεται, μας παίρνει. Εκεί, εντάξει, τότε αγκαλιαστήκαμε με τον πατέρα μου και λέμε: «Εντάξει, ευτυχώς! Να δούμε τώρα πού η μάνα μου», του λέω. «Να δούμε τι γίνεται, να δούμε πού είναι η μάνα σου». Μας πήγαιναν στο Κέντρο Υγείας. «Μακάρι», λέει, «να είναι εκεί πέρα, να την έχουν βρει».
Και τελικά, μας έβγαλε το φουσκωτό αυτό έξω. Μας έβγαλε στη στεριά και πήγαμε αμέσως στο Κέντρο Υγείας, στην Παροικιά. Κόσμος, πανικός, δηλαδή φωνές, κακό… Μπήκαμε μέσα και ψάχναμε να βρούμε τη μάνα μου. Μπαίνοντας μέσα, η μάνα μου μας είδε πρώτη, ήταν σε μια γωνία. Με το που μας βλέπει… --τώρα το λέω και γελάω, δεν είναι για γέλια, βέβαια-- σηκώνεται πάνω κι άρχισε, κι άρχισε να τρέχει και πατούσε πάνω σε, δεν ξέρω, πάνω σε ανθρώπους, σε πόδια, σε χέρια, όπου έβρισκε, για να έρθει να μας δει. Εντάξει, εκεί χαλαρώσαμε λιγάκι. Και μετά, αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε το τι χάος είχε συμβεί, γιατί βλέπαμε τα φορεία να έρχονται, με τους νεκρούς.
Αλλά αν δεν υπήρχανε οι Παριανοί και οι τουρίστες, δηλαδή οι άνθρωποι που ήταν κι επισκέπτες με ιστιοφόρα και τα λοιπά κι οι ντόπιοι με τα καΐκια και τα σκάφη και τα λοιπά, θα είχαμε τουλάχιστον διπλάσιους, τριπλάσιους νεκρούς.
Τώρα, δηλαδή, το να πεθαίνουν ογδόντα ένα άτομα, τώρα, δηλαδή, από τετρακόσιους πενήντα οι ογδόντα ένας, είναι σχεδόν ένας στους έξι. Δηλαδή, φαντάσου, έξι άτομα, ο ένας να πνίγεται, είναι λίγο ρωσική ρουλέτα. Είναι πολλά τα άτομα, ναι, τι να πω, δεν ξέρω. Εγώ δεν το σκέφτομαι, η αλήθεια είναι. Είναι μια παλιά ανάμνηση, είναι μια παλιά ανάμνηση, επειδή βγήκαμε όλοι ζωντανοί. Δεν ξέρω, απλά το θυμάμαι σαν ιστορία.
Μπορεί να είναι άμυνα του οργανισμού, σου λέει, αυτά τα τραγικά γεγονότα θυμήσου τα έτσι. Τα βάζεις στο υποσυνείδητό σου, σκέψου τα σαν μια ιστορία που πέρασε και τελείωσε, αυτό. Έτσι όπως τα διηγούμαι, ναι, είναι σα να τα διηγείται ένας εξωτερικός παρατηρητής, χωρίς συναίσθημα. Δηλαδή σαν να λέω ειδήσεις.
Ίσως κι εγώ να αποφεύγω να βάλω συναίσθημα μέσα, γιατί δε θέλω να αισθανθώ πράγματα που αισθάνθηκα, ίσως, εκείνη τη μέρα. Εντάξει, όπως και να το κάνεις, ήταν η πρώτη φορά που λες: «Μάλλον πεθαίνω» ή «άλλον πιθανό να πεθαίνω» ή «Μάλλον πιθανό να δω κάποιον δικό μου να πεθαίνει μπροστά μου ή να τον δω νεκρό στο νοσοκομείο». Έρχεσαι αντιμέτωπος με τον θάνατο, όπως και να το κάνεις.
Αυτό, αυτό κι ότι πρώτη φορά φοβήθηκα για την οικογένειά μου τόσο πολύ, ότι κάποιος μπορεί να… όχι μόνο για τους γονείς μου, όσο για τα αδέρφια μου, γιατί ήτανε μικρά. Κι αν έμενα μόνος μου εγώ πίσω, θα έπρεπε να αναλάβω μια ευθύνη, να μεγαλώσω μια αδερφή έντεκα κι έναν αδερφό έξι. Η αδερφή μου καταλάβαινε, του μικρού πώς του το λες; Και πώς το λες στον μικρό;
Απλά, αυτό είναι που σε κάνει να βρίσκεις και δυνάμεις μέσα σου, που δεν ξέρεις ότι υπάρχουν. Δηλαδή, το ότι σου λέω εγώ τώρα ότι κολύμπησα δύο ώρες, εσένα μπορεί να σου φαίνεται βουνό, εγώ επειδή το έζησα, χτύπα ξύλο, αν το ζούσες κι εσύ, θα καταλάβαινες ότι αυτό που έζησα, δεν είναι τόσο θέμα δύναμης και κουράγιου όσο θέμα ενστίκτου, επιβίωσης. Δηλαδή, κι εσύ στη θέση μου, το ίδιο θα έκανες. Κι εσύ στη θέση μου αν είχες τη μαμά σου ή τον μπαμπά σου μαζί, θα τον κρατούσες, θα τον βοηθούσες, δε θα τον άφηνες, εννοείται.
Δηλαδή, προτιμούσα να πνιγώ εγώ, παρά να πνιγεί ο πατέρας μου. Αυτό μου 'χει μείνει, αυτό το… βασικά, ότι δυνάμεις μπορεί να έχουμε, όταν ερχόμαστε λίγο πριν το τέλος. Είναι πράγματα τα οποία τα σκέφτεσαι και σε κάνει γενικά, ίσως, να σκέφτεσαι πιο ώριμα πολλά πράγματα στη ζωή.