ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ ΟΤΑΝ Η ΜΟΙΧΕΙΑ ΗΤΑΝ ΑΔΙΚΗΜΑ
ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ ΟΤΑΝ Η ΜΟΙΧΕΙΑ ΗΤΑΝ ΑΔΙΚΗΜΑ
Περιγραφή
Παρακολουθήσεις, τεχνάσματα, έφοδοι σε διαμερίσματα. Ένας πρώην ντετέκτιβ αφηγείται περιστατικά από την εποχή που η μοιχεία αποτελούσε αδίκημα.
Φίλτρα
Συντελεστές
Έρευνα
- Αλεξάνδρα Ανωγιαννάκη
Αφήγηση
- Ερμής Αβρονιδάκης
Δημιουργία Podcast
- Σταύρος Βλάχος
Σχεδιασμός Ήχου
- Ιάσονας Θεοφάνου
Επεξεργασία Ήχου
- Δημήτρης Παπαδάκης
Σκηνοθεσία Βίντεο
- Γιώργος Μπαχαντούρης
Αβρονιδάκης Ερμής, του Ιωάννου και της Καλλιόπης. Ήμουνα στρατιωτικός, αρχές του ‘66 πήρα μετάθεση από Κοζάνη, για Αθήνα. Τα χρήματα που έπαιρνα, όμως, δεν μου έφταναν, για να πιάσω ένα σπίτι, το οποίο να είναι υγιεινό να είναι ευάερο, ευήλιο και τα λοιπά. Με τα χρήματα, που διέθετα, έπιανα ένα υπόγειο. Δεν μπορούσα να νοικιάσω παραπάνω.
Βγήκα στην αγορά και έψαξα να βρω, τι μπορούσα να κάνω. Πήγα σε κάποιον γνωστό μου, που ήξερα ότι είχε γραφείο ντετέκτιβ, στην οδό Πατησίων 4. Χαλκιαδάκης, λεγότανε. Αυτός ήταν ένας μεγάλος ντετέκτιβ, της εποχής εκείνης. Οι περισσότερες υποθέσεις του γραφείου ήταν η μοιχεία. Τότε, επικρατούσε, προκειμένου να πάρει κάποιος άντρας διαζύγιο ή κάποια γυναίκα διαζύγιο από τον άνδρα, εις βάρος του ενός και του άλλου ανάλογα, έπρεπε να τον πιάσεις «στα πράσα» που λέμε. Για να του φορτώσει τη μοιχεία. Τότε, ήτανε παράπτωμα, ήτανε αδίκημα η μοιχεία.
Κάποιοι από τους άντρες τους, υποψιάζονταν ότι η γυναίκα τους, τους απατάει. Και ερχόταν στο γραφείο, κάνανε παζάρι με τον κύριο Χαλκιαδάκη, πόσα λεφτά χρειάζονται. Έδινε φωτογραφίες της γυναίκας του και από κει και πέρα ξεκινούσε η παρακολούθηση. Aναλαμβάναμε τέτοιες υποθέσεις. Θυμάμαι μία υπόθεση, που είχαμε με μία κυρία, την οποία, την παρακολουθούσαμε καιρό. Ο άντρας της, ήταν ναυτικός. Έμενε στον Πειραιά, Καστέλλα. Αλλά είχε υποψίες ότι τον απατούσε. Όταν έφευγε με τα καράβια, τον απατούσε.
Σκηνοθέτησε, λοιπόν, ο άντρας ένα ταξίδι. Ότι θα φύγει για ταξίδι. Για να γνωρίσουμε τη γυναίκα του -από το γραφείο- συνεννοηθήκαμε με τον άντρα αυτό- και πήγαμε στον Πειραιά, στο βαπόρι, το οποίο -μας υπέδειξε- ότι θα έφευγε. Πήγαμε λοιπόν-μας είχε δώσει, βέβαια και μία φωτογραφία της γυναίκας του- "θα είναι η γυναίκα μου, να την αποχαιρετήσω και εγώ θα ανέβω στο βαπόρι". “Μετά από αυτό, που θα φύγω εγώ να ανέβω στο βαπόρι, θα την παρακολουθήσετε, να δείτε πού πηγαίνει, τι κάνει” και τα λοιπά. Εντάξει. Ανέβηκε ο άντρας στο βαπόρι απάνω, εκείνη έφυγε. Πήρε μία συγκοινωνία, μπήκαμε και εμείς στη συγκοινωνία αυτή, πήγε στο σπίτι της, στην Καστέλλα.
Περίμενα να βγει από το σπίτι, να δω πού θα πάει και τα λοιπά. Τίποτα. Πάω την άλλη μέρα, το ίδιο. Την επόμενη μέρα, βγήκε. Την πήρα, λοιπόν, από πίσω, κάπου μπήκε σε ένα σπίτι. Έμεινε καμία ώρα, έφυγε, ξαναγύρισε σπίτι της. Αφού την είδα, λοιπόν, σε ποιο σπίτι πήγε, παρακολουθούσα -από μακριά- και έβλεπα ποιο κουδούνι χτύπησε. Πήγα, λοιπόν, και βρήκα και έλεγε σε ποιο όροφο είναι. Και ανέβηκα, είδα ότι ήταν δύο διαμερίσματα εκεί πέρα. Πήγα, έκανα την αναφορά μου στον Χαλκιαδάκη. Πήγαμε μετά ξανά, καθίσαμε, την παρακολουθούσαμε, μπήκε.
Πήγαμε, χτυπήσαμε ένα κουδούνι -από τα δύο- τάχα ότι γυρεύουμε κάποιον. Αυτό. Βγήκε κάποιος κύριος -κάποια κυρία μάλλον- η οποία δεν ήταν η γυναίκα,άρα λοιπόν, αυτή πήγαινε στο άλλο και όχι σε αυτό, που χτυπήσαμε το κουδούνι. Ήρθε ο κύριος Χαλκιαδάκης -ήμουνα και εγώ- και έφερε και ένα δικηγόρο μαζί. Και χτυπήσαμε το κουδούνι. Και μπήκαμε μέσα στο σπίτι αυτουνού και τους πιάσαμε επ’ αυτοφώρω. Αφού τους πιάσαμε επ’ αυτοφώρω, είχε δύο μαρτύρους, εμένα και το δικηγόρο. Της έκανε αγωγή, προκειμένου να πάρει διαζύγιο και πήρε διαζύγιο από αυτήν.
Για κάθε φορά που πήγαινα στη δουλειά, έπαιρνα 50 δραχμές. Και κάθε φορά που τελείωνε η υπόθεση -κάθε υπόθεση, που πιάναμε ας πούμε, τον μοιχό- παίρναμε 500 ευρώ πριμ. Δηλαδή, έβγαζα πιο πολλά, από ό,τι έβγαζα στην υπηρεσία, που ήμουνα σαν στρατιωτικός. Έτσι; Οπότε κατάφερα και έπιασα ένα σπίτι, το οποίο ήταν στο δεύτερο όροφο. Ήτανε πιο καλό, παρά να πάω σε ένα υπόγειο, με το παιδί και τη γυναίκα μου έγκυο.
Μπορεί να περνούσε και ένας και δύο μήνες, για να τελειώσει κάθε υπόθεση. Το γραφείο είχε άδεια και εμείς είχαμε άδεια και είχαμε και ταυτότητα ιδιωτικού ντετέκτιβ. Δηλαδή, ενεργούσαμε νόμιμα. Απαγορευόταν, βέβαια, να ‘ρθεις σε επαφή. Δηλαδή, παρακολουθούσες μία γυναίκα, να την πειράξεις, να κάνεις, να δείξεις. Υπήρχαν κανόνες παρακολουθήσεως. Δεν μπορούσες να πας, να την πιάσεις να της πεις: “Έλα εδώ, σε έπιασα” και τα λοιπά.
Άλλη μία φορά, ήτανε μία, στην Πλάκα. Η οποία, ξέφευγε «σαν το χέλι» που λέμε. Δηλαδή, την παρακολουθούσαμε. Κάποια στιγμή, μας έπαιρνε χαμπάρι -δεν ξέρω, τι γινότανε- ξέφευγε, την χάναμε. Τότε, είχαμε νοικιάσει αυτοκίνητο και πηγαίναμε με αυτοκίνητο, μαζί με τον κύριο Χαλκιαδάκη. Εγώ πεζός, εκείνος με το αυτοκίνητο. Και πάλι, εκεί μας έφευγε. Δηλαδή, έφευγε από την Πλάκα, ανέβαινε Πατησίων, έμπαινε σε ένα κτίριο, και -από ό,τι διαπιστώσαμε- έβγαινε από το πίσω μέρος του κτιρίου. Έπαιρνε άλλο αυτοκίνητο και πήγαινε, όπου πήγαινε.
Γυρίσαμε, λοιπόν, το κτίριο γύρω-γύρω, να δούμε από πού έφευγε. Γιατί καθόμαστε ώρες εκεί πέρα και δεν ξανάβγαινε από το κτίριο έξω. Διαπιστώσαμε ότι από το πίσω μέρος έχει άλλη έξοδο. Λοιπόν, επειδή όλο μας ξέφευγε, εφάρμοσε αυτό, το κόλπο ο κύριος Χαλκιαδάκης. Μου λέει: “Θα πας θα στηθείς απ’ έξω από το σπίτι, ας σε βλέπει. Δεν μας πειράζει”. Αλλά, είχα κι άλλο συνάδελφο μαζί, ο οποίος ήταν αόρατος. Δεν τον έβλεπε αυτή, ότι είμαστε δύο και την παρακολουθούσαμε δύο. Έφυγε με τα πόδια.
Λοιπόν, την πήρα εγώ από πίσω. Όταν έφτασα στο Μοναστηράκι, εκεί στο σιδηρόδρομο -που μπαίνουν- στην είσοδο του σιδηροδρόμου, απ’ έξω από εκεί, είχε ένα περίπτερο.Εκει στεκόταν ένας αστυφύλακας. Τότε ήταν αστυνομία πόλεων. Τη βλέπω εγώ, πάει σε αυτόν. Και έρχεται ο αστυφύλακας με το μέρος μου, λέει: “Γιατί παρακολουθείτε την κυρία;” “Εγώ;” Του λέω: “Εγώ παρακολουθώ την κυρία;” “Έτσι, παραπονείται”. “Για φέρε μου την εδώ πέρα”, του λέω. Έρχεται αυτή εκεί πέρα, της λέω: “Δεν μου λέτε κυρία μου, σας πείραξα; Σας είπα τίποτα; Σας ενόχλησα;” “Ναι -λέει- ερχόσουν από πίσω μου”. “Και επειδή ερχόμουν από πίσω σου -της λέω- απαγορεύεται να έρχομαι από πίσω σου; Στο δρόμο, που πήγαινες εσύ, πήγαινα και εγώ”.
Ο αστυφύλακας δεν μπορούσε να μου κάνει τίποτα. Όταν έφυγε η κοπέλα, του λέω: “Με συγχωρείς -του λέω- είμαι ιδιωτικός ντετέκτιβ”. Του έδειξα την ταυτότητά μου και τα λοιπά. Μου λέει: “Πήγαινε στο καλό”. Αυτή τώρα, λέει: “Τον ξεφορτώθηκα τούτον”. Αλλά εντωμεταξύ, μαζί με μένα, ήταν ένας άλλος εκεί, πιο κοντά. Την παίρνει αυτός από πίσω. Μετά από λίγο, πάει πιο πέρα, παίρνει ένα ταξί. Αλλά εντωμεταξύ, την πήρε και ο Χαλκιαδάκης με το αυτοκίνητο. Την παρακολούθησε, είδε που πήγε, μπήκαν πάλι μέσα -αυτό- την πιάσαμε «στα πράσα» που λένε και τελείωσε και αυτή η υπόθεση.
Δεν ήταν εύκολη δουλειά. Γυρνούσα το βράδυ και τα πόδια μου βγάζανε φλόγες από κάτω, από την ορθοστασία και από το περπάτημα. Και έπρεπε να κάνω το ποδόλουτρο μου, για να πάω αυτό. Και το πρωί, έπρεπε να σηκωθώ, να πάω και στη δουλειά. Δεν ήταν εύκολη δουλειά. Ήταν βέβαια κουραστική. Αλλά τουλάχιστον, εξασφάλισα αυτά, που ήθελα για το σπίτι μου, για την οικογένειά μου.
Γιατί να νιώθω ενοχές; Εγώ δεν έκανα τίποτα. Αυτός διέπρατται το αδίκημα της μοιχείας. Τώρα σου φαίνεται εσύ καλό, πάω εγώ σε μία γυναίκα, να απατήσω τη γυναίκα μου και χωρίς να έχω καμία ευθύνη; Δηλαδή, να μην διαπράττω κάποιο αδίκημα. Ούτε ηθικό, ούτε ποινικό. Με αυτό τον τρόπο, έχουν διαλυθεί οικογένειες.
Τα διαζύγια πάνε και έρχονται. Δηλαδή, η μισή Ελλάδα, οι μισοί παντρεμένοι, έχουνε χωρίσει. Παλιά τα ζευγάρια παντρευόντουσαν, ελάχιστες ήταν οι περιπτώσεις. Δεν ήταν πάμπολλες περιπτώσεις, όπως είναι τώρα. Με την παραμικρή δυσκολία, με την παραμικρή αυτή: «Χωρίζουμε». Η απιστία είναι κάτι το οποίο τώρα δεν είναι τίποτα.