Ο ΤΡΙΣΕΓΓΟΝΟΣ ΤΗΣ ΝΕΡΑΙΔΑΣ ΤΗΣ ΑΜΟΡΓΟΥ
Ο ΤΡΙΣΕΓΓΟΝΟΣ ΤΗΣ ΝΕΡΑΙΔΑΣ ΤΗΣ ΑΜΟΡΓΟΥ
Περιγραφή
Ποια ήταν πραγματικά η θρυλική νεράιδα της Αμοργού, που «έδεσε» μαγικά και παντρεύτηκε ο πειρατής Γιώργος Καούστος; Ο τρισέγγονός της διηγείται την ιστορία της.
Φίλτρα
Συντελεστές
Έρευνα
- Ευθυμία Παπαγιαννοπούλου
Αφήγηση
- Αντώνης Ρούσσος
Δημιουργία Podcast
- Μάγια Φιλιπποπούλου
Σχεδιασμός Ήχου
- Alex Retsis
Επεξεργασία Ήχου
- Σπύρος Λυμπερόπουλος
Σκηνοθεσία Βίντεο
- Στέφανος Μπερτάκης
Ο παππούς του παππού μου, πατέρας της μάνας του, ήτανε ο Γιώργος ο Καούστος, πειρατής. Ο οποίος Γιώργος Καούστος παράτησε την πειρατεία γιατί ερωτεύτηκε. Ερωτεύτηκε στη Λαγκάδα, παντρεύτηκε κι έκανε με τη γυναίκα του τέσσερα παιδιά, τρία αγόρια κι ένα κορίτσι. Στη γέννα του κοριτσιού, η γυναίκα του πέθανε. Κι έμεινε χήρος με τέσσερα παιδιά.
Πριν χρονίσει η γυναίκα του, γυρνώντας από τη Μεγάλη Βλυχάδα στη Λαγκάδα, περνώντας στην τοποθεσία που είναι ακριβώς από κάτω από τον Θόλο, βρήκε μέσα στο χωράφι του, λιπόθυμη, μια γυναίκα ντυμένη στα άσπρα.
Η γυναίκα αυτή ήτανε νύφη, η οποία πήγαινε από τον Άγιο Κήρυκο της Ικαρίας, πήγαινε με το σόι της ολόκληρο, την οικογένεια της, στην Κάλυμνο να παντρευτεί. Και βυθιστήκαν τα καΐκια κι ήταν η μοναδική που έζησε. Την είχε ξεβράσει στη Μεγάλη Βλυχάδα το κύμα κι αυτή είχε καταφέρει, είχε ανέβει το βουνό κι απλά την εγκαταλείψαν οι δυνάμεις της μες στο χωράφι του προ-προπάππου μου.
Την πήρε και την πήγε στο σπίτι και την περιέθαλψε. Αλλά ο Καούστος δεν μπορούσε να βγει να πει ότι δεν έχει χρονίσει η γυναίκα μου κι έχω άλλη γυναίκα μες το σπίτι.
Στη λαϊκή παράδοση της Αμοργού οι νεράιδες είναι όλες γυναίκες, έχουνε μόνο έναν αδερφό, τον Αλεξανδρή -δεν είναι τυχαίο, τον Μέγα Αλέξανδρο, δηλαδή- και κλέβουν τους άντρες, γιατί ψάχνουν συνέχεια τον χαμένο αδερφό τους. Μιλάνε κανονικά, τραγουδάνε, χορεύουνε -χορεύουν, εννοείται, κοντά στις πηγές, όπως οι νύμφες- αλλά όταν τους κλέψεις το μαντήλι, τις «δένεις» και μουγκαίνονται.
Αυτός λοιπόν, βγήκε στο καφενείο κι είπε το εξής: ότι γύρναγε από τα ζώα, τον περικυκλώσαν οι νεράιδες, του τραγουδούσαν, τον περιπαίζαν, τον πειράζανε και το ένα το άλλο, κι αυτός κατάφερε και άρπαξε από μια το μαντήλι και την «έδεσε».
Όλοι, κι όχι μόνο στο χωριό, γιατί κυκλοφόρησε το νέο σ’ ολόκληρη την Αμοργό, πιστέψανε λοιπόν ότι ο Καούστος πραγματικά είχε «δέσει» μία νεράιδα. Οπότε κάνανε μια συμφωνία. Της είπε: «Μείνε εδώ όσο θες, αλλά δε θα μιλάς εκτός σπιτιού. Δηλαδή, μέσα στο σπίτι θα μιλάς κανονικά, αλλά έξω στον κόσμο, τίποτα». Και στον μπακάλη που πήγαινε, πήγαινε με σημείωμα γραμμένο από τον Καούστο.
Περάσαν κάποια χρόνια και κάνανε μαζί ένα παιδί. Ένα βράδυ, ένα Καλύμνικο καΐκι άραξε στη Γιάλη με θαλασσοταραχή. Περνάγαν οι μέρες, ο καιρός δεν έπεφτε κι έτσι βγήκαν οι ναύτες στα χωριά να πουλήσουνε σφουγγάρια, βασικά να ανταλλάξουνε τα σφουγγάρια με αυγά, λάδια και τέτοια για να μπορέσουνε να ζήσουνε. Πήγε λοιπόν ένας ναύτης και χτύπησε την πόρτα του Καούστου. Άνοιξε αυτή κι είδε μπροστά της τον άντρα της! Τον Καλύμνιο.
Περιμένανε να νυχτώσει, γύρισε ο Καούστος από τα χωράφια, κάτσανε, τα συζητήσανε κι εκείνη αποφάσισε να φύγει με τον άντρα της. Αλλά επειδή δεν μπορούσε να πάει στην Κάλυμνο να παντρευτεί μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά, ο Καούστος αποφάσισε να κρατήσει το παιδί.
Την επόμενη μέρα, μόλις έπεσε ο καιρός, φύγανε. Βγήκε λοιπόν ο Καούστος στο καφενείο κι είπε το εξής: ότι είχαν ανάψει τον φούρνο για να φουρνίσουν ένα ψωμί, είχανε ζυμώσει, αλλά εκείνος δεν άντεχε πια μετά από τόσα χρόνια τη σιωπή της κι έκανε για πλάκα ότι πετάει το μωρό στον φούρνο. Κι εκείνη στρίγκλιξε και χάθηκε.
Εγώ πρόλαβα ανθρώπους οι οποίοι πιστεύανε ότι η νεράιδα ήταν αληθινή. Πριν δυο χρόνια ήμαστε μες στο καφενείο στα Θολάρια και πετάχτηκε θαμώνας του καφενείου κι επέμενε ότι η ιστορία είναι αλήθεια, γιατί του ‘χε πει η γιαγιά του ότι είδε τη νεράιδα να φεύγει μέσα απ’ την καμινάδα, να εξαφανίζεται.
Ο Καούστος εκμυστηρεύτηκε την αλήθεια στα πέντε του παιδιά δύο μέρες πριν πεθάνει. Τα πέντε του παιδιά ήτανε: ο Γιάννος, ο Κώστας, ο Θοδωρής, το Μαριώ και η γιαγιά μου, το Στασινώ. Η προγιαγιά μου.