ΤΟΥ ΕΦΤΑΜΠΟΥΛΟΥ Ο ΓΙΟΣ: ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΡΩΜΥΛΙΑ
ΤΟΥ ΕΦΤΑΜΠΟΥΛΟΥ Ο ΓΙΟΣ: ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΡΩΜΥΛΙΑ
Περιγραφή
Σε ένα βασίλειο της Ανατολικής Ρωμυλίας μια πανέξυπνη πριγκιποπούλα σώζει τον μαγεμένο από τις νεράιδες γιο του βασιλιά Εφτάμπουλου.
Φίλτρα
Συντελεστές
Έρευνα
- Δανάη Θεοδωράκη
Αφήγηση
- Αρετή Πολυμενίδη
Δημιουργία Podcast
- Δάφνη Ματζιαράκη
Σχεδιασμός Ήχου
- Δημήτρης Παλαιογιάννης
Επεξεργασία Ήχου
- Σπύρος Λυμπερόπουλος
Animation
- Αντώνης Δημητρόπουλος
Μουσική
- Δημήτρης Παλαιογιάννης
Είμαστε σε μια πολιτεία όπου υπάρχει ένα βασίλειο κι η πριγκιποπούλα στο βασίλειο έχει το δικό της ωραίο μπαλκόνι που κάθε μέρα βγαίνει εκεί κι έτσι κάθεται. Αλλά κάθε μέρα, την επισκέπτεται ένα πουλάκι, ένα αηδόνι και της λέει: «Πεθαμένο άντρα θα πάρεις!» Της μιλάει, δηλαδή, το αηδόνι.
Μια, δυο, τρεις, κάποια στιγμή απηυδεί η κοπέλα, λέει: «Εντάξει, τι γίνεται τώρα;» Αυτό. Κι αποφασίζει να φύγει και λέει στους γονείς της ότι εγώ: «Θα φύγω. Δεν αντέχω άλλο αυτό το αηδόνι και τα λόγια του. Θα πάω να βρω τη μοίρα μου».
Οπότε φεύγει απ' το σπίτι κι αρχίζει και περνάει τα γειτονικά βασίλεια στο ταξίδι της. Και περνάει το πρώτο βασίλειο.
«Ποιος βασιλιάς είναι εδώ;»
«Εδώ είναι ο βασιλιάς…»
«Είναι κάποιος πεθαμένος;»
«Όχι, όχι, δεν είναι».
Πάει στο επόμενο.
«Εδώ, ποιος βασιλιάς είναι;»
«Είναι ο βασιλιάς…»
«Είναι κάποιος πεθαμένος;»
«Όχι, δεν είναι».
Τέλος πάντων, φτάνει στο έβδομο κατά σειρά, όπου της λένε:
«Εδώ είναι ο βασιλιάς Εφτάμπουλος κι η βασίλισσά του. Έχουν έναν γιο, αλλά δεν είναι κάποιος πεθαμένος. Μόνο που κάτι περίεργο συμβαίνει με τον γιο του βασιλιά. Να, όλη την ημέρα είναι κλειστές οι κουρτίνες και το βασιλόπουλο κοιμάται. Αλλά το βράδυ ακούγονται πίσω από την πόρτα τραγούδια και φωνές».
Το ακούει αυτό η βασιλοπούλα και λέει: «Θα πάω, θα μιλήσω στους βασιλιάδες, θα τους πω ότι είμαι κι εγώ πριγκιποπούλα και τα λοιπά, να δω τι συμβαίνει».
Πράγματι, της λένε ότι όντως συμβαίνει αυτό κι αυτό και της δίνουν όλο το ελεύθερο να βοηθήσει, γιατί αυτή είναι πρόθυμη να δει τι μπορεί να κάνει. Και τους προτείνει, λοιπόν: «Ένα πρωινό που το πριγκιπόπουλο θα κοιμάται στο κρεβάτι του, θα μπω στο δωμάτιο του και θα κλειστώ στην ντουλάπα. Έτσι, θα μάθουμε τι γίνεται».
Πράγματι, συμβαίνει. Και το ίδιο βράδυ, όταν χτυπάει η καμπάνα δώδεκα, ανοίγουν οι κουρτίνες και περνάνε και μπαίνουν μέσα νεράιδες! Πάρα πολλές, πάρα πολύ όμορφες κι έχουν δύο κρασιά, το ένα είναι άσπρο, το άλλο είναι κόκκινο. Και δίνουν από το άσπρο, απ' το λευκό κρασί ενώ κοιμάται κι είναι ξαπλωμένο το πριγκιπόπουλο να πιει, κι αυτό ξυπνά. Κι όταν με την πρώτη αχτίδα του ήλιου στην ανατολή, του δίνουν απ' το κόκκινο κρασί, αυτό κοιμάται. Και φεύγουν πάλι από τα παράθυρα.
Όντως βγαίνει από την ντουλάπα, το λέει ότι συμβαίνει «αυτό κι αυτό κι αυτό» στους γονείς. Οι γονείς λένε: «Είναι μαγεμένο το παιδί μας!» Δεν ξέρουν τι θα κάνουνε. Παρόλα αυτά, τους προτείνει μια λύση: «Να πάτε σε όλες τις μοδίστρες να φέρετε τις πιο βαριές κουρτίνες, τις πιο μαύρες, κουρτίνες. Έπειτα, να τις κρεμάσετε σε όλα παράθυρα του δωματίου που κοιμάται το πριγκιπόπουλο για να μη μπει ούτε μια αχτίδα ήλιου. Τέλος, να στείλετε τελάληδες στην πολιτεία με τη διαταγή να σφαχτούν όλα τα κοκόρια, ώστε να μην ακουστεί κανένα λάλημα το ξημέρωμα. Τα άλλα, αφήστε τα πάνω μου».
Πραγματικά, το ίδιο βράδυ συμβαίνουν όλα αυτά, έχουν μπει οι κουρτίνες, έχουν σφαχτεί όλα τα κοκόρια, όντως αυτή ξαναμπαίνει μέσα στην ντουλάπα, κλειδώνεται. Δώδεκα η ώρα η καμπάνα χτυπάει, μπαίνουν οι νεράιδες μέσα, τέλος πάντων, του δίνουν από το λευκό κρασί, ξυπνάει.
Και κάποια στιγμή όντως περνάει η ώρα, έχει ανατείλει. Δεν το ‘χουν καταλάβει αυτές, διότι δεν έχει μπει φως. Κι ανοίγει την ντουλάπα εκείνη τη στιγμή η πριγκιποπούλα, βγαίνει έξω, ανοίγει όλες τις κουρτίνες, μπαίνει όλο το φως του ήλιου μέσα στο δωμάτιο κι οι νεράιδες έχουν τρομάξει διότι είναι έκπληκτες από αυτό που έχει συμβεί, οπότε φεύγουν γρήγορα για να μην τους δουν ο κοινός ο κόσμος, τέλος πάντων, οι θνητοί και ξεχνάνε να δώσουν απ' το κόκκινο κρασί στο παλικάρι.
Κι έτσι το παλικάρι ζει. Το βλέπουν οι γονείς του, μπαίνουν κι αυτοί μέσα στο δωμάτιο, σφιχταγκαλιάζονται και του λένε: «Αυτή είναι η κοπέλα που όντως τη ζωή σου τη χρωστάμε!» τέλος πάντων, «Χάρη σ' αυτή, χάρη στο μυαλό της!» Και τελικά αυτοί ερωτεύονται κιόλας και παντρεύονται. Κι έτσι τον έσωσε.
Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.