Είδαμε με τα μάτια μας, είδαμε πράγματα που δε μπορούσαμε να τα ανεχτούμε. Μακάρι να μη χάναμε τη θέση μας, μακάρι να μη μας δίκαζαν εκατό φορές τον καθένα, μακάρι. Θα ήταν καλό. Αλλά με αυτά που είδαμε, η επιλογή είναι αυτή. «Πάτε κάντε μας ότι θέλετε, αλλά αυτό θα κλείσει. Αυτό θα τελειώσει το κάτεργο». Είδαμε πράματα με τα μάτια μας που δε μπορείτε να τα φανταστείτε.
Ήμουν εισαγγελέας εδώ στη Θεσσαλονίκη. Στα πλαίσια των εισαγγελικών μου καθηκόντων, βέβαια, ήταν και η επιθεώρηση των φυλακών. Το έτος, αν θυμάμαι καλά, το 1987, κάποια συνάδελφος, η αείμνηστη Χρυσούλα Γιαταγάνα, έκανε μία έρευνα στις φυλακές και διεπίστωσε εκεί μέσα μία κατάσταση εντελώς απαράδεκτη. Διαπίστωσε και σοβαρότατα ποινικά εγκλήματα. Για παράδειγμα, διακίνηση ναρκωτικών, βιαιοπραγίες κατά των κρατουμένων, συμπλοκές, ασέλγειες, βιασμοί, πράγματα δηλαδή τα οποία ήταν βαρύτατα κακουργήματα.
Tα κατέγραψε σε μία έρευνα η οποία τότε προκάλεσε πολύ μεγάλη εντύπωση. Ήταν δε τόσο βαριά αυτά τα οποία κατήγγειλε, ώστε η υπηρεσία μας τότε, η εισαγγελία, κράτησε και μία επιφύλαξη και ανέθεσε σε μένα. Ε, πήγα εγώ να δω τι γίνεται πράγματι και διεπίστωσα ότι αυτά τα οποία έλεγε η κυρία Γιαταγάνα ήταν πολλοστημόριο, ελάχιστα δηλαδή μπροστά σε αυτά τα οποία συνέβαιναν στην πραγματικότητα. Φάνηκε ότι η κατάσταση ήταν τρισχειρότερη, τρισχειρότερη!
Παρουσιάστηκε το φαινόμενο όσοι κρατούμενοι κατέθεσαν τα τρομακτικά αυτά στην κυρία Γιαταγάνα, αν όχι όλοι οι περισσότεροι από αυτούς, να ανακαλούν τις καταθέσεις τους. Πήγα και εγώ λοιπόν εκεί μέσα και βρήκα τι τους κάνανε για να ανακαλέσουν τις καταθέσεις τους. Τι τους κάνανε; Δυσμενείς μεταθέσεις στο άλλο κολαστήριο της Κέρκυρας, ξυλοδαρμοί μπροστά στους συγγενείς τους, φυλάκιση, πώς το λένε, κράτηση στα πειθαρχία, τα οποία ήταν ζωντανοί τάφοι απάνω στο Γεντί Κουλέ. Ανθρώπους δηλαδή πεταμένους εκεί μέσα χωρίς φως, κλεισμένους σε ένα τετραγωνικό μέτρο κάτω από τη γη, χωρίς τουαλέτα, χωρίς τίποτα.
Και ένα χαρακτηριστικό θα σας πω της κατάστασης. Μία μέρα έπαιρνα καταθέσεις σε ένα γραφείο ισόγειο. Ήταν και καλοκαίρι και πίσω μου ήταν ανοιχτό το παράθυρο. Λέω σε έναν κρατούμενο «Πες μου βρε παιδί μου, μη φοβάσαι», λέω, «αφού είσαι εσύ και εγώ εδώ μέσα, δεν θα μάθει κανένας τίποτα. Πες μου τι έγινε εδώ πέρα». Και μου λέει το εξής απίστευτο: «Κύριε εισαγγελέα, σηκωθείτε από την καρέκλα, αν θέλετε, σκύψτε από το παράθυρο και δείτε ποιός είναι απ’ έξω». Σηκώνομαι από την καρέκλα και έξω από το παράθυρο ακουμπισμένος στον τοίχο, με την πλάτη έτσι, καθόταν ένας φύλακας άλλος, ο οποίος άκουγε τι θα λέγαμε εκεί μέσα.
Το πιο χαρακτηριστικό ήτανε, θα σας πω τώρα, ο θάλαμος που κρατούνταν τα παιδιά τα ανήλικα. Εκεί, λοιπόν, είχανε διπλά κρεβάτια και μες στη μέση του διαδρόμου και στις άκρες και παντού. Αλλά ήταν τόσο πυκνά, που μεταξύ τους τα χώριζε ένας διάδρομος 30 πόντων τα διώροφα αυτά. Και επειδή αυτά τα παιδιά δεν μπορούσαν να κατεβαίνουν, αλλά και να κατέβαιναν πού να περπατήσουνε, 24 ώρες ήταν ξαπλωμένα στα κρεβατια, 24 ώρες.
Και σας ρωτώ, αν και δεν περιγράφεται στα σχετικά εγχειρίδια, αυτό δεν είναι βασανιστήριο, και αυτό; 24 ώρες. Διότι πού να κατέβουν; Ένας διάδρομος 30 εκατοστών με το ζόρι. Κατέβαιναν εκεί να πάνε στην τουαλέτα, αυτό ήταν όλο, και ξανά πίσω και όλη μέρα 24 ώρες στο κρεβάτι. Αφήστε τις κακοποιήσεις τις σεξουαλικές ανηλίκων κοριτσιών.
Τέτοια ήταν η κατάσταση εκεί μέσα, που οι κρατούμενοι κατάπιναν ξένα σώματα, σύρματα, λάμπες, γλόμπους, αυτά και εκείνα, για να βγαίνουν από κει μέσα στο νοσοκομείο. Προτιμούσαν δηλαδή να υποβάλλονται σε χειρουργικές επεμβάσεις κάθε λίγο για να φεύγουν από κει μέσα. Και έπρεπε λοιπόν αυτά που έβλεπα εγώ ιδίοις όμμασι εκεί μέσα να τα καταπιώ. Εγώ δεν είχα κανένα λόγο. Θεώρησα λοιπόν σωστό να τα καταγράψω σε μία νέα έκθεση η οποία πράγματι χαρακτηρίστηκε τότε από τον τύπο όλον της Ελλάδος «βόμβα».
Από κει και πέρα, ενώ θα περίμενε οποιοσδήποτε λογικός άνθρωπος, η πολιτεία και πολύ ειδικότερα το Υπουργείο Δικαιοσύνης, να συμφωνήσει μαζί μας και να κοιτάξει τι μπορεί να γίνει, απεδόθη σε έναν αγώνα απαξίωσης και των δυο μας, και των δύο εισαγγελέων δηλαδή, λέγοντας ούτε λίγο ούτε πολύ, με εύσχημο τρόπο βέβαια, ότι τίποτα από αυτά δεν συνέβαινε, ότι δεν ξέρω και εγώ για ποιο λόγο τα γράψαμε, ενώ βέβαια όλη η Θεσσαλονίκη και ίσως και όλη η χώρα βοούσε για το τι γινόταν στο Γεντί Κουλέ. Ενώ μέχρι τότε και για εκείνη και για μένα οι υπηρεσιακές μας εκθέσεις ήταν άριστες, ξαφνικά μεταβληθήκαμε στους χειρότερους εισαγγελείς της Ελλάδας.
Για παράδειγμα, εμένα μου κάνανε πειθαρχική δίωξη να πάω να δικαστώ στην Αθήνα, στον Άρειο Πάγο, ως κακός εισαγγελέας. Εννοείται αθωώθηκα με αυτό, αλλά το κακό ήταν ότι κάθε λίγες μέρες, κάθε λίγες μέρες, αδίστακτα δηλαδή -να μην πω και αδιάντροπα- επινοούσαν κάτι καινούργιο. Με μετέθεσαν αμέσως δυσμενώς. Και την κυρία, την αείμνηστη Γιαταγάνα, στη Σύρο, αν θυμάμαι καλά τότε. Εμένα αμέσως στα Γιάννενα. Και τόσο σκληρή ήταν η συμπεριφορά του κράτους εναντίον μας, που τουλάχιστον σε μένα, τις ημέρες που έπρεπε να εμφανιστώ στα Γιάννενα, ήταν μέρες να γεννήσει η γυναίκα και ζήτησα 2-3 μέρες, 5-10 να πάω αργότερα στα Γιάννενα. Όχι, το απέρριψαν. «Θα πας την ίδια ώρα».
Και βέβαια το Υπουργείο Δικαιοσύνης έβγαζε διαρκώς ανακοινώσεις για το πόσο ωραία είναι η φυλακή του Γεντί Κουλέ, ότι αποφυλακισμένοι ξένοι κρατούμενοι από την Ευρώπη από δω από κει όταν αποφυλακίζονται μας στέλνουν συγχαρητήριες επιστολές και τι ωραία πέρασαν στο Γεντί Κουλέ. Δηλαδή είχαμε φτάσει και στα όρια της γελοιότητας. Το πρωτεύον ξέρετε ποιο ήταν ήταν; Το ότι διαχύθηκε ένα κλίμα φοβίας στη δικαιοσύνη ότι όποιος τολμήσει να βάλει χέρι σε τέτοια κυκλώματα, πολύ βαριά και πολύ επικίνδυνα, θα καταστραφεί και ο ίδιος. Θυμάμαι ένα πράμα. Ήμασταν μία μέρα στο σπίτι της Γιαταγάνα στη Σίνδο. Η κόρη της, η οποία είναι τώρα δικηγόρος, τότε ήταν μικρό κοριτσάκι.
Λοιπόν, φεύγει, μας χαιρέτησε το κορίτσι. Έφυγε. Λέει: «Πάω στην Αριστοτέλους για καφέ». Έφυγε το κοριτσάκι. Δεν περνάει μισή ώρα και παίρνει ένας τηλέφωνο στο σπίτι της Γιαταγάνα -μπροστά μου αυτά τώρα- και λέει «Τέτοια που είσαι» -την έβρισε- «ξέρουμε τώρα πού είναι η κόρη σου: στην Αριστοτέλους, στην τάδε καφετέρια». Και είπαν και δυο-τρεις λέξεις που δεν λέγονται δημοσίως. Βέβαια, η Γιαταγάνα αναστατώθηκε, αναστατώθηκε. Τέλος πάντων, πήρα το 100, πήγαν γρήγορα εκεί πέρα, δεν φάνηκε τίποτα ύποπτο. Τώρα, ήταν ψέματα για εκφοβισμό; Είδαν το 100 και λίγο μετάνιωσαν και φύγανε; Δεν ξέρω. Αλλά δεν έχει σημασία τι έγινε και τι δεν έγινε μετά. Σημασία έχει σε τι επίπεδο έφτασε η ζωή μας.
Δηλαδή όταν σας λέω κάθισα 14 φορές στο σκαμνί του κατηγορουμένου μην έχοντας κάνει τίποτα και απλώς ο στόχος ήταν, ο αποκλειστικός και φανερός, η ταλαιπωρία μου. Γιατί και αυτοί ξέραν ότι αυτά είναι βλακείες, αλλά σου λέει: «Θα πηγαινοέρχεσαι στην Αθήνα. Γιατί θα πηγαινοέρχεσαι; Να δικάζεσαι. Για να βλέπει όλο το δικαστικό σώμα ότι μη βάλεις χέρι στη διακίνηση ναρκωτικών, μη βάλεις χέρι στους βιασμούς, μη βάλεις χέρι στη φυλακή. Άσε μας ήσυχους». «Γιατί, ρωτήσατε», λέει, «κύριε εισαγγελεύ;» -μου λένε εμένα τώρα- «αν είχε το κράτος λεφτά, εκατομμύρια, να μετακινήσει τις φυλακές από εκεί που λέγατε εσείς;». Και απάντησα εγώ, λέω «Όχι, για να είμαι ειλικρινής κανέναν δε ρώτησα, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν έχω κανένα λόγο να ρωτήσω πού θα βρει λεφτά το κράτος. Αν η δουλειά μου ήταν αυτή, θα πήγαινα Υπουργός Οικονομικών. Δεν θα πήγαινα για εισαγγελέας. Εμένα η δουλειά μου ήταν να δω τι γίνεται στις φυλακές. Τελεία!», λέω κύριοι, «τελεία και παύλα».
«Έχετε λεφτά, δεν έχετε λεφτά, έχετε δικαιολογίες, δεν έχετε, ούτε με νοιάζει. Εγώ όταν έδωσα όρκο και έγινα εισαγγελέας, δεν τον έδωσα όρκο υπό τον όρο ότι έχετε λεφτά. Έδωσα τον όρκο ότι όπου βλέπω αδίκημα τόσο μεγάλο θα παρεμβαίνω. Τελειώσαμε». Όταν σηκώθηκε λοιπόν η κοινή γνώμη, τότε μόνο, όταν το πολιτικό κόστος ήταν αβάσταχτο για αυτούς, τότε μετακίνησαν τη φυλακή, τότε βρήκαν λεφτά με μαγικό τρόπο. Αυτοί όλοι έκαναν ένα σοβαρό σφάλμα. Δεν υπολόγισαν την οργή της κοινής γνώμης. Η κοινή γνώμη λοιπόν οργίστηκε σε τέτοιο βαθμό, που τελικά τους ανάγκασε αυτόν τον παράδεισο του σωφρονιστικού συστήματος να τον κλείσουν κακήν-κακώς και να μεταφέρουν τις φυλακές στα Διαβατά.
Όταν έκλεισε αυτό το κάτεργο, ανεξαρτήτως του τι περάσαμε -γιατί αυτή τη στιγμή από εκείνα τα χρόνια μέχρι σήμερα πόσες χιλιάδες παιδιών γλίτωσαν τα βασανιστήρια, γλίτωσαν τα ναρκωτικά, γλίτωσαν τα πάντα από εκεί μέσα, αυτό για μένα προσωπικά, ήταν μία, πώς να πούμε, δικαίωση μιας απίστευτης ταλαιπωρίας. Ή να το πω πιο απλά: Δε μετάνιωσα, γιατί αν έκανα το αντίθετο, για χρόνια ολόκληρα δε θα κοιμόμουν το βράδυ. Αν ήξερα ότι άφησα ανθρώπους απάνω εκεί να βασανίζονται ή να βιάζονται ή να δέρνονται, να κακοποιούνται ή να είναι μέσα στους ζωντανούς τάφους, ζωντανοί-νεκροί μέσα στους τάφους εκεί πέρα, πώς θα κοιμόμουνα εγώ το βράδυ;
Απλώς θα ήθελα, και κάθε σώφρων άνθρωπος θα το ήθελε, να εφαρμόζεται ο νόμος, να κλείνουν τα οποία κάτεργα σε οποιοδήποτε μέρος της πατρίδας μας χωρίς να συντρίβονται δικαστές. Γιατί, πιστεύω, αλίμονο στη δικαιοσύνη που για να πολεμηθεί χρειάζεται ήρωες. Αυτό δεν είναι δικαιοσύνη, αυτό είναι πόλεμος και σε μία χώρα που ζει ειρηνικά μισό αιώνα και παραπάνω περιττεύει ο πόλεμος για να κλείσει ένα κάτεργο.