ΕΝΑΣ ΓΑΜΟΣ ΓΕΜΑΤΟΣ ΣΗΜΑΔΙΑ
ΕΝΑΣ ΓΑΜΟΣ ΓΕΜΑΤΟΣ ΣΗΜΑΔΙΑ
Περιγραφή
Έρωτας, συμβίωση, επιθετικότητα, βία, μίσος. Τι είναι ή, μάλλον, τι δεν είναι τελικά αγάπη; Μπορεί μια γυναίκα να ξεφύγει από ένα κακοποιητικό περιβάλλον μετά από 25 ολόκληρα χρόνια;
Φίλτρα
Συντελεστές
Έρευνα
- Δήμητρα Χαχαμίδου
Αφήγηση
- Η αφηγήτρια ζήτησε ψευδωνυμία
Δημιουργία Podcast
- Χάρις Παγωνίδου
Σχεδιασμός Ήχου
- Ιάσονας Θεοφάνου
Επεξεργασία Ήχου
- Σπύρος Λυμπερόπουλος
Το ‘84, μέσα στη χρονιά της πρώτης Λυκείου, δημιουργήθηκε μία σχέση, ένας δεσμός. Γνώρισα έναν άνθρωπο ο οποίος μου άρεσε εμφανισιακά. Πήγαινα σε μία καφετέρια μαζί του, πήγαινα σε μία ταβέρνα. Πράγματα, δηλαδή, που σε ένα δεκαεξάχρονο παιδί σαφέστατα το εντυπωσιάζουν, το δελεάζουν. Και ναι, μου άρεσε, δηλαδή, που είχα καινούργια ρούχα, που είχα καινούρια παπούτσια, που περνούσα ωραία.
Εγώ δεν είχα δημιουργήσει και άλλες σχέσεις, η αλήθεια ήτανε αυτή. Δεν ήξερα τι πάει να πει σχέση. Κανένα φιλί στα κλεφτά.
Όταν τον γνώρισα, μέσα στους δύο μήνες, τον ενάμιση μήνα, να φανταστείς, με γνώρισε στους γονείς του. Στους τρεις μήνες ήρθε στο σπίτι να γνωρίσει τους δικούς μου γονείς. Στο διάστημα των εννιά μηνών, δηλαδή, των έξι μηνών εφτά, βρέθηκα αρραβωνιασμένη και πριν το χρόνο παντρεμένη. Αυτό, όμως, δεν ήταν κάτι το οποίο το ήθελε ο ίδιος. Νομίζω ότι συμπαρασύρθηκε από την επιθυμία περισσότερο της μάνας του και του πατέρα του.
Οι γονείς μου στην αρχή ξαφνιαστήκανε. Ο γάμος τους φάνηκε πολύ γρήγορα. Οι γονείς μου είναι άνθρωποι της επαρχίας, δεν τους ξίνισε, δεν τους χάλασε. Είναι ευτύχημα τώρα που το κορίτσι βρήκε ένα καλό παιδί να παντρευτεί. Και δώσανε τη συγκατάθεση.
Στην ουσία, δεν ξέρω, μου το παρουσιάσανε έτοιμο. Μου το σερβίρανε. Και η ηλικία μου ήταν πολύ μικρή και σαν παιδί δεν είχα εμπειρίες. Δεν μπορούσα να φανταστώ, δηλαδή. Μου λέγανε για γάμο και δεν ήξερα τι ήτανε ο γάμος.
Μετά από το γάμο, μετά από τρεις μήνες, έμεινα έγκυος στο πρώτο μου παιδί, στον Γιώργο. Στην περίοδο της εγκυμοσύνης, βέβαια, άρχισα να βλέπω έναν χαρακτήρα του πρώην συζύγου μου πάρα πολύ κακό. Είχε ξεχάσει ότι είχε παντρευτεί.
Άρχισε να βγάζει πράγματα όπως το να εξαφανίζεται από το σπίτι, να πηγαίνει σε μπαρ, σε μπαρόβιες... Εγώ αυτά ακουστά τα είχα, δεν τα ήξερα. Έτρωγε όλα του τα λεφτά. Όλο αυτό το ωραίο που παρουσιάστηκε, το τι «καλή ζωή» —εντός εισαγωγικών—, μία πιο καλή οικονομική κατάσταση φερ’ ειπείν και αυτά… Έφτασα εγώ να είμαι λεχώνα και να μην έχω να πάρω γάλα στο παιδί μου. Ήταν το πρώτο μεγάλο σοκ που έπαθα και το πρώτο μεγάλο ερέθισμα το να αναλάβω εγώ την ευθύνη και το μεγάλωμα του παιδιού. Αυτός αποποιήθηκε των ευθυνών του από την πρώτη στιγμή.
Μόλις πέρασαν λίγοι μήνες, εγώ άρχισα να δουλεύω και τα έξοδα του σπιτιού άρχισα να τα αναλαμβάνω εγώ. Άρχισε να με… Όχι να με αγνοεί απλά, άρχισε να γίνεται —εντός εισαγωγικών— και πιο «βίαιος» απέναντί μου: να εξαφανίζεται, να πίνει και να έρχεται στο σπίτι και να έχει μία τραγική… Αρχίζει να έχει μία βίαιη συμπεριφορά, το οποίο τα συμπτώματα της βίας να γίνονται πιο συχνά, πιο συχνά. Να έρχεται στο σπίτι τις νύχτες, να σπάει το σπίτι, ό,τι έβρισκε, φερ’ ειπείν, και αυτά, για να πάρει τα λεφτά του σπιτιού, να συνεχίσει να διασκεδάζει.
Δεν ήταν ότι απλά είχε πρόβλημα με το αλκοόλ. Πρόβλημα είχε με τον τζόγο, πρόβλημα είχε με τις γυναίκες, πρόβλημα είχε με τη δουλειά. Δεν ήθελε να δουλεύει. Ήταν πολυπροβληματικός.
Από κει και πέρα αρχίζει ένας άλλος Γολγοθάς… Άρχισα να δουλεύω πολύ πιο σκληρά, και δύο και τρεις δουλειές στην πορεία. Αλλάξανε οι ρόλοι στο σπίτι: να γίνω εγώ άντρας και εκείνος, υποτίθεται, μέχρι εκείνο το σημείο, τα χρόνια, να έχει την παρουσία του άντρα. Βέβαια, του άντρα του τραμπούκου, που ερχόταν στο σπίτι, που θα βρίσει, θα σπάσει, θα με ξεφτιλίσει, θα με βγάλει στο μπαλκόνι, να με δείρει, να φωνάξει, να ουρλιάξει, ότι είμαι πουτάνα, ότι εκείνο, ότι τ’ άλλο.
Συνήθως με χτυπούσε στο κεφάλι και στο σώμα. Πολλές φορές μού έριχνε και κλωτσιές στα γεννητικά όργανα. Τα τελευταία χρόνια είχα την αίσθηση ότι χτυπούσε άντρα. Ήταν τόσο δυνατό το μένος του, που ερχόταν με πίεση να με χτυπήσει. Δεν ήταν χαστούκια… Θα ήτανε μπουνιές στο κεφάλι, τράβηγμα μαλλιών και πέταμα και «μπαμ, μπαμ, μπαμ». Και πολύ πονηρός σε αυτό. Δεν θα υπήρχε ποτέ μώλωπας.
Και έσπαγε και το σπίτι μόνιμα. Τζάμια, πόρτες τέτοια πράγματα, καθρέφτες. Ό,τι έβρισκε μπροστά του.
Την άλλη μέρα, βέβαια, ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος θα έκλαιγε και θα έλεγε ότι «δεν θυμάμαι τίποτα», ότι «σε αγαπώ πολύ», ότι «εσύ είσαι η αιτία που δεν έχω μπει στις φυλακές».
Άρχισα να μαγκώνομαι, να μπαίνω στο καβούκι μου. Όταν κατέβαινα από το σπίτι, το βλέμμα μου δεν θα γυρνούσε δεξιά και αριστερά. Ήταν προσηλωμένο στο ευθεία και είχα μία διαδρομή που θα πήγαινα στη δουλειά μου. Δεν θα κοιτούσα, δεν θα ήξερα ποιος είναι ο διπλανός, ποιος είναι ο απέναντι. Σε καμία περίπτωση.
Πολλές φορές έκανα με το μυαλό μου το πλάνο το πώς θα μπορούσα να φυγαδευτώ. Και έκανα το πλάνο στο μυαλό μου. Δεν με βοηθούσανε, γιατί δεν υπήρχε η στήριξη ούτε από την οικογένεια. Δομές τότε για κακοποιημένες γυναίκες δεν υπήρχανε. Ούτε στην ορολογία, στη διάλεκτο την ελληνική δεν υπήρχε κακοποίηση γυναικών.
Άρχισε να έχει προβλήματα με την Αστυνομία, να έχει παραβατική συμπεριφορά. Να δημιουργεί καυγάδες πολλούς μεγάλους, να με τραβολογάει σε αστυνομικά τμήματα και στα δικαστήρια για να τον υποστηρίξω, για να έχει χαμηλές ποινές.
Παρουσιαζόμουνα στα δικαστήρια μία καλή οικογένεια. Φούμαρα και μεταξωτές κορδέλες. Δεν μπορούσα να το αποφύγω εγώ αυτό το κομμάτι, γιατί αν δεν ήμουνα δίπλα του, είχε σαν επακόλουθο ότι εγώ θα φάω το ξύλο της αρκούδας και δεν ξέρω αν θα βγω και σώα από τα χέρια του.
Πολλά χρόνια πέρασαν έτσι. Αρκετά χρόνια. Αυτός συνέχισε να έχει αυτήν τη συμπεριφορά. Άλλοτε είχε έξαρση, άλλοτε δεν είχε. Ξαφνικά αποφάσισε ότι δεν θέλει και να ξαναδουλέψει, παντελώς όμως. Εγώ φαντάζομαι ότι εκείνα τα χρόνια άρχισε η ανοχή μου πλέον να χτυπάει κόκκινο.
Ήταν τόσο πολλοί οι ξυλοδαρμοί και τόσο πυκνοί τα τελευταία χρόνια, που δεν τον άντεχα άλλο. Δεν είχα, όμως, πού να πάω. Το σπίτι μου ήταν εκεί. Οι σχέσεις μου όλα αυτά τα χρόνια είχαν απομακρυνθεί και από τους γονείς μου και από τους λίγους συγγενείς που μπορεί να είχα. Μεγαλωμένη τόσο συντηρητικά από τη μητέρα μου, τόσο πολύ δηλαδή, μέσα στην κοινωνία να είμαι το καλό κορίτσι, εκείνο τ’ άλλο, το οποίο να ανέχομαι πολλά πράγματα. Πιστή στον άνδρα, στην οικογένεια και αυτά. Έπρεπε να αλλάξω τα πάντα. Ακόμα και τον αέρα που αναπνέω.
Γύρισα ένα βράδυ στο σπίτι και, όπως ήμουνα με τον Γιώργο, κάποια στιγμή κάτι είπε σε μένα και άρχισε να με χτυπάει με μπουνιές πάνω στο κεφάλι. Και είχε επέμβει ο Γιώργος και τον έσπρωξε και του λέει: «Σταμάτα. Μην τη χτυπάς». Και του λέει: «Κάτσε τώρα, πούστη, να δεις τι θα σε κάνω». Και αντιλαμβάνομαι ότι θα δείρει τον Γιώργο. Η πρώτη μου κίνηση είναι να τραβήξω τον Γιώργο από τον λαιμό και να τον πετάξω έξω από το σπίτι και να κλείσω την πόρτα. Έπεσε επί μία ώρα ξύλο.
Αντιλήφθηκα ότι είχε ανοίξει την πόρτα και ότι με έβγαζε στα σκαλιά και θα με έριχνε κάτω απ’ τα σκαλιά. Μέναμε στον πέμπτο όροφο τότε. Εκείνη την ημέρα συνειδητοποίησα ότι θα μου χτύπαγε τον Γιώργο. Και σαν να έπαθε ένα «κλικ» το μυαλό μου, σαν να γύρισε το μυαλό μου. Και άρχισα να φωνάζω: «Βοήθεια βοήθεια». Ήταν τόσο πολύ μεγάλες οι φωνές μου. Εκείνη τη στιγμή σταμάτησα να ντρέπομαι. Η ντροπή είναι ένα βασικό συναίσθημα για τους ανθρώπους που δέχονται κακοποίηση. Είναι το Α και το Ω.
Ήρθε το περιπολικό. Χτύπησε την πόρτα το περιπολικό. Μου είπε η αστυνομία: «Τι συμβαίνει εδώ πέρα;» και αυτά. Με είδε χτυπημένη και μου λέει: «Τι;». «Όχι», λέω, «δεν θέλω τίποτα να του κάνω, τίποτα. Ούτε μήνυση, ούτε τίποτα άλλο. Απλά, θέλω να τον κρατήσετε για να μπορέσω να φύγω. Να μην με ακολουθήσει». Πάλι κατέληγα να πάω στο σπίτι της μάνας του, όμως. Και όταν πήγα στο σπίτι της μάνας του, την άκουσα να μιλάει με τον αξιωματικό υπηρεσίας και να λέει: «Και πού να πάει η κακομοίρα; Δεν έχει πού να πάει». Κακομοίρα ήμουν εγώ. Λέω: «Είναι όλοι τρελοί εδώ. Δεν είναι μόνο αυτός» λέω. Πώς να είναι αυτός καλός όταν οι υπόλοιποι είναι τρελοί;
Κάποια στιγμή, όταν συνειδητοποίησα ότι τα παιδιά φεύγουν, δεν άντεξα άλλο. Δεν ξέρω τι ακριβώς έγινε. Έγινε το «κλικ» μέσα μου, το οποίο αποφάσισα να χωρίσω. Ήταν πάρα πολύ δύσκολο για μένα, γιατί δεν ήξερα πώς να το κάνω. Απλά, δεν άντεχα άλλο. Δεν ήθελα πια να συνεχίζω να ζω έτσι. Δεν ήθελα τίποτα. Δεν ήθελα να γυρνάω σπίτι μου. Δεν ήθελα να τον ακούω. Δεν ήθελα να τους βλέπω. Δεν ήθελα τίποτα άλλο.
Και αποφάσισα μετά από είκοσι πέντε χρόνια να φύγω. Στο κλιμακοστάσιο της πολυκατοικίας έκρυψα τέσσερις πέντε κούτες με πράγματα. Μία εβδομάδα πριν. Ήταν καλοκαίρι. Δεν υπήρχε κόσμος στην πολυκατοικία. Του ανακοίνωσα ότι θα χωρίσω. Δεν το πίστεψε, βέβαια, σε καμία περίπτωση. Και φώναξα ένα φορτηγό και πήρα μόνο το διπλό κρεβάτι των παιδιών, που ήταν πάνω-κάτω, και μία συρταριέρα… Δεν πήρα τίποτα άλλο. Από έναν γάμο είκοσι πέντε χρόνων.
Όταν ήρθε το αυτοκίνητο, το φορτηγό από κάτω, εμφανίστηκε αυτός τρέχοντας επάνω, να μου ζητήσει το λόγο. Και η πρώτη κουβέντα που μου είπε ήτανε: «Περίμενε, θα έρθει η μάνα μου τώρα». Ξαφνικά ήρθε η μάνα του μέσα στο σπίτι. Άρχισε να με βρίζει. Αυτός άρχισε να με γρονθοκοπεί, να με χτυπάει. Με τράβηξε από τα μαλλιά, με έβαλε μέσα στην μπανιέρα, μου έβαλε το κεφάλι κάτω από τη βρύση. Πολύ ξύλο. Η μάνα του τον έβαλε να με δείρει.
Η πρώτη κουβέντα που μου είπε ήταν: «Σου μεγάλωσα τα παιδιά και θες να τον χωρίσεις;» «Θέλω», λέω, «να φύγω μακριά από σένα και από αυτόν». Μου λέει: «Εγώ», μου λέει, «τι σου έκανα;» «Ήσουνα», λέω, «πάντα μπροστά όταν με έδερνε». Είχα φάει τόσο ξύλο, το οποίο δηλαδή μου είχε κάνει τελείως ανοσία.
Έναν μήνα νωρίτερα είχα νοικιάσει σπίτι. Δεν είχα ψυγείο, δεν είχα κουζίνα, δεν είχα τίποτα. Την επόμενη μέρα πέταξα όλα μου τα ρούχα. Τα πέταξα. Στον κάδο. Και ό,τι πήρα από το σπίτι. Μου έφερναν θλίψη, πόνο, δυστυχία. Δεν τα ήθελα να με ακολουθούνε.
Ένα περίεργο πράγμα, όταν έφυγα από εκεί μέσα, αρρώστησα. Κατέρρευσα. Μετά άρχισαν να μου βγαίνουν οι φοβίες μου. Το μέγεθος της αρρώστιας μου, της ψυχικής αρρώστιας, που μου είχε αποκομίσει αυτός ο γάμος. Άρχισα να επισκέπτομαι τον ψυχίατρο, γιατί ένιωθα ότι είχα ανάγκη να πάρω τη βοήθεια ενός ανθρώπου ειδικού.
Επί έναν χρόνο, πολλές φορές πήγαινα στο γραφείο του και του έλεγα ότι «εγώ δεν πέρασα και τίποτα. Είμαι μία χαρά» και μου έλεγε: «Μην το λες αυτό… Πέρασες πολλά». Και λέω: «Γιατί εγώ έρχομαι τώρα και σας δίνω λεφτά; Δεν χρειάζεται». «Να μην το ξαναπείς αυτό. Δεν είναι το φυσιολογικό αυτό που έζησες». Ξεκίνησα στα 42 μου μία καινούρια ζωή από το τίποτα.
Εγώ θεωρούμαι ότι είμαι και από τις πολύ τυχερές. Και που έφυγα, και που ξαναστάθηκα στα πόδια μου, και που δεν είχα παράπλευρες απώλειες, όπως αποκαλούνται τα παιδιά μου. Και που έζησα. Ναι. Και που έζησα. Ήμουνα από τις τυχερές.