Έχω γεννηθεί στην Αθήνα, έχω μεγαλώσει πάλι στην Αθήνα, σχολείο έχω πάει στην Αθήνα, βεβαίως. Είχα έναν αδελφό τον Μήτσο, είχα τον Παναγιώτη και την Κατίνα την αδερφή μου, εγώ είμαι ο Στέλιος. Γεννηθήκαμε πριν τον πόλεμο, τότε η Αθήνα ήτανε χωριο. Εποχές δύσκολες, δούλευε ο πατέρας μου εργάτης σε διάφορες δουλειές και ζούσαμε πολύ φτωχικά. Η χαρά μας ήτανε το παιχνίδι γιατί ήτανε όλο οικόπεδα και χωράφια κι ήταν όλο χωράφια και σπίτια μακριά το ένα με το άλλο και παίζαμε εκεί με τους φίλους μας. Τις κάλτσες των μανάδων μας είχαμε φτιάξει τοπία.
Όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος κι αερομαχίες γινόντουσαν επάνω τα αεροπλάνα και πόλεμος γινόταν και στον Πειραιά στο λιμάνι, ας πούμε, ρίχνανε μπόμπες και τέτοια. Ήταν φτώχεια τότε, πείνα, δυστυχία μεγάλη. Θυμάμαι, στο Ζάππειο όταν περπατούσα, πεθαμένοι άνθρωποι υπήρχανε, πρηζόντουσαν οι άνθρωποι στις στήλες του Ολυμπίου Διός και στο νεκροταφείο το πρώτο από το πίσω μέρος, σκοτώνανε κανέναν ή πέθαινε κανένας, βοηθούσαμε εμείς τα παιδιά, ας πούμε, και φέρναμε τον κόσμο μέσα. Μέχρι σε αυτό το σημείο είχαμε φτάσει. Είχε πείνα, μεγάλη πείνα και δυστυχία και πεθαίνανε ο κόσμος. Δυο αντάρτες, ας πούμε, σκότωσαν έναν Γερμανό αξιωματικό. Οι Γερμανοί μαζέψανε τον κόσμο από τα σπίτια εκεί που μένανε οι χωριάτες και κρεμάσανε σαράντα Έλληνες και περάσαμε από μπροστά που ήτανε κρεμασμένοι άνθρωποι. Τρομοκρατηθήκαμε τότε.
Ο πατέρας μου εργάτης ήτανε κι ευτυχώς έπιασε μία δουλειά εκεί στην Ελευσίνα, στους δρόμους, και πήγαμε κι εμείς εκεί. Ήτανε κάτι Γερμανοί τότε με την Κατοχή, πέντε-έξι αεροπόροι είκοσι όχτώ-τριάντα χρονών και τέτοια ήτανε, έπαιζαν κι αυτοί, τους άρεσε η μπάλα, σου πα μου πες, κι όταν είχαν ρεπό τίποτα, ας πούμε, παίζανε κι αυτό. Κάθε τόσο, τους έπαιρνα τα ρούχα και πήγαινα, τα ‘πλένε η μάνα μου, τα σιδέρωνε και τους τα δίναμε και μας δίνανε λίγη τροφή. Με έστελνε ο πατέρας μου από τον Ασπρόπυργο της Ελευσίνας, όταν ήμουνα δέκα χρονών-έντεκα χρόνων, με τα πόδια. Τις γραμμές του τρένου έπαιρνα για να μην χαθώ και πήγαινα στον φούρνο που μας είχε γράψει κι έπαιρνα το ψωμί της εβδομάδος της οικογένειας.
Όταν τελείωσε ο πόλεμος, εγώ έπιασα δουλειά σε εργοστάσιο που φτιάχναμε κατσαρόλες και τηγάνια αλουμινίου. Έμαθα αυτή την τέχνη. Μου άρεσε ο αθλητισμός πάντοτε από μικρό παιδάκι κι αθλούμουνα κιόλας, σαν ποδοσφαιριστής. Δούλευα στο εργοστάσιο κι έπαιζα και μπάλα την Κυριακή σε αγώνες.
Ένα μεσημέρι κι έκανε και ζέστη, τους λέω: «Ρε, πάμε να σας πάω στη Γλυφάδα να κάνουμε ένα μπάνιο» κι είχαμε πάρει και μία μπάλα κι αφού κάναμε μπάνιο, μετά κάναμε και ποδόσφαιρο, παίζαμε εκεί. Κι έρχεται η γυναίκα μου και μας έκανε ότι ξέρει να παίζει μπάλα και σου πα μου πες, ξεκίνησε η γνωριμία με τη γυναίκα μου. Παντρευτήκαμε, αγοράσαμε μαγαζί. Είναι μια τρομερή γυναίκα, είναι τέλεια! Και συνεχίσαμε την πρόοδο της εργασίας.
Έπαιζα ποδόσφαιρο μέχρι τα πενήντα εννιά μου χρόνια, πήγαινα στον Άγιο Κοσμά κι έπαιζα και ποδόσφαιρο. Έπαιζα με τους νέους. Ένας φίλος μου που είναι δρομέας αυτός, γρήγορος, μου λέει: «Θα φας καμιά κλωτσιά και θα σε τραυματίσουν και θα μείνεις κι ανάπηρος. Δεν πας να τρέξεις 5 χιλιόμετρα και να μου πεις πόσο χρόνο έκανες;» Πάω και στα πενήντα εννιά μου χρονιά και τρέχω στον Άγιο Κοσμά και κάνω τις στροφές, δώδεκα στροφές, και του λέω: «Έκανα τόσα τόσην ώρα». «Ε, είσαι Πρωταθλητής Ελλάδος!» Κι ήμουνα στα πενήντα εννιά μου χρόνια. Kι έτσι, ξεκίνησα τον αθλητισμό του στίβου κι έφυγα από το ποδόσφαιρο.
Οι πρώτοι Μαραθώνιοι που τρέχαμε, τρέχαμε εκατό άτομα, διακόσια, τριακόσια. Τρέχαμε με τα λεωφορεία παρέα, δηλαδή, καταλάβαινες τη μυρουδιά, γιατί όταν τρέχεις αναπνέεις καλά και καταλαβαίνεις τη μόλυνση. Ενώ τώρα, πολλά χρόνια, είναι κλειστός ο δρόμος και τρέχουμε άνετα. Και τον πρώτο Μαραθώνιο που έτρεξα, η γυναίκα μου νόμιζε ότι θα πεθάνω. Περίμενε στο στάδιο η γυναίκα μου κι ήρθα πολύ γρήγορα κι έπεσα στο στάδιο μέσα, ας πούμε, κι ήρθε και με έκανε εντριβές και τέτοια και φοβήθηκε, νόμιζε ότι θα πεθάνω!
Εδώ και τριάντα χρόνια τρέχω τον Μαραθώνιο της Ελλάδος, άσε τους ξένους. Από εξήντα χρόνων μέχρι εβδομήντα δεν έχω περάσει τις 3μισι ώρες. Δέκα χρόνια που τρέχω, 3:10, 3:12, 3:25, 3:20, όλο εκεί τερματίζω. Το ΣΕΓΑΣ μου έχει δώσει τόσα κύπελλα μου έχει δώσει, πολλές τιμητικές διακρίσεις. Σε όλες τις πόλεις της Ελλάδος έχω συμμετέχει.
Ένας Μαραθώνιος που με έχει ξετρελάνει είναι στο Buffalo, στην Αμερική. Tρέχαμε εκείνη τη φορά και το θυμάμαι κι έβρεχε και τερματίσαμε στους καταρράκτες του Νιαγάρα. Και να σε πιτσιλάει το νερό που πέφτει... Πολύ όμορφη κι αυτή η διαδρομή. Τώρα, να πηγαίνεις σε αυτές τις χώρες και να σου παρουσιάζουν η κάθε χώρα την δόξα της, μαθαίνεις και την ιστορία τους εκεί.
Εγώ όταν τρέχω τον ελληνικό Μαραθώνιο σκέπτομαι το Καλλιμάρμαρο, λέω να τερματίσω σε αυτόν το ναό, εγώ τον έχω για ναό. Στην Ευρώπη και παγκόσμια εκεί που ‘χω πάει, δεν υπάρχει τέτοιο στάδιο. Ο γιός μου κι η γυναίκα μου περιμένουν στο 25ο χιλιόμετρο και μετά, στο Στάδιο. Με τα εγγόνια, η νύφη μου... Και πρέπει να τερματίσω, πρέπει να τερματίσω, αφού με περιμένουνε. Εφέτος, έτσι, αισθάνθηκα λίγο να με τσιμπήσει λιγάκι εδώ, να με πονάει λίγο και να γείρω λιγάκι, γι’ αυτό άργησα λιγάκι, αλλά τα κατάφερα. Άλλη φορά δε μου έχει τύχει αυτό. Εγώ μέρα παρά μέρα πήγαινα στης Νέας Μάκρης στο στάδιο και προπονίεμαι, από 8 χιλιόμετρα, 5-10, μέρα παρά μέρα, αλλά δύο μήνες δεν είχα αυτοκίνητο, μου είχε χαλάσει. Αυτή τη φορά έτρεχα μέσα στο χωράφι μου εδώ γύρω-γύρω, αλλά είναι ανώμαλος ο δρόμος. Κούρασα τη μέση φαίνεται, από εκεί προήρθε και πόνεσα και άργησα. Αυτό έγινε φέτος.
Θέλω να πάω να προπονηθώ, δεν αντέχω άλλο. Είναι και να δεις και τον κόσμο, να δεις τους φίλους, να δεις τους ανθρώπους που βλέπεις όλο τον χρόνο. Με γεμίζει χαρά που συμμετέχω κι είναι συνάνθρωποι μου. Εγώ απλώς και μόνο τρέχω, όπως μπορώ, ας πούμε, πηγαίνω. Δεν ταλαιπωρώ πολύ το σώμα μου. Δεν έχω άγχος και τέτοια. Δηλαδή, με χαρά μου τερματίζω πάντοτε. Και τώρα και τριάντα χρόνια είμαι πολύ ευχαριστημένος που ασχολήθηκα με τον αθλητισμό του στίβου, γιατί προσφέρει υγεία.
Κάθε έξι μήνες κάνω γενικές εξετάσεις αίματος κι όλα τα είδη. Μου λέει ο ιατρός: «Μήπως θέλεις, μήπως θες να βάλουμε καμιά ταμπέλα έξω από το Υγείας, ότι είναι ο μοναδικός ενενηντάχρονος άνθρωπος που δεν έχει απολύτως τίποτα;» Έτσι είναι, ακριβώς. Και λέω, πώς ξεκινάει ο άνθρωπος και πού φτάνει. Ας πούμε, έφτασα στην ηλικία στα ενενήντα. Του δίνει ζωή του ανθρώπου, όταν ο άλλος σε βλέπει έτσι, με αγάπη κι ευχαρίστηση. Μου αρέσει η ζωή πολύ, πολύ μου αρέσει η ζωή κι όλοι οι άνθρωποι πρέπει να την αγαπάνε. Πρέπει ο άνθρωπος να χαίρεται, την κάθε μέρα που ξημερώνει. Να την αγαπάει και να χαίρεται.