Γεννήθηκα το 1962 και σε πολύ μικρή ηλικία, γιατί τότε έτσι, ψάχναμε για δουλειές, ξεκίνησα σχεδόν από τα 15 μου, τα 16 μου, να δουλεύω σε ντίσκο. Πρώτα δούλευα σε μία παλιά ντίσκο εδώ στο χωριό που υπήρχε. Η ντίσκο ήταν σε ένα, ούτε 80 τετραγωνικά ένα οίκημα.
Θεωρητικά ντίσκο, μόνο το όνομα είχε ξέρω-γω. Ώσπου το 78’, τα Χριστούγεννα, ο πεθερός μου είχε την ιδέα να κάνει μία ντίσκο στο υπόγειο της οικοδομής που μένουμε. Ήταν πολύ πρωτοποριακή η ιδέα. Δηλαδή δεν μπορούσε να το φανταστεί κανείς, να το διανοηθεί κανείς τι πράγμα είναι αυτό, πώς θα λειτουργεί.
Πολύς κόσμος ρωτούσε: «Πώς θα έχει εξαερισμό να αναπνέουμε εκεί κάτω στο λάκκο που θα είναι αυτό το πράγμα;» Δηλαδή ήταν ξέρω-γω πολύ πρωτοποριακό. Τέλος πάντων, πήρε την απόφαση. Το ξεκίνησε. Και μάλιστα μας πήρε εμένα και δυο άλλα παιδιά, επειδή δουλεύαμε στην άλλη ντίσκο και ξέραμε τη δουλειά, ήμασταν οι κορυφαίοι και μας έκανε μεταγραφή να έρθουμε να δουλέψουμε στην ντίσκο.
Έκανε εγκαίνια το 78’ τα Χριστούγεννα. Με πολύ ακατάλληλο, με πολύ άστατο καιρό, το θυμάμαι σαν τώρα. Ο καιρός δεν εμπόδισε κανέναν και το μαγαζί δούλεψε πάρα πολύ και με -10°, -20°. Δηλαδή έλεγες σήμερα: «Πωπώ, έριξε πολύ χιόνι ρε παιδί μου, πως θα δουλέψουμε;» Και όμως ο κόσμος ερχότανε με κάθε μέσο, που λένε. Ως επί το πλείστον η περιοχή μας ήταν αγρότες. Χειμώνα, με τρακτέρ. Με μηχανάκια το χειμώνα ερχόταν ας πούμε, από τα γύρω χωριά, να ρθουν στην ντίσκο: «Πως θα φύγετε ρε παιδιά, χιόνισε, έκανε», «Ε με το τρακτέρ είμαστε». Με το τρακτέρ, αλλά χωρίς κουβούκλιο, χωρίς τίποτα, χωρίς θέρμανση. Το κάναμε και είχε επιτυχία 1000 τα 100.
Η διασκέδαση ήτανε οι καφετέριες του χωριού, τα καφενεία, να βγεις ένα απόγευμα να πιεις έναν καφέ, ένα αυτό, και μετά τα σαββατοκύριακα ειδικά – Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή – μετά να ρθεις στην ντίσκο. Τέλος. Δεν είχε άλλες επιλογές.
Είχαμε έξω μία πινακίδα που έγραφε το όνομα της ντισκοτέκ: «Ντισκοτέκ Αργώ». Βγαίναν από την καφετέρια να δούνε πότε θα ανάψει η πινακίδα έξω. Ανάβαμε την πινακίδα και με το που ανάβαμε την πινακίδα γινότανε εισροή. Μιλάμε για πανικό.
Και υπήρχε η πινακίδα ότι απαγορεύεται η είσοδος στα άτομα κάτω από 18 ετών. Η δίψα που υπήρχε για την ντίσκο είναι ότι οι πιτσιρικάδες που δεν είναι 18 ετών καθόταν έξω από την πόρτα και περίμεναν πότε θα ανοίξει η πόρτα για να ακούσουν τη μουσική να δούνε ποιος μπαίνει, ποιος βγαίνει. Υπήρχε γενικά ένα μεγάλο ενδιαφέρον, για αυτό το πράγμα.
Μπαίνοντας στην ντίσκο, βεβαία υπήρχε η πινακίδα ότι απαγορεύεται η είσοδος «άνευ ντάμας». Έπρεπε να συνοδεύεσαι από γυναίκα. «Μην έρθεις σόλο, και πειράζεις τις γυναίκες των αλλονών». Πρέπει να φέρεις και εσύ μαζί σου γυναίκα για να μπορείς να κατέβεις στη ντίσκο.
Κόσμος πάρα πολύς. Ως επί το πλείστον ήτανε, ο αδερφός έφερνε την αδερφή, ο ξάδερφός την ξαδέρφη. Πολύ σπάνια να ρθουν ζευγάρια και ξέρω-γω. Στην καφετέρια μπορεί να πηγαίναν. Αλλά στην ντίσκο ήταν λίγο τα πράγματα πιο μαζεμένα. Δεν ξέρω πως το θεωρούσαν, πως το είχαν στο μυαλό τους σχεδιασμένο, ήταν κάπως αλλιώς τα πράγματα. Ο αδερφός με την αδερφή, ο ξάδερφός με την ξαδέρφη.
Εμείς που δουλεύαμε στην ντίσκο, θεωρούμασταν και λίγο οι αλήτες της εποχής. Δεν ήταν και ότι πιο, η πιο καλή δουλειά. Αλλά από την άλλη, το δικό μας σκεπτικό ήτανε ότι ήμασταν οι πρώτοι γκόμενοι. Ξέρω-γω, τότε είχαμε και μεγάλα μαλλιά – ξέρεις, τα ντυσίματα της εποχής. Μετρούσε, συν, ήταν κάτι συν για την εποχή. Το ότι δουλεύουμε σε ντίσκο.
Έμενα βασικά μου άρεσε σαν παιδί και τότε. Μου άρεσε που είχα τη δική μου οικονομική ευχέρεια, δικά μου έσοδα, δεν εξαρτιόμουν από τους γονείς. Στην οικοδομή παίρναμε 70 δραχμές μεροκάματο και στην ντίσκο περνάμε 300. Πολλά τα λεφτά ας πούμε για την εποχή και για τη δουλειά που κάναμε. Και στην οικοδομή ας πούμε ήταν δουλειά βάρβαρη, με τα μπετά και με τις λάσπες και τα λοιπά, και στην ντίσκο ήτανε δουλειά που μας άρεσε, μες στον κόσμο, τα κοριτσάκια, με τη μουσική, με τα κονέ μας.
Μας ανέβαζε και ηθικά στο φουλ. Ήμουνα ο λεφτάς της παρέας. Να κεράσω τους φίλους μου, να φάω, να πιώ, να. Δηλαδή τα κατάφερνα και όλη τη βδομάδα τα ξόδευα, γιατί ήξερα όμως ότι το βράδυ θα πάω στην ντίσκο, θα δουλέψω, θα πληρωθώ για να βγω έξω να ξοδέψω λεφτά. Γιατί είχα. Η σκέψη, η λέξη αποταμίευση ήταν εντελώς άγνωστη δεν υπήρχε στο λεξικό.
Κάθε δίμηνο, γινόταν διαγωνισμός χορού, διαγωνισμός φαγητού, ποιος θα φάει πιο πολύ και πιο γρήγορα, γινόταν διαγωνισμός νερού. Ποιος θα πιει πιο πολύ νερό χωρίς να το βγάλει ας πούμε, αυτός που το έβγαζε ακυρωνόταν πήγαινε στην άκρη. Τα βραβεία του διαγωνισμού ήταν ας πούμε ένας καλός αναπτήρας στο πρώτο ζευγάρι. Ένα κουτί γλυκά στο δεύτερο ζευγάρι και στο τρίτο ζευγάρι, δεν πληρώνανε το λογαριασμό που είχαν κάνει. Έτσι ήτανε τα βραβεία. Ο σκοπός ήταν να υπάρχει μια δικαιολογία, μία αιτία να υπάρχει. Αλλά για να γίνεται και κάτι το διαφορετικό, δημιουργούνταν και αυτά τα έξτρα. Πάντα όμως είχε επιτυχία, πάντα.
Καταρχήν την πίστα, μία ώρα πριν ανοίξουμε την περνούσαμε με ένα απορρυπαντικό της εποχής, ειδικό για να γλιστράει. Στη ντίσκο πρέπει να γλιστράνε και τα πόδια κάτω. Υπήρχαν περιπτώσεις που ας πούμε έπαιρνε ο καβαλιέρος τη ντάμα από το χέρι να τη γυρίσει σβούρα, και την αμολούσε πάνω στα τραπέζια. Η ντάμα πάνω στα τραπέζια, πάνω σε αυτά. Υπήρχαν τέτοια ευτράπελα. Η από μας τους σερβιτόρους πόσες φορές, κάποιος εκείνη την ώρα ξυνόταν, κάποιος κουνιόταν, σε έριχνε το δίσκο: «Γρρ», πάνω στον άλλο τα ποτά. Ε είχαμε αυτά τα. Εντάξει.
Υπήρχε το μπαρ. Υπήρχαν δύο με τρεις σερβιτόροι, και ο DJ. Ο οποίος DJ, ακολουθoύσαμε ένα πρόγραμμα shake-μπλουζ-λαϊκά. Υπήρχαν γύρω γύρω από την πίστα πινακίδες. «Shake» η πινακίδα, και ο κόσμος προετοιμαζότανε ότι θα χορέψει ντίσκο. Τελείωναν τα shake, μπαίναν τα μπλουζ. Σε κάθε όμως πρόγραμμα υπήρχε και ο ανάλογος φωτισμός. Στα ντίσκο ας πούμε άναβε η ντισκόμπαλα. Άναβαν τα φωτορυθμικά και δημιουργούταν μια άλλη ατμόσφαιρα. Στα λαϊκά άνοιγαν τα λευκά τα φώτα, το μαγαζί φωτιζόταν όλο. Στα μπλουζ υπήρχε χαμηλός φωτισμός, πολύ χαμηλός φωτισμός. Τα βάζανε τα μπλουζ τα παίζαμε με κασέτα και ένας λόγος ήταν ότι να ξεκουράζεται και ο DJ. Γιατί ο DJ δεν μπορούσε όρθιος τότε τόσες ώρες ξέρω-γω. Έβαζε την κασέτα τα μπλουζ και καθόταν κι αυτός έκανε το τσιγάρο του, το ποτό του, ξέρω-γω.
Όσον αφορά τα ποτά, σερβίραμε πορτοκαλάδες, σερβίραμε καφέ, νες - καφέ, ήταν πολύ πρωτοποριακό και το φραπέ. Μεγάλη κατανάλωση είχε το κονιάκ, το Martini. Το ουίσκι ήταν πιο εξευγενισμένο. Και βέβαια να πω ότι όλα αυτά τα ποτά υπήρχαν και σε νταρμιτζάνες. Κάποιον που δεν ήταν πότης. Για πιτσιρικάδες, για νέους, αυτά, τους βάζαμε τις ντραμιτζάνες. Κάποιος που έπινε ουίσκι λέγαμε στον μπάρμαν: «Βάλε ένα καλό». Και μου έβαζε από μπουκάλι. Οι τιμές ήταν πάρα πολύ χαμηλές. Με 50 δραχμές έπινες έναν νες - καφέ. Με 70 δραχμές έπινες μια πορτοκαλάδα. Και με 150 δραχμές έπινες ένα ουίσκι.
Όταν λέγαμε ένα ουίσκι με πάγο. «Ε, τον μαλάκα τώρα; Θέλει ουίσκι με πάγο; Πιάστον εκεί τώρα λίγο νεράκι μέσα». Το παγάκι ήταν είδος πολυτελείας. Δεν υπήρχε ας πούμε μαγαζί που να πουλάει παγάκια, όπως τώρα. Βάζαμε ένα παγάκι, δεν υπήρχε τώρα δεύτερο παγάκι σε ουίσκι, δεν έμπαινε. Οι ξηροί καρποί που περίσσευαν σε ένα πιατάκι δεν τους πετούσαμε, τους φυσούσαμε να φύγουν τα απόβλητα ή οι στάχτες, αν είχε μέσα, και τα ξανά ρίχναμε μέσα στο κουτί εκεί. Τα ξανά παίρναμε, τα ξανά σερβίραμε.
Στην ταβέρνα, ας πούμε, πήγαινες να φας. Εκεί έδινες προτεραιότητα αν είναι καλά ψημένο το σουβλάκι, η μπριζόλα και το κοτόπουλο. Ενώ στην ντίσκο δεν τους ενδιέφερε, σχεδόν κανέναν το ποτό. Αν υπήρχε καλό ποτό ή δεν υπήρχε καλό ποτό. Τους ενδιέφερε ότι πάμε στη ντίσκο να διασκεδάσουμε. Ερχόταν ο κόσμος αποκλειστικά για διασκέδαση.
Άλλο να στο λέω και άλλο να το δεις. Καλοκαίρι μέσα, ζέστη στο υπόγειο, ζέστη, να τρέχει ο ιδρώτας ποτάμι. η σκόνη από τα παπούτσια τα λασπωμένα που ξεραίνονταν, σκόνη και ξέρω γω. Και όμως ο κόσμος εκεί. Δεν είχε διαμαρτυρηθεί κάποιος. Από το ένα μέτρο και πάνω δεν έβλεπες από την κάπνα. Και από την σκόνη που σηκωνόταν από το κόσμο που χόρευε και ξέρω-γω. Πέφταν μαστίχες, πέφταν λάσπες από τα παπούτσια, ποτά, αυτά.
Όταν φεύγαμε και καθαρίζαμε, τα τραπέζια πάνω είχαν δύο δάχτυλα σκόνη. Μες στη μαυρίλα ήμασταν. Σου λέω τα πουκάμισα τα άσπρα που φορούσαμε κάθε βράδυ ήταν λες και δουλεύαμε στα ορυχεία. Τσιγαρίλα, Ποτίλα, ιδρωτίλα και όλα τα σε –«ίλα». Δηλαδή μια κατάσταση που τώρα αυτές τις μέρες δεν, δεν πας.
Ερχόνταν πολλές γυναίκες, ας το πούμε, με 2 ζευγάρια παπούτσια. Ένα φορούσαν για να ερθούνε εδώ, και ένα φορούσαν στη ντίσκο μέσα για να χορέψουνε. Για να είναι άνετες, να πατάνε άνετα, και να χορέψουνε. Δηλαδή υπήρχαν και αυτά. Πολλές φορές όταν μαζεύαμε και σκουπίζαμε και καθαρίζαμε, βρίσκαμε κάτω από τα τραπέζια παπούτσια. Αλλά ξέραμε ποια παρέα κάθεται εκεί και την άλλη μέρα την ελέγαμε να έρθει να τα πάρει ή πηγαίναμε εμείς. Δηλαδή υπήρχαν και αυτές οι περιπτώσεις.
Δεν υπήρχε. Γυναίκες μόνες τους πότε. Πότε. Για εμάς που δουλεύαμε ήταν πιο εύκολο. Ήταν πιο εύκολο να πλησιάσουμε μία γυναίκα που θα μας ζητήσει κάτι, ένα νερό, ένα αυτό, να κάνουμε το καμάκι της εποχής, από το να, κάποιος άλλος να πλησιάσει μία γυναίκα. Γιατί ήξερε ότι είναι η αδερφή του Θανάση, η ξαδέρφη του Θανάση, ήξερε ότι είναι συγγενής του Θανάση. Και όποτε και ας το πούμε και από σεβασμό, και από φόβο, δεν υπήρχε αυτό το θέμα.
Σε όλα τα χωριά, όπως και στο δικό μας, κάθε Κυριακή βγαίναν βόλτα. Και εκεί στην βόλτα προσπαθούσες να προσεγγίσεις την κοπέλα που σε ενδιέφερε. Στην ντίσκο; Πολύ δύσκολα. Πολύ δύσκολα. Αφού τώρα ξέρεις ότι η κοπέλα, αυτή που σε ενδιαφέρει, κάθεται με τον αδερφό της, κάθεται με τον ξαδερφό της. Ε, καμιά ματιά όταν ας πούμε σηκωνόταν αυτή να χορέψει που σε ενδιέφερε, κανόνιζες να σηκωθείς κι εσύ, να αλλάξεις καμιά ματιά, ξέρω-γω, κανένα χαμόγελο να πάρεις. Κάπως έτσι προχωρούσε ας πούμε. Με πολλές δυσκολίες. Ήθελε στρατηγική για να πλησιάσεις μία γυναίκα. Να το σκεφτείς και να δεις πως θα προχωρήσεις.
Οι τσακωμοί ήταν φαινόμενο συχνότατο θα έλεγα. Ποιος πείραξε μια κοπέλα, την έσπρωξε, την κοίταξε, την μίλησε. Στο χώρο πάνω, να έκαναν καμιά άσεμνη κίνηση. Και εκεί φούντωνε ο καυγάς. Σπάγαν ποτήρια, σπάγαν καθίσματα, τραπέζια. Χαμός. Χαμός. Αίματα. Μας έσκισαν πουκάμισα πολλές φορές. Παπούτσια χάναμε από το σπρώξε και το κάνε και το ράνε.
Πολλοί τσακωμοί γινότανε στα λαϊκά. Όταν έβαζε ο DJ λαϊκά. Γιατί παρήγγελνες ένα τραγούδι, χόρευες, σηκωνόταν να χορέψει κι άλλος γιατί η πίστα ήταν μεγάλη. Ε, κάποιος θύμωνε που χόρεψε το τραγούδι του ο άλλος. Μια σπρωξιά, μια σπρωξιά ο ένας, μια σπρωξιά ο άλλος, και γινότανε η σύρραξη. Μπροστά στο DJ, o DJ είχε σχεδόν άμεση επαφή με τον κόσμο.
Bάζαμε το πλεξιγκλάς γιατί πολλές φορές πετούσαν ποτήρια μέσα στο DJ. Στον DJ ήτανε όλο ρεύμα. Τα πικάπ, το κασετόφωνο, ο ενισχυτής αυτά, όλα ήταν με ρεύμα. Δηλαδή τυχαία δεν έγινε κάτι σοβαρό. Αλλά και δεν υπήρχε το θέμα αστυνομίας, ας πούμε. Να καλέσεις αστυνομία δεν υπήρχε. Ένας χωροφύλακας ήτανε στο χωριό. Να ρθει να κάνει τι; Να φάει ξύλο κι αυτός; Και να φανταστείς τώρα όταν κάποιος έκανε μία φασαρία μεγάλη, ας το πούμε, και γινόταν χαμός στο μαγαζί, το άλλο Σαββατοκύριακο πάλι ερχόταν φυσιολογικά. Δηλαδή ήταν κάτι φυσιολογικό - πως να στο πω - σύνηθες το φαινόμενο. Δεν ήταν κάτι το εξεζητημένο.
Δούλεψε για 10 χρόνια. Ασταμάτητα. Όταν ήρθε ο καιρός, έκλεισε πάλι πανηγυρικά, με ένα διαγωνισμό χορού. Για να αποχαιρετήσουμε και τον κόσμο μας και ξέρω γω.
Έκλεισε για το λόγο ότι άνοιξε μία ντίσκο στην Πτολεμαΐδα, που ήτανε η καλύτερη στα Βαλκάνια, η μεγαλύτερη στα Βαλκάνια, και δεν υπήρχε θέμα συναγωνισμού και ξέρω-γω, και εμείς θεωρήσαμε σωστό να μην το τραβήξουμε παραπάνω. Και στο κάτω κάτω, ήταν ένα εργαλείο που τα λεφτά του τα έβγαλε και με το παραπάνω. Και θεωρήσαμε σωστό να το κλείσουμε. Και έτσι το κλείσαμε.
Όταν τα χαλούσαμε βέβαια με στεναχώρησε πάρα πολύ. Όταν βγάλαμε τις καρέκλες, τα τραπέζια, όλα αυτά ξέρω-γω, με στεναχώρησε πάρα πολύ. Εντάξει. Η ζωή συνεχίζεται. Άφησε εποχή και άνοιξε και τα μυαλά του κόσμου λίγο. Σε όλη την περιοχή όσοι πέρασαν από δω, όλοι ήξεραν τον Φιλώτα για τις ταβέρνες και για την ντίσκο. Θα πάμε στου Τόρτοκα τη ταβέρνα να φάμε και θα πάμε στην Αργώ να χορέψουμε. Δηλαδή ήταν η Μύκονος της περιοχής να το πω; Κάπως έτσι.
Καμία σχέση με τώρα. Έφυγε ο κόσμος και ο Φιλώτας έχει τραγική φθίνουσα πορεία. Ο κόσμος ήταν πολύ πιο κοντά ο ένας με τον άλλο. Τότε ο κόσμος ήταν πιο φτωχός στο πνεύμα, δεν ήξερε τόσα πράγματα που ξέρει τώρα, αλλά τη διασκέδαση την ήξερε καλά. Και διασκέδαζε.