Γεννήθηκα σε ένα χωριό των Τζουμέρκων, το οποίο εκείνη την εποχή, την δεκαετία του ‘60, δεν είχε καν δρόμους. Για να πάω στο σχολείο έκανα ορειβασία.
Περπατούσα αρκετά για να φτάσω στο σχολείο. Τα παιδικά μου χρόνια λοιπόν βοήθησαν στο να αποκτήσω κάποια βιώματα τα οποία στην πορεία της ζωής μου αξιοποιήθηκαν.
Τελείωσα το δημοτικό, επειδή εκεί δεν είχε γυμνάσιο στο χωριό, έπρεπε να φύγουμε από εκεί. Εν πάση περιπτώσει, ήρθα μερικά χρόνια στα Γιάννενα μέχρι να τελειώσω το λύκειο. Μόλις τελείωσα το σχολείο αμέσως έφυγα από τα Γιάννενα, την επόμενη μέρα στην κυριολεξία. Πήγα κατευθείαν στην Αθήνα, να δω τι θα σπουδάσω. Τελικά πήγα σε μια σχολή για υπολογιστές.
Μέσα στην πρώτη εβδομάδα, στην Αθήνα είχα περάσει μπροστά από τα γραφεία του ορειβατικού συλλόγου κι είχα δει πολύ ωραίες φωτογραφίες κρεμασμένες μέσα στον τοίχο από βουνά, από ανθρώπους να περπατάνε και μου είχε αρέσει πάρα πολύ αυτό. Συμπτωματικά μάλιστα με το που μπαίνω μέσα στον σύλλογο για να ρωτήσω πληροφορίες για την σχολή βλέπω μπροστά μου το παιδί τον συμμαθητή μου που καθόμασταν στο ίδιο θρανίο στην σχολή, που είχα αρχίσει να παρακολουθώ. Αμέσως δέσαμε, Πηγαίναμε κάθε σαββατοκύριακο στο βουνό, κάτι κάναμε.
Προχώρησα πολύ γρήγορα με αυτόν τον τρόπο. Με έστειλαν από την ομοσπονδία σε μια διεθνή συνάντηση στη Γενεύη νέων αναρριχητών κι άρχισα να αποκτώ εμπειρίες. Το αμέσως επόμενο καλοκαίρι πήγα στις Άλπεις με τον Γιώργο, ανεβήκαμε στο Mont Blanc και διάφορες άλλες αναρριχήσεις, πότε στο Λευκό Όρος, πότε στις ιταλικές Άλπεις. Εξελίχθηκα πάρα πολύ γρηγορά κι επειδή είχα μεγαλώσει από μικρό παιδί στο χωριό, σκαρφάλωνα πιο εύκολα από ότι περπατούσα. Με αποτέλεσμα το ‘85 που έγινε η πρώτη ελληνική αποστολή στα Ιμαλάια ήμουνα μέλος σε αυτήν την ομάδα.
Οι πληροφορίες που είχαμε τότε για τα Ιμαλάια ήταν ελάχιστες. Το ότι θα αντιμετωπίζαμε κινδύνους το ξέραμε. Αυτό που δεν ξέραμε όμως επειδή δεν είχε πάει κανένας άλλος Έλληνας κι είχαμε ελάχιστη επαφή με άλλους ορειβάτες ξένους, μέχρι που μπορούμε να το τραβήξουμε. Πόσο μπορούμε να επιμείνουμε. Ξέραμε ότι στα Ιμαλάια δεν μπορείς να υποχωρείς με την πρώτη δυσκολία. Όταν πηγαίνουμε σε ένα βουνό ελληνικό για κάποιο λόγο να χαλάσει ο καιρός γυρνάμε πίσω. Στα Ιμαλάια όμως, που είναι ένα όνειρο ζωής, το προσπαθούσαμε πολλά χρόνια πριν να οργανωθεί η ομάδα, να βρούμε την χρηματοδότηση και να πάμε, δεν είναι εύκολο να πεις «εντάξει χάλασε ο καιρός γυρνάμε πίσω».
Με τους κινδύνους γενικά στο βουνό, όσα και να ξέρεις και όσα κι αν μπορείς να προβλέψεις, ποτέ η πρόβλεψη δεν είναι 100%. Εμείς τότε εκεί πέρα δεν υπήρχε καν πρόβλεψη καιρού, τίποτα. Καμία επικοινωνία. Για να στείλουμε μήνυμα έπρεπε να φύγει ένας ταχυδρόμος εκεί αγγελιοφόρος, να πάει τρέχοντας, να πάει κάποιο μήνυμα.
Και υπήρχε κι ένα άλλο σύστημα για να πάει κάποιος να ανέβει μια κορυφή. Έπρεπε να πάρει άδεια από την κυβέρνηση του Νεπάλ κι έδιναν άδεια μόνο για μια κορυφή κάθε χρόνο. Αν κάποια ομάδα είχε κλείσει μια κορυφή δεν έδιναν άδεια σε δεύτερη ομάδα. Αυτό είχε ως συνέπεια όταν εμείς αποφασίσαμε να πάμε οι κορυφές που ήταν πιο γνωστές και safe, είχαν πιαστεί από άλλες ομάδες. Οπότε τελικά πήγαμε σε μια κορυφή, 7200 μετρά περίπου, που μάλλον δεν θα την επιλέγαμε και φαίνεται αυτό ελάχιστες αποστολές έχουν γίνει σε αυτήν την κορυφή. Και μάλλον ο λόγος που δεν την επιλέγουν είναι ότι ήταν επικίνδυνη όπως αποδείχθηκε.
Είχαμε κλείσει ραντεβού με την υπόλοιπη ομάδα που ήταν στην κατασκήνωση βάσης του βουνού να μιλήσουμε με τον ασύρματο, να πούμε τα νέα μας. Καθόμασταν έξω από το αντίσκηνο. Σηκώθηκε ο Μιχάλης ο Τσουκιάς, σηκώθηκε για να πιάσει τον ασύρματο να μιλήσει. Και όπως σηκώθηκε και ρίχνει μια μάτια προς τα πάνω βλέπει την χιονοστιβάδα να έρχεται.
Άρχισε να τρέχει λοξά προς την πορεία της χιονοστιβάδας και πρόλαβε και της ξέφυγε. Και εγώ όταν είδα να κάνει έτσι, αυτή την αντίδραση ο Μιχάλης, σηκώθηκα να δω γιατί, τι κάνει, γιατί δεν φώναξε, ήταν μια κατάσταση πανικού ας την πούμε.
Σηκώνομαι λίγο πιο αργά και όταν γυρίζω να κοιτάξω η χιονοστιβάδα είχε φτάσει στα 20-30 μέτρα, πάρα πολύ κοντά. Προσπαθώ κι εγώ να αντιδράσω, να τρέξω, φυσικά δεν πρόλαβα και με παρέσυρε.
Προσπαθούσα να κάνω κινήσεις, να φρενάρω την πτώση μου, να γυρίσω δηλαδή με τα πόδια προς τα κάτω, να καρφώσω τις φτέρνες μου από τις αρβύλες στο χιόνι να με σταματήσει. Έκανα κάποιες τέτοιες κινήσεις, δεν είχαν αποτέλεσμα, είχε πολλή ορμή η χιονοστιβάδα. Μετά όμως ένα σημείο έκανα μια πρώτη πτώση. Πέφτω, μπαίνει το ένα πόδι στο από κάτω χιόνι, μπαίνει μέσα, στριβεί όλο το κορμί πάνω στο γόνατο, συνειδητοποιώ εκείνη τη στιγμή ότι πάει το γόνατο είχε διαλυθεί αλλά δεν ένιωσα πόνο, μάλλον από την υπερβολική ένταση της στιγμής.
Συνεχίζει λοιπόν η πτώση μου. Σε ένα άλλο σημείο με ρίχνει από μεγαλύτερο ύψος, πέφτω κάτω. Είχα βρεθεί ανάσκελα στο κάτω μέρος κι ερχόταν χιόνι από πάνω από ύψος κι επειδή είχε όγκο, βάρος, όλα αυτά αισθανόμουν λες και περνά οδοστρωτήρας από πάνω μου, να με συνθλίψει. Συνολικά έπεσα περίπου 600 μέτρα. Εκεί έχασα και τις αισθήσεις μου.
Όταν συνήλθα ήμουνα σε μια κλίση, σε μια πλαγιά. Λίγο να κουνιόμουν γλιστρούσα λιγάκι. Εκεί τότε, σιγά-σιγά, έκανα πάρα πολλή προσπάθεια γιατί είχα σπάσει πλευρά, το πόδι, το γόνατο, τον ώμο, διάφορα είχανε σπάσει. Δε μπορούσα να αναπνεύσω. Είχαν μπει χιόνια μέσα από τα ρούχα μου και σιγά-σιγά αυτά τα χιόνια που είχαν μπει μέσα άρχισαν να λιώνουν, άρχισα να ξεπαγιάζω. Μια κατάσταση που δεν μπορούσα να αντιδράσω, ούτε ένα βήμα δεν μπορούσα να κάνω.
Όταν σταμάτησα στην αρχή θεώρησα ότι δεν έχει μείνει κανείς ζωντανός, άρα δεν θα μπορούσα να έχω βοήθεια από πουθενά. Έπρεπε λοιπόν κάτι να κάνω μόνος μου να μπορέσω να επιβιώσω την νύχτα. Ξέρω ότι αν σκάψει κάποιος μια τρύπα στο χιόνι και μπει μέσα, μέσα στην τρύπα η θερμοκρασία το βράδυ δεν πάει κάτω από το 0. Πολύ σημαντικό αυτό. Οπότε άρχισα λοιπόν να σκέφτομαι να σκάψω μια τρυπά για να μπω μέσα.
Αρχίζω την προσπάθεια. έτσι με τα χέρια, ήταν πολύ δύσκολο, πάρα πολύ σκληρό, για να μπορέσω να το σκάψω τόσο πολύ για να μπορέσω να μπω κι ολόκληρος μέσα, από την στιγμή που είχα πλευρά σπασμένα, δε μπορούσα να κάνω κινήσεις πολλές. Το αφήνω αυτό, αρχίζω να σκέφτομαι τι άλλο να κάνω τώρα. Να αρχίσω σιγά σιγά να τσουλάω προς τα κάτω μήπως βρω σε κάποιο σημείο του παγετώνα μια ρωγμή να μπω μέσα για να περάσω τη νύχτα.
Προσπάθησα να το ξεκινήσω αλλά ήταν μια μεγάλη απόσταση η πλαγιά προς τα κάτω, πρέπει να ήταν 300 μέτρα ακόμη, ακόμη και 10 πόντους να πήγαινα πονούσα τόσο πολύ, δεν μπορούσα να το συνεχίσω. Και πάνω σε αυτή την προσπάθεια να ψάξω να βρω τι θα μπορούσα να κάνω ακούω φωνές.
Ο ένας ο Έλληνας είχε τραυματιστεί. Τον είχε αφήσει από εμένα περίπου 300 μέτρα. Και τον ακούω να φωνάζει «Μιχάλη Μιχάλη». Δεν έβλεπα καλά. Εντάξει κατάλαβα εν πάση περίπτωση ότι ζει ο Τάκης αλλά λέω τώρα τι φωνάζει τι «Μιχάλης» φωνάζει, βλέπει παραισθήσεις; Ποιον Μιχάλη; Ζει ο Μιχάλης; Τελικά ζούσε.
Τον βλέπω λοιπόν κάποια στιγμή μια φιγούρα να κατεβαίνει με γρήγορα βήματα από πάνω πηγαίνοντας προς τον Τάκη. Αμέσως ένιωσα «αχ», μια ανακούφιση ωραία. Κάποιος όρθιος που μπορεί να βοηθήσει. Πήγε και πρόσφερε πρώτες βοήθειες ότι μπορούσε με τον Τάκη.
Ήρθε εκεί, έσκαψε ένα παταράκι, έστησε το αντίσκηνο, με τράβηξε με τα χίλια βάσανα με έβαλε μέσα και στον υπνόσακο. Είχε βρει πάλι και κάτι τρόφιμα από ένα φαρμακείο διάφορα παυσίπονα, είχε βρει διάφορα πραγματάκια που ήταν χρήσιμα σε εκείνη την στιγμή, μου τα άφησε όλα αυτά. Ξανάφυγε παλι να πάει στον Τάκη γιατί ήταν πιο άσχημα χτυπημένος ο Τάκης. Οπότε πέρασα εκεί μια ολόκληρη νύχτα η οποία δεν ήταν και αυτή καθόλου ήρεμη.
Με το που νύχτωσε, δεν ξέρω για ποιον λόγο, άρχισαν να πέφτουν πάγοι, να κατρακυλούν. Όταν λέμε πάγος είναι σαν πετρά. Ακούω να περνάνε δίπλα μου διάφορες κατρακυλώντας πέτρες. Πως να προφυλαχθώ, ούτε να μετακινηθώ, τίποτα. Κάθε φορά μονάχα που άκουγα να έρχονται οι πέτρες έβαζα τα χέρια μου στο κεφάλι να προστατευθώ μη με χτυπήσουν στο κεφάλι. Μια από αυτές χτύπησε τη σκηνή, την έριξε έπεσε πάνω στο πρόσωπο μου σε πρώτη φάση.
Μια επόμενη με χτύπησε στο μέτωπο. Καταλάβαινα ότι έχω γεμίσει αίματα, ήταν νύχτα όμως δεν έβλεπα τίποτα. Έπιασα το χέρι μου εκεί πίεζα το σημείο που ήταν η πληγή να σταματήσει το αίμα. Αυτό συνεχίστηκε όλη την νύχτα να πέφτουν πέτρες. Στο μεταξύ μέσα στην νύχτα δεν ήταν μόνο πέτρες, άκουγα και χιονοστιβάδες.
Κάποια στιγμή πρωινές ώρες μια χιονοστιβάδα έρχεται. Νιώθω το τράνταγμα, να ταρακουνάει τη σκηνή που ήταν πάνω μου. Αρχίζει σιγά σιγά να περνάει. Ήμουνα για δεύτερη φορά απίστευτα τυχερός γιατί ήμουν ακριβώς στο όριο της χιονοστιβάδας. Με έβγαλε από το παταράκι, έστριψε. Κρεμάστηκαν τα πόδια μου προς τα κάτω στην πλαγιά. Εγώ είχα ρίξει όλο το βάρος στους αγκώνες μου για να μη με παρασύρει. Τελικά, δε με πήρε το κορμί μου έμεινε πάνω στο παταράκι. Τα πόδια μου ήταν προς τα κάτω. Πέρασε η χιονοστιβάδα. Με άφησε για δεύτερη φορά.
Δεν ξέρω τώρα αν ήταν αυτή η χιονοστιβάδα, μια πάντως από τις νυχτερινές χιονοστιβάδες παρέσυρε τον Τάκη που ήταν στην άλλη σκηνή τραυματισμένος.
Σηκώθηκα πάλι όρθιος. Πιάνω το φερμουάρ αρχίζω να το τραβάω, το άνοιξα αλλά ήδη είχα βρεθεί από το παρατάκι λίγο παρακάτω, τσούλησα. Δεν υπήρχε περίπτωση να ξαναγυρίσω πίσω. Το ίδιο πράγμα όπως και την προηγούμενη μέρα να αρχίζω να σκέφτομαι «και τι να κάνω τώρα;» Μέχρι που ακούω χαμηλά από τον παγετώνα κουβέντες.
Κι ο Μιχάλης τελικά ο οποίος είχε κατεβεί στην προηγούμενη κατασκήνωση, συνάντησε αυτή την ομάδα που ανέβαινε τους είπε που περίπου είμαι, οπότε έκαναν άλλη διαδρομή για να έρθουν απευθείας εκεί που βρισκόμουν. Στην αρχή άκουγα τις φωνές τους, μετά σιγά-σιγά άρχισα να ξεχωρίζω λίγο και κάποιες φιγούρες. Μετά χαλάρωσα λέω «ωραία έρχονται».
Ανέβηκαν λοιπόν σιγά σιγά, έφτασαν εκεί. Μου είπαν ότι βρήκαν στη διαδρομή και τον Κλήμη ο οποίος ήταν ο πρώτος από την πρώτη στιγμή που είχε θαφτεί, είχε μείνει το χέρι του έξω από το χιόνι. Βρήκαν και τον Τάκη με την σκηνή όπως τον είχε παρασύρει, ήταν μισοθαμμένος μέσα στη σκηνή.
Οπότε ήρθαν εκεί σε εμένα κι όπως ήμουν με τον υπνόσακο, με το αντίσκηνο, με έδεσαν σαν λουκάνικο, και άρχισαν να με σέρνουν πάνω στο χιόνι να με πάνε στην προηγούμενη κατασκήνωση. Είναι πάρα πολύ δύσκολο, με είχαν δεμένο με σχοινιά, με τραβούσαν. Τους καταλάβαινα κιόλας ότι ήταν πάρα πολύ κουραστικό από τις αντιδράσεις τους κι από αυτά που έλεγαν. Φτάσαμε εν πάση περιπτώσει κάποια στιγμή στη δεύτερη κατασκήνωση, κάποια στιγμή τη νύχτα. Οπότε ήταν ουσιαστικά αφενός 24 ώρες μέχρι να με βρουν εμένα, βάλε και άλλες 12 ώρες μετά μέχρι να με πάνε στη δεύτερη κατασκήνωση, συνεχόμενο.
Εντάξει, από εκεί και μετά το κατέβασμα δύσκολο μεν αλλά πολύ πιο εύκολο. Ανέβηκε και άλλη μια ομάδα κάποιων Ισπανών ορειβατών που είχαν φτάσει εκεί. Βοήθησαν μέχρι να με κατεβάσουν στην βάση του βουνού και να έρθει το ελικόπτερο να με πάρει. Οι άλλοι δυστυχώς επειδή ήταν ένα επικίνδυνο πεδίο εκεί πέρα που τους είχε αφήσει η χιονοστιβάδα δεν ανέβηκαν πάλι να τους πάρουν, έχουν μείνει εκεί.
Όσο και αν φαίνεται περίεργο εντάξει ήμουν 24 χρονών. Ένας νέος σε αυτήν την ηλικία δεν καταλαβαίνει και πολλά από κίνδυνο. Πριν φύγουμε για την αποστολή θυμάμαι ότι είχαμε βγάλει ένα τραγούδι μαζί με τον Κλήμη - που τελικά σκοτώθηκε - σε μια μελωδία του Θεοδωράκη αυτό που λέει «στον άλλο κόσμο που θα πας». Εμείς λοιπόν το είχαμε παραφράσει λιγάκι και «στην Αναπούρνα που θα πας, κοίτα μην πέσεις σε κρεβάς».