Δεν έχω παράπονο από τη ζωή. Καλά κύλησαν όλα. Θα έλεγα μάλλον ότι στάθηκα τυχερή. Τώρα που τα σκεφτόμαστε και που έχουνε αμβλυνθεί όλες οι δύσκολες τα βρίσκουμε και πάρα πολύ ωραία χρόνια.
Γεννήθηκα σε ένα ιστορικό χωριό των Σερρών, Εμμανουήλ Παππάς, το χωριό του ήρωα της Επανάστασης του ´21. Εκείνη την εποχή όμως το σχολείο μας αριθμούσε περί τους 250 μαθητές. Ήμασταν πάρα πολλοί. Ήταν εξατάξιο και υπήρχε και νηπιαγωγείο. Είχαμε τέσσερις ώρες το πρωί και δύο ώρες το απόγευμα. Πηγαίναμε πρωί - απόγευμα στο σχολείο.
Ήμασταν αρκετά παιδιά μέσα στην τάξη, περί τους 35 - 40 μαθητές, στα κλασσικά εκείνα θρανία που καθόμασταν 3 – 3. Οι καθηγητές ήταν αυστηροί. Δεν τολμούσαμε να κάνουμε κιχ. Κι αν έκανε κανένας έβγαινε κατευθείαν έξω. Και έπαιρνε και απουσία. Και βέβαια με τις απουσίες μπορούσες να μείνεις κιόλας. Να χάσεις χρόνια.
Ο δάσκαλος μας μάλωνε, μας έδερνε με την βέργα. Τη βέργα μάλιστα την πηγαίναμε εμείς οι ίδιοι. Πολλές φορές έλεγε: «Θα μου φέρετε μία βέργα». Και όταν μας έδερνε, κανένας γονιός δεν παραπονιόταν ότι ο δάσκαλος έδειρε το παιδί του ή το μάλωσε. Αυτό που σήμερα το αποκαλούμε διαπόμπευση και δεν επιτρέπεται. Τότε ήταν όλα επιτρεπτά, για να μην πω και επιβαλλόμενα. Δηλαδή όταν πηγαίναμε στο σπίτι και λέγαμε: «Με μάλωσε ο δάσκαλος» ή «Με έδειρε ο δάσκαλος», οι γονείς το πρώτο που λέγαν ήταν: «Καλά σου έκανε».
Το σχολείο μας ήταν στην άκρη του χωριού και είχε πάρα πολύ πράσινο γύρω - γύρω. Τα αγόρια πολλές φορές πηγαίναν και κόβαν τσουκνίδες, έτσι ένα μάτσο, και ερχόταν και μας κάναν στα πόδια μας. Τα πόδια γέμιζαν, ξέρεις εκείνα τα κόκκινα σπυριά, και αυτό το πράγμα ήταν κάτι που για πολλά χρόνια ήταν ο εφιάλτης μου αργότερα.
Εμείς τότε, πιο πολύ ήμασταν έξω παρά μέσα. Παίζαμε διάφορα παιχνίδια, κυνηγητό, κρυφτό, μακριά γαϊδούρα, διάφορα τέτοια. Οι γονείς μας δεν ανησυχούσαν να μας ψάξουν που είμαστε. Χτυπούσαμε, τρέχαμε στο σπίτι μας βάζαν λίγο ιώδιο και τελείωσε. Όταν πεινούσαμε τρέχαμε να πάρουμε μια φέτα, βρεγμένο ψωμί με λίγη ζάχαρη. Ή κάθε απόγευμα που η μητέρα μας μας έκανε το χτυπητό αυγό. Αυγό που το χτυπούσε πάρα πολύ για να αφρατέψει και έβαζε μέσα ζάχαρη και κακάο. Αυτό, ήταν το έδεσμα, το γλυκό της εποχής, γιατί δεν υπήρχε βεβαίως η αφθονία των γλυκών.
Διαβάζαμε πάρα πολύ. Από μικρή ηλικία, εγώ θυμάμαι, είχα μανία με τα παραμύθια. Διάβαζα παραμύθια και μετά κλασσικά εικονογραφημένα. Αδελφοί Καραμαζώφ, Η Καλύβα του μπάρμπα Θωμά, οι Άθλιοι. Τα ανταλλάσσαμε χέρι με χέρι τα παίρναμε. Και οι δάσκαλοι μας συνιστούσαν να διαβάζουμε. Και από το σπίτι, μας έλεγαν οι γονείς να διαβάσουμε αλλά δεν υπήρχε και η τηλεόραση. Υπήρχε το ραδιόφωνο. Το ραδιόφωνο όμως ήταν κάτι πιο δημιουργικό από ότι η τηλεόραση, γιατί η τηλεόραση σου δίνει και τον ήχο και την εικόνα οπότε η φαντασία είναι αδρανής. Στο ραδιόφωνο ακούς κάτι, μια ιστορία, δημιουργείς μόνος σου τις εικόνες. Και αυτό είναι που αφήνει στη φαντασία περιθώριο.
Κάθε Κυριακή πηγαίναμε στην εκκλησία, απαραίτητα. Και όχι μόνο γιατί φοβόμασταν μηπως μας κάνουν παρατήρηση οι δάσκαλοι. Αλλά πηγαίναμε γιατί το είχαμε συνηθίσει. Στην δεξιά μεριά του μεσαίου κλιτούς ήταν τα αγόρια, στην αριστερή εμείς, τα κορίτσια έτσι σε γραμμές. Ξέραμε πότε πρέπει να κάνουμε το σταυρό μας, πότε πρέπει να γονατίσουμε την ιερή στιγμή «τα σα εκ των σων». Στο τέλος πηγαίναμε να πάρουμε το αντίδωρο.
Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ‘60. Ήταν κοντά με τον εμφύλιο που τελείωσε ‘49. Όλη η δεκαετία του ‘50 και τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ‘60 μέχρι το ‘67 που έγινε η χούντα και μετά, ήταν το μετεμφυλιακό κλίμα. Ειδικά στα μικρά μέρη που γνώριζαν, ήξεραν, ότι οι μισοί ήταν οι αριστεροί που κυνηγούσαν τους δεξιούς και η δεξιοί που κυνηγούσαν τους αριστερούς. Και ήταν χρωματισμένες οικογένειες.
Ήμουν κοριτσάκι μικρό, δημοτικό και μου είχε πάρει η μητέρα μου ένα ζευγάρι κόκκινα παπουτσάκια που τα χαιρόμουν πάρα πολύ. Γεμάτη χαρά τα φόρεσα, πήγα σε μία φίλη μου να της τα δειξω. Μου λέει: «Βγάλε τα εδώ και να ανέβουμε στο επάνω δωμάτιο για να παίξουμε». Και εκεί που παίζαμε, ξαφνικά ακούω μία φασαρία κάτω, κάτι να γίνεται. Τίποτα, συνεχίσαμε να παίζουμε. Της λέω: «Κική, πρέπει να φύγω τώρα, να πάω στο σπίτι».
Κατεβαίνω κάτω για να φύγω, ψάχνω τα κόκκινα παπούτσια, πουθενά τα κόκκινα παπούτσια. «Μπαμπά, μήπως είδες τα κόκκινα παπούτσια πουθενά;» Και εκείνος, έτσι σαν δράκος: «Εγώ στο σπίτι μου μπολσεβίκικα πράγματα δεν θέλω». «Τα έκαψα στη φωτιά». Φαντάσου ολοκαίνουργια παπουτσάκια. Αφού εκείνη τη στιγμή κατά τρόμαξα. Άρχισα να κλαίω εγώ, άρχισε να κλαίει αυτή. Μου έδωσε κάποια παπουτσάκια τέλος πάντων, για να πάω στο σπίτι μου. Οι γονείς μου, προσπάθησαν να μου πουν: «Μη δίνεις σημασία, δεν πειράζει, δεν φταίει το κοριτσάκι. Είναι φίλη σου». Τι να μου εξηγήσουν; Ήμουν μικρή. Τι να μου πουν; Ότι με θεώρησαν κομμουνίστρια γιατί φορούσα τα κόκκινα παπούτσια ας πούμε;
Τις κουτοπονηριές των μαθητών όλοι τις είχαμε, πως να αντιγράψουμε στα διαγωνίσματα. Τα σκονάκια που χρησιμοποιούσαν πολλοί, μπορώ να πω ότι δεν τολμούσα να τα βγάλω γιατί κάπου βγάζεις το χαρτάκι, μέχρι να βρεις το κατάλληλο σημείο, έκανε και θόρυβο, όχι φοβόμουν. Εμείς τα κορίτσια, στα πόδια μας, στους μηρούς, στα μπούτια μας. Ας πούμε δίναμε χημεία, όλους τους τύπους στα πόδια μου. Τα πόδια μου κάτω από την πόδια ήταν μπλε κι αυτά από το στυλό που έγραφα.
Τότε, τα παιδιά έμεναν πάρα πολύ εύκολα στην ίδια τάξη. Και βέβαια, κανείς δεν θα ήθελε να επαναλάβει την τάξη. Οπότε προκειμένου να είμαι σίγουρη ότι γράφω καλά, ότι δεν θα έχω επιπτώσεις, το ριψοκινδύνευα. Ήταν η δικλείδα ασφαλείας. Ήμασταν στην 4η γυμνασίου και δίναμε εξετάσεις, μαθηματικά. Η φίλη μου αυτή ονομαζόταν Χατζηαβράμογλου, εγώ Χατζηελευθερίου. Ήμασταν με αλφαβητική σειρά, η μία πίσω από την άλλη. Μας δίνει τα θέματα ο καθηγητής, εγώ τα βρήκα βατά παρόλο που δεν ήμουν και αστέρι και στα μαθηματικά, τα βρήκα βατά.
Άρχισα να λύνω τις ασκήσεις. Βλέπω την φίλη μου μπροστά να ζορίζεται να κουνιέται στην έδρα να μου δείχνει την άσκηση αυτή. Ήθελα να τη βοηθήσω, της έλεγα κάτι, δεν καταλάβαινε. Οπότε κάποια στιγμή που ο καθηγητής, ο επιτηρητής σηκώθηκε από την έδρα και άρχισε να βηματίζει στο διάδρομο ανάμεσα στα θρανία, μόλις μας πέρασε, βουτάω την κόλλα της από μπροστά, της δίνω την δική μου και κάθομαι και ξανά λύνω όλα τα προβλήματα στην τελευταία κόλλα που ήταν το πρόχειρο.
Αφού έγινε αυτό, καραδοκούσα, ποτέ πάλι ο καθηγητής θα κάνει τη βόλτα του να μας προσπεράσει για να τις ανταλλάξουμε. Όταν πια τελείωσα εγώ και πήγα και έδωσα έτσι με πολύ αέρα την κόλλα μου και βγήκα έξω και σε λίγο και η φίλη μου, αφού τα αντέγραψε τα λυμένα και πήγε δίνει την κόλλα και βγήκε έξω. Ήρθε με αγκάλιασε με φίλησε «Μα πως τόλμησες να το κάνεις Αυτό; Πως το ‘κανες;» Επέσυρε μεγάλη ποινή.
Τότε, οι αποβολές ήταν η πρώτη τιμωρία. Για ψύλλου πήδημα αποβολή μια μέρα δυο μέρες, τρεις μέρες από το σχολείο. Αν με έπιανε ο καθηγητής είχα στο τσεπάκι μου μία αποβολή κάποιων ημερών. Και μπορεί να μου άλλαζαν και την διαγωγή. Απορώ πως το έκανα. Τα πάρτι γινόντουσαν βέβαια αλλά ποιος μπορούσε να πάει. Οι πατεράδες μας ήταν τόσο αυστηροί που μας έλεγαν στις 22:00 το βράδυ θα είστε σπίτι. Όχι αργότερα. Για να πας στο πάρτι έπρεπε να πας με τη συνοδεία του αδελφού, εγώ δεν είχα και αδερφό, κάποιου ξάδερφου. Έλεγα: «Πότε θα έρθει κάποιος ξάδερφος να με πάρει για πάμε στο πάρτι;»
Στο πάρτι φυσικά ακούγαμε μουσική. Τότε ήταν στη μόδα τα ιταλικά τραγούδια, «Oh mio signore», «A casa d’Irene», αυτά τα καταπληκτικά ιταλικά τραγούδια. Μας κερνούσαν βερμούτ στα ψηλά και λεπτά εκείνα ποτηράκια της εποχής. Χορεύαμε, αν μας άρεσε κάποιο αγόρι παρακαλούσαμε πότε να έρθει να μας πάρει και στον επόμενο χορό ή να μην τελειώσει ο χορός με το αγόρι αυτό.
Κάπως έτσι ήταν τα χρόνια μας εκείνη την εποχή. Πρώτη, δευτέρα Γυμνασίου. Όλοι λίγο-πολύ είχαμε και κάποιους ψεύτο έρωτες. Μια φίλη μου ήταν ερωτευμένη με ένα συμμαθητή της αλλά πώς να ιδωθούν; Κρυφά; Δε γινόταν. Οπότε μου λέει: «Πρέπει να του στείλω ένα γράμμα». Της λέω: «Γράψε». «Εγώ δεν τα καταφέρνω σε αυτά τα πράγματα, εσύ τα καταφέρνεις καλύτερα είσαι καλή μαθήτρια, γράφεις καλές εκθέσεις. Γράψε μου εσύ μια επιστολή».
Λοιπόν γράφω μία ερωτική επιστολή από κάτι τσιτάτα που είχα ξεσηκώσει από άλλα βιβλία. Το εγκαταλείπουμε εκεί στην σκάλα του σπιτιού της και βγήκαμε να κάνουμε βόλτα, να παίξουμε. Το βρίσκει η μαμά της. Και ναι μεν έγραφε ότι ο αποστολέας ήταν η κόρη της, αλλά είδε ότι ήταν άλλος γραφικός χαρακτήρας. Κατάλαβε ότι ήταν δικά μου. Πάει στη μαμά μου το γράμμα αυτό. Οπότε το βράδυ όταν επέστρεψα σπίτι από το παιχνίδι, βλέπω και τη μαμά μου, βλέπω και τη θεία μου με ένα ύφος: «Και τι είναι αυτά που έγραψες; Και που ξέρεις εσύ να γράφεις ερωτικές επιστολές;» Με μάλωσαν, πάρα πολύ.
Μια ακόμα ανάμνηση που μου ‘ρχεται, στο τέλος του Λυκείου. Πενθήμερη σχολική εκδρομή, στο γύρο της Πελοποννήσου. Πήγαμε στους Δελφούς, στην Κασταλία πηγή αλλά δυστυχώς η Πυθία δεν είπε το τι έμελλε να μας συμβεί αργότερα. Όπου πηγαίναμε εμείς από πίσω ερχόταν και ένα Γυμνάσιο αρρένων. Και κάποια αγόρια διαλέξανε μας και μας φλέρταραν. Φτάνουμε στην Ολυμπία. Ήμασταν τρεις, οι τρεις φίλες στο ίδιο δωμάτιο στο ξενοδοχείο. Κάναμε το μπάνιο μας να ετοιμαστούμε. Εκείνη την ώρα είπε μια από τις τρεις που ήμασταν στο ίδιο δωμάτιο: «Κορίτσια έχω σέικερ, να κάνουμε έναν νες καφέ να πιούμε;»
Δεν είχαμε όμως ούτε τον καφέ, ούτε τη ζάχαρη. Αλλά μόλις είχαμε λουστεί. Πως να βγούμε έξω; Κάτω, κόβαν βόλτα οι θαυμαστές μας. Οπότε βγήκαμε στο μπαλκόνι και τους λέμε: «Παιδιά πάτε να μας αγοράσετε καφέ και ζάχαρη και φέρτε τα στο δωμάτιο. Θα σας κεράσουμε και εσάς καφέ». Με προθυμία δέχτηκαν, περιμένουμε, περιμένουμε, περιμένουμε. Τίποτα. Σε λίγο χτυπάει πόρτα λέμε: «Επιτέλους ήρθε ο καφές και η ζάχαρη».
Χτυπάει η πόρτα, ανοίγουμε και ήταν η διευθύντρια του σχολείου μας μαζί με την ρεσεψιονίστ. Και αρχίζει μια κατσάδα: «Δεν ντρέπεστε, να καλείτε άντρες στα δωμάτιά σας;» Πω πω πω ήταν πολύ ακραίο πράγμα. Κλαίγαμε γιατί έπρεπε όταν θα φτάναμε εδω να το πούμε στους γονείς, να πάνε οι γονείς σχολείο. Πως να πεις στους γονείς κάτι τέτοιο; Τα ήθη τότε, ήταν πολύ διαφορετικά.
Με πολύ δισταγμό, φτάνω στο σπίτι μετά την εκδρομή, άρχισα να κλαίω: «Τι έπαθες;» «Πως να σας πω τι μου συνέβη;» Αυτό κι αυτό. «Φωνάξαμε κάποια παιδιά μόνο για να μας φέρουν καφέ. Και πρέπει να έρθετε στο σχολείο». Με μάλωσαν. Το θεώρησαν ακραίο περιστατικό: «Πως τόλμησες να κάνεις κάτι τέτοιο;» Πήγαν οι γονείς μας στο σχολείο, έγινε μία μαραθώνια συνεδρίαση των καθηγητών.
Εμείς όλες στο προαύλιο του σχολείου, έξω στην αυλή να περιμένουμε. Οι συμμαθήτριες όλες να μας βλέπουν με μισό μάτι, εμείς οι τρεις να είμαστε ζαρωμένες σε μια γωνιά. Χτυπάει το κουδούνι και βγαίνει γυμνασιάρχης για να πει την ετυμηγορία. Μονοήμερη αποβολή, πάλι καλά μια μέρα μόνο γι’ αυτό το φοβερό αμάρτημα. Εδώ είναι δηλαδή που λες, «ο tempora, o mores». «Ω καιροί, ω ήθη». Πως ήταν τα ήθη τότε, η αυστηρότητα και πως είναι σήμερα.
Ακόμα ένα περιστατικό από το σχολείο, επίσης που δείχνει το πνεύμα εκείνης της εποχής. Δηλαδή το ‘67. Παρατήρησα στην γραμμή που κάναμε κάθε πρωί προσευχή, ένα κορίτσι, συμμαθήτρια μας, ένα ήσυχο κοριτσάκι, ένα κοντό ήσυχο, έλεγε μάθημα αλλά ήταν πολύ χαμηλών τόνων. Την μια μέρα είδα ότι όταν κάνουμε «άγιος ο θεός» και μετά «δι’ ευχών» την προσευχή, δεν έκανε το σταυρό της όπως εμείς. Στην αρχή το θεώρησα ότι αφαιρέθηκε και τα λοιπά. Την πρόσεξα και την άλλη, και την παρά άλλη μέρα, λέω: «Τι γίνεται μ’ αυτό το κορίτσι;», αλλά δεν πήγε το μυαλό μου πουθενά.
Μια μέρα που είχαμε ένα μάθημα θρησκευτικών, στο μάθημα των θρησκευτικών είχαμε μια θεολόγο που ήταν λίγο έτσι αυστηρή. Κάτι είπε, και αυτή η μαθήτρια, Χρυσάνθη τη λέγανε, σήκωσε το χέρι και είπε: «Δεν είναι έτσι», είχαν μία διάσταση απόψεων στο θέμα της Αγίας Τριάδας. Το είπε και η καθηγήτρια, η θεολόγος, ότι η συμμαθήτριά μας αυτή ήταν μάρτυρας του Ιεχωβά. Εμείς βέβαια πηγαίναμε κατηχητικό τότε, ανελλιπώς. Στο κατηχητικό μας λέγανε: «Προσοχή θα φοβάστε τους μάρτυρες του Ιεχωβά, είναι αιρετικοί και προσπαθούν να κάνουν προσηλυτισμό». Η κοπέλα αυτή ποτέ δεν προσπάθησε να μας κάνει προσηλυτισμό.
Ύστερα από κάνα δυο μέρες και ενώ κάναμε 1 - 2 ώρες μάθημα, βγήκαμε για διάλειμμα, περνάει η ώρα και βλέπουμε ότι το διάλειμμα παρατείνεται, παρατείνεται. Αρχίσαμε όλες να αναρωτιόμαστε, θηλέων ήταν το σχολείο. Περιμέναμε, περιμέναμε. Πέρασαν 2 - 3 ώρες. Την ώρα που ήταν να σχολάσουμε χτυπάει το κουδούνι και μας λένε: «Μην πάτε στις αίθουσες, παραμείνετε στις γραμμές».
Και βγαίνουν όλοι οι καθηγητές, με ένα ύφος έτσι σκεπτικό και η γυμνασιάρχης. Με έναν φάκελο και μας λέει: «Ο σύλλογος των καθηγητών, αφού συνεδρίασε επί τόσες ώρες και έλαβε υπόψη την συμπεριφορά της μαθήτριας, Χρυσάνθης. Ακούστε.
Επειδή ίδια δε συμμορφώθηκε, επιμένει στο δόγμα που πιστεύει ως μάρτυρας του Ιεχωβά, αποφάσισε να αποβληθεί δια’ παντός από όλα τα σχολεία του νομού».
Το φαντάζεστε αυτό; Να αποβληθεί από όλα τα σχολεία του νομού γιατί ήταν μάρτυρας του Ιεχωβά. Γιατί δεν πίστευε σε αυτό που εμείς πιστεύουμε. Δηλαδή για λόγους θρησκευτικούς, έδιωξαν την μαθήτρια από το σχολείο αυτοί, χωρίς να σκεφτούν, ποιο θα είναι το μέλλον της κοπέλας αυτής; Της στερούν την μόρφωση. Και δεν θα ξεχάσω, μπήκαμε μέσα να πάρουμε τις τσάντες για να φύγουμε, μπήκε κι αυτή και παρόλο που ήταν μια κοντούλα, σήκωσε το ανάστημά της, ποτέ δεν την είδα τόσο ψηλή, πήρε την τσάντα, μας χαιρέτησε με ένα νεύμα, με μία περηφάνια, και έφυγε.
Για σήμερα βέβαια, το ακούει κάποιος και πιθανόν να πει: «Μα είναι δυνατόν να συνέβαινε αυτό το πράγμα;» Έτσι ήταν η ζωή μας τότε. Είχαμε ακραίες απόψεις, ήταν άλλες οι εποχές. Με το πέρασμα του χρόνου, ακόμη και τα κακά αμβλύνονται. Λειαίνονται οι γωνίες, και τα βλέπεις καλύτερα. Δεν περάσαμε και άσχημα. Ίσα – ίσα που όταν βρισκόμαστε έτσι με παλιές συμμαθήτριες αναπολούμε αυτή τη ζωή και λέμε: «Μα τι όμορφα ήταν τα χρόνια που περνούσαμε τότε».