Είμαι ο ιδιοκτήτης του παντοπωλείου, το οποίο άνοιξε ο πατέρας μου το 1976.
Άνοιξε το παντοπωλείο με την άδεια να είναι αλλαντοζυθοπωλείο για να μπορεί να μείνει πιο αργά τη νύχτα. Ήταν ένας χώρος ο οποίος είχε κλασικά ψυγεία, αλλά είχε και κάτι ξύλινες τάβλες που πετούσαν πάνω μία λαδόκολλα άσπρη και έρχονταν κυρίως ηλικιωμένοι, τους πετούσες πάνω κασεράκια, τυράκια.
Έρχονταν οι γυναίκες τους μετά, τους κυνηγούσανε γιατί σουρώνανε οι παππούδες για να τους πάρουνε. Εμένα μου άρεσε προσωπικά στην αρχή το μαγαζί. Μου άρεσε γιατί ήταν παιδότοπος, είχε σοκολάτες και καραμέλες, οι παππούδες κερνούσαν σοκολάτες καραμέλες, πίναν τσιπούρα. Αισθανόσουν ότι πρόσφερες.
Μας αγαπούσε ο κόσμος στη γειτονιά. Ήταν κι άλλες εποχές. Τέλη της δεκαετίας του ‘80, θυμάμαι που ήμουνα ακόμα δημοτικό, τα καλοκαίρια ο κόσμος πήγαινε διακοπές τρεις μήνες. Εμείς δεν πηγαίναμε ποτέ. Και τι κάνανε οι άνθρωποι που πήγαιναν τρεις μήνες διακοπές; Αφήναν τα κλειδιά στο μπακάλικο για να τους ποτίζουμε τα λουλούδια. Τέτοια εμπιστοσύνη μας είχανε. Έχω ποτίσει άπειρα λουλούδια σε όλες τις πολυκατοικίες. Και θυμάμαι ανέβαινα στις ταράτσες πάνω, έβλεπες μέχρι τα κάστρα, θέα τρομερή, που για μένα ήταν εντυπωσιακό, δεν πήγαινα ποτέ διακοπές. Πότε.
Αυτό που μου άρεσε πάρα πολύ μετά έγινε…ανατράπηκε ξαφνικά, έγινε κάτι αντίθετο. Θυμάμαι, πήγα στο δημοτικό και κάποιος με κορόιδεψε: «Ωχ, μπακάλης είναι ο μπαμπάς σου;» Εγώ νόμιζα ότι ήταν πολύ ωραίο να ‘ναι ο μπαμπάς σου μπακάλης γιατί εγώ περνούσα καλά, αλλά εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκα πολύ άσχημα και έκλαψα. Το θυμάμαι.
Tο μπακάλικο αυτό με ώθησε από μικρό στη βία. Γιατί μετά με κοροϊδεύαν όλοι. Δεν ξέρω, ήταν άσχημο να είσαι γιος μπακάλη. Μπορεί στη δεκαετία του ‘70 να μην ήτανε, αλλά τη δεκαετία του ‘90 ήτανε. Αντιδρούσα. Ήμουνα βίαιο παιδάκι. Είχα σπρώξει ένα παιδάκι θυμάμαι από τις σκάλες, είχε μείνει σε γύψο τρεις μήνες. Φώναξαν τον πατέρα μου. «Γιατί το έσπρωξες;» «Γιατί μας κορόιδεψε μπαμπά, μας είπε ότι είμαστε μπακάληδες».
Και άκουσα τον πατέρα μου ένα βράδυ μιλούσε με τη μάνα μου και είχε ένα φίλο και ο όποιος θα πήγαινε στη Γαλλία, στη Μασσαλία, να τα παρατήσει, με την οικογένειά του. Και λέει στον πατέρα μου: «Πάμε να φύγουμε. Να ζήσουμε εκεί, εδώ είναι δύσκολα τα πράγματα». Και ο πατέρας μου ήθελε, το σκεφτόταν. Το συζητούσαν μήνες μάλλον με τη μάνα απ’ ότι έμαθα μετά, αλλά εκείνο το βράδυ κρυφάκουσα και τον είδα - δεν τον είδα, τον άκουσα μάλλον - σαν να κλαίει γιατί η μάνα μου δεν ήθελε να φύγουμε και λέει: «Να - λέει - βλέπεις; Μας κοροϊδεύουνε». Αυτό το θυμάμαι, μου ‘μεινε. Και τότε ρε παιδί μου δέθηκα με το μαγαζί. Στο οποίο ποτέ δεν ήθελα να μείνω, αλλά αυτό το δέσιμο ρε παιδί μου έγινε εκείνη τη στιγμή, ήμουνα εννιά χρονών, το ’89.
Άκουσα τον πατέρα να… κι αισθάνθηκα ότι ούτε αυτός δεν ήθελε να ‘ναι μπακάλης. Απλά δεν μπορούσε να ‘ναι κάτι άλλο. Κι ήθελε να φύγει, η μάνα δεν ήθελε. Εγκλωβιστήκαμε κι έπρεπε να το υπερασπιστούμε. Έπρεπε να υπερασπιστούμε αυτό που δεν μας άρεσε προφανώς ούτε εμένα ούτε του πατέρα. Είναι άσχημο να κάνεις μια δουλειά που δε σου αρέσει. Πολύ άσχημο, νομίζω είναι το χειρότερο πράγμα. Αλλά είναι και θέμα επιβίωσης.
Για μένα ήταν πολύ άσχημο αυτό γιατί μεγάλωνα μετά και πραγματικά εξελίχθηκε μία σχέση αγάπης και μίσους. Ήθελα να φύγω. Ήθελα να το κάψω, να το βάλω μια φωτιά και να το κάψω το μαγαζί, τέτοιο μίσος. Αλλά συγχρόνως δεν μπορούσα και να φύγω. Πάντα ήμουν εκεί γιατί πραγματικά δέθηκα. Και είναι πολύ άσχημο να δένεσαι με κάτι που μισείς.
Θυμάμαι την πρώτη μέρα στο γυμνάσιο, πρώτη γυμνασίου. Η αδερφή μου ήταν μεγαλύτερη, Γ’ γυμνασίου, και ήρθε ένας συμμαθητής της να με συστήσει. Χάρηκα πολύ λέει αυτός. «Αχ! Έχεις λίγο τυρί στο κεφάλι σου!». Με κορόιδεψε. Μίσος βγήκε απ’ τα μάτια μου, ήθελα να τον δείρω. Είχα πολλή βία μέσα συσσωρευμένη, που ‘χε μαζευτεί απ’ το μπακάλικο, απ’ το bullying το συνεχόμενο. «Μπακάλης. Μπακάλης, ο πατέρας σου είναι μπακάλης!» Καταρχήν το υπερασπιζόμουν γιατί ήταν η πηγή εισοδήματος μας. Δεν είχαμε κάτι άλλο. Αυτό μας τάιζε, αυτό πλήρωνε ΔΕΗ, ΟΤΕ, νερό, εφορίες. Ήταν η ζωή μας το μπακάλικο αυτό.
Μετά τις εκλογές ανοίξανε τα πρώτα κανάλια, ANT1, MEGA ‘89 -’90. Κι άρχισε ο κόσμος να αλλάζει ρε παιδί μου, βλέπαν εικόνες, άλλα πράγματα. Έρχονταν νέες πληροφορίες, Γκούντα Γερμανίας… Ο πατέρας επέμενε πολύ, εγώ τώρα το εκτιμώ τότε μου φαινόταν παράξενο, δεν βάζαμε Γκούντα. Eίχαν ανοίξει τα σούπερ μάρκετ μετά το ‘90 και Γκούντα, light τυριά δεν υπήρχανε σε μας αυτά. Μουσείο, μπακάλικο μουσείο. Δεν…Υπήρχαν μόνο παραδοσιακά, ό,τι έβγαζε απ’ το μαντρί. Κρακ κρουκ.
Ο πατέρας ήταν απ’ τους πρώτους - το θυμάμαι αυτό - ίσως και άθελά του, οικολόγους. «Γιατί δεν έχεις Γκούντα - του λέγανε. Γιατί δεν έχεις Γκούντα;» κι έλεγε: «Για να φέρω Γκούντα πρέπει να ξεκινήσει απ’ την Ολλανδία αυτοκίνητο τριαξονικό το οποίο θα βάλει πετρέλαιο, το πετρέλαιο θα μολύνει όλη την Ευρώπη, για να φας εσύ καλή μου κυρία Γκούντα». Ήταν αυτής της φιλοσοφίας. Όσο και να σου φανεί παράξενο εγώ πραγματικά πιστεύω ότι κάθε τόπος πρέπει να τρώει απ’ τον τόπο του. Δεν θα έρχονταν όλα αυτά τα πλοία και θα μολύνανε τους ωκεανούς. Θα τρώγε ο Ολλανδός την Γκούντα του κι εμείς τη φέτα μας. Αυτό είναι μια οικολογική άποψη.
Εκείνα τα χρόνια ήταν τα πρώτα χρόνια που είχαν έρθει οι ρωσοπόντιοι, Γεωργιανοί. Δύσκολα χρόνια. Ο πατέρας πάντα βοηθούσε όσους ήτανε ξένοι, όσους είχαν ανάγκη, πάντα. Η γειτονιά μάς έβριζε γιατί ότι ο πατέρας πάντα ήθελε να τους βοηθήσει αυτούς. Αυτοί όμως παίρνανε, ψωνίζαν τα πράγματά τους, παίρνανε και ένα τσίπουρο, το ‘πίναν σα νερό, σουρώνανε και δημιουργούσαν προβλήματα. Kάθονταν το μεσημέρι έξω στο μαγαζί, στο στενάκι στη γειτονιά και πίναν, φωνάζαν, έβγαινε η γειτονιά και μας έβριζε. «Γιατί τους έχετε εδώ; Διώξτε τους! Και τι τους φέρατε εδώ;»
Έβλεπα τα κλεψίματα. Τους έβλεπες, μπαίναν, κλέβανε. Τους πιάναμε, μερικούς τους αφήναμε. Ήταν άγρια πράγματα τότε, δεν ήτανε εύκολα πράγματα. Ένα βράδυ τον πατέρα τον κλέψανε, τον κλειδώσανε μέσα και φύγανε. Βγάλαν μαχαίρι, υπήρχαν και τέτοια πράγματα.
Ήταν ένα ζευγάρι. Είχε κόσμο το μαγαζί, μπήκαν μέσα, πήγανε στα ποτά, πήραν ένα φθηνό κρασί, τους βλέπω. Το παίρνουνε, περνάνε, κοντοστέκονται λίγο. Τους κοιτάω. Φαντάζομαι θα ‘ρθουν να το πληρώσουνε και περνάνε και φεύγουνε και με κοιτάει. Τον άφησα να φύγει έτσι. Ήταν ένα φθηνό κρασί ρε παιδί μου, μπορεί να ‘κανε 3 ευρώ. Ζευγαράκι ήτανε, αγκαλιά μπήκανε λέω: «Χαλάλι του, ντάξει».
Ήταν ένας τύπος, κλέβει μία μέρα ένα πορτοκάλι, με την κοπέλα του. Το βλέπω. Παίρνω άλλο ένα πορτοκάλι και τρέχω και του λέω: «Ρε φίλε, δύο είστε, κλέβεις ένα πορτοκάλι; Την κοπέλα δεν θα της δώσεις ένα πορτοκάλι;». Αγκαλιά την είχε έτσι. Με κοιτάει λέει τρελός είναι αυτός.
Κλέβουν απ’ έξω μπανάνες, φρούτα. Υπήρχαν άλλοι που κλέβαν τις μπανάνες ολόκληρες, ολόκληρες, όλο το κλωνάρι, τις περνάνε. Τους τσάκωνα πιο κάτω. «Πεινάς» του λέω; Άνοιγα το σακβουαγιάζ πίσω που είχανε κι είχανε κλεμμένα και από άλλα μαγαζιά, είχανε κλέψει άπειρα, δεν ήταν θέμα πείνας. Τους άφηνες, έπαιρνες τα πράγματα και τους άφηνες.
Πολλά κόλπα, σκαρφίζονται πάρα πολλά κόλπα, έπρεπε να σαι εκεί συνέχεια το μυαλό σου. Μπαίνει ένας τύπος, βλέπει ότι έχει λίγο κόσμο το μαγαζί και λέει: «Βάλε μισό κιλό τυρί, μισό κιλό κασέρι, δυο ρετσίνες…» Τα φορτώνουμε τα βάζουμε εκεί πέρα μπροστά. «Θα περάσει η γυναίκα μου να τα πληρώσει», τα παίρνει και φεύγει. Ρωτάω τον πατέρα μου: «Τον ξέρεις;» «Όχι». Ο πατέρας μου νόμιζε ότι τον ξέρω εγώ, τρέχω τον τσακώνω. Κόλπο. Δηλαδή έχει και τέτοιους.
Μου ‘χει βγάλει ένας μαχαίρι γιατί έκλεψε ένα καρπούζι. Κλέβει μία καρπουζάρα και τρέχει. Τον τσακώνω, εγώ δεν τους χάριζα, τους τσάκωνα. Μου βγάζει ένα μαχαίρι. Και του λέω: «Καλά ρε φίλε, για ένα καρπούζι; Ζήτα». Θα με είχε σκοτώσει για ένα καρπούζι τώρα.
Τα πρώτα χρόνια ήταν έντονα αυτές οι διακρίσεις, ήταν έντονες, υπήρχε και ρατσισμός. Ο πατέρας πάντα έμενε μακριά απ’ αυτά. Πάντα έβλεπε φτωχούς. Δεν έβλεπε χρώμα. Κάτι άλλο που θυμάμαι πολύ έντονα μία κοπέλα, μία γύφτισσα ήτανε και πήγαινε σχολείο απέναντι. Την κοροϊδεύανε, άσχημο bullying. Ήρθε να ψωνίσει κι έκλαψε μες στο μαγαζί. Της είπα: «Ρε παιδί μου, υπερασπίσου αυτό που έχεις. Είσαι γύφτισσα, okay. Μην τους αφήνεις να σε κοροϊδεύουνε. Μην τους αφήνεις να σε κοροϊδεύουνε». Tο θυμάμαι αυτό γιατί είχα πονέσει μ’ αυτή ρε παιδί μου.
Βλέπαμε μόνο ανθρώπους. Είχαμε ένα φορτηγάκι, τελείως σαράβαλο κι οι Φιλιππινέζοι όταν θέλαν να κάνουν μετακομίσεις, δεν παίρναν οι άνθρωποι, δεν είχανε οικονομική δυνατότητα να πάρουν μεγάλο φορτηγό και παίρναν το φορτηγάκι μας. Ποτέ δεν τους βάζαμε ταρίφα. Θέλαμε πάντα να τους βοηθήσουμε. Πολλές μετακομίσεις, πάρα πολλές μετακομίσεις. Όλοι οι Φιλιππινέζοι, σε όσα σπίτια έχουν πάει, το φορτηγάκι ο Κίτσος, που τον λέμε Κίτσο από τότε, τους έχει βοηθήσει. Ήμασταν οι Φιλιππινέζες των Φιλιππινέζων.
Η γειτονιά βέβαια τότε ήταν επίσης διαφορετική και είχε πολλά διαφορετικά πρόσωπα. Λίγο πιο κάτω που θυμάμαι ήταν ο οίκος ανοχής. Αυτό που θυμάμαι ήταν οι κοπέλες κι η κυρία που είχε τον οίκο ανοχής. Ερχόταν, ψωνίζανε, τους τα πήγαινα εγώ. Δεν ήξερα τι ακριβώς κάνουνε εκεί.
Μία φορά θυμάμαι πλάκωσε η αστυνομία κι εγώ ήμουνα με δύο σακούλες πράγματα και μου λένε οι αστυνομικοί «Άσε τις σακούλες κάτω!» Βγαίνει ένας τύπος από μέσα, εγκληματική φάτσα - αυτός από ότι κατάλαβα μετά ρε παιδί μου τον πιάσανε γιατί έκανε εμπόριο ναρκωτικών εκεί μέσα - κι η αστυνομία νόμιζε ότι μες στις σακούλες ήμουνα το τσιράκι ξέρω γω, που ‘χα τα ναρκωτικά και βγάζανε μανιασμένοι ξέρω γω από μέσα απ’ τις σακούλες, πετούσανε λουκάνικα, σαλάμια! Kαι τα ‘χαν διαλύσει όλα και τους λέω:«Παιδιά -λέω- 1800 δραχμές κάνουν αυτά παιδιά». Με κοιτούσαν παράξενα.
Κάτι επίσης έντονο που θυμάμαι. Ήρθε ένας μεσίτης γείτονας και μου λέει: «Πρόσεχε - λέει - γιατί έρχονται Βουλγάρες, ψωνίζουν αγόρια στο δρόμο και κάνουν αυτού του είδους την πορνεία». Τώρα γιατί μου το πε αυτό; Μετά από μερικές μέρες σταματάει ένα ταξί και μπαίνει στο μπακάλικο μία κοπέλα εντυπωσιακή. Είχα ένα ραδιοφωνάκι στο μαγαζί, έπαιζε, μπαίνει αυτή μες στο μαγαζί κι αρχίζει ένα χορό, ελκυστικό. «Αμάν» λέω. Η κοπέλα φόρτωσε το μισό μαγαζί και δεν ήθελε φυσικά να πληρώσει, ήθελε να τα πάρει έτσι με άλλους τρόπους κι ευτυχώς που είχα πονηρευτεί από τον φίλο μου τον μεσίτη και δεν την πάτησα.
Όταν είσαι στο μαγαζί, είσαι κυριολεκτικά στο δρόμο, το μαγαζί είναι στο δρόμο. Το μόνο πανκ ροκ παντοπωλείο γιατί είναι ένα αλήτικο παντοπωλείο, είναι στο δρόμο, έχει δει πολλά πράγματα. Yπήρχε στη γειτονιά η γριά. Η γριά όταν άνοιγες το πρωί - εμείς ανοίγαμε το πρωί 7:00 η ώρα - ερχότανε και σου ‘λεγε: «Να σου κάνω ένα στοματικό έρωτα, εδώ τώρα το πρωί στο αυτοκίνητο;» Υπήρχε στη γειτονιά, γιατί ήταν γριά. Γριά, όταν σου λέω γριά, 65 χρονών. Γριά με κάτι χείλη βαμμένα, νύχια κι ερχόταν και ψάρευε κόσμο έτσι. Είχε τέτοια πράγματα. Τέτοια πράγματα.
Πιο πάνω υπήρχε ένα ραφείο το οποίο το είχανε κάποιες γυναίκες χοντρές, χωρίς να τις κοροϊδεύουμε, πραγματικά. Αυτές όμως οι χοντρές, που ήταν δυο, είχαν ξελογιάσει δυο παντρεμένους. Ο κυρ- Σάκης χώρισε τη γυναίκα του, άφησε και το παιδί του, μαζί με έναν άλλο πλακωθήκανε στο ξύλο και πέσανε μες στην τζαμαρία. Κόπηκαν, αίματα. Την πήρε αγκαζέ, νικητής μετά από μάχη που ‘δώσαν με τον άλλον. Αυτή γούσταρε, αυτή κέρδισε, την πήρε και πέρασε μπροστά από τη γειτονιά, λες και έκανε παρέλαση ρε παιδί μου. Δεν έχω δει για καμιά καλλονή ξύλο και σπασμένες τζαμαρίες, το χω δει για μία η οποία μπορεί να ζύγιζε 100 κιλά. Πέσανε στην τζαμαρία μέσα.
Κάτι που θυμάμαι πολύ έντονα επίσης ήταν η τελευταία κίνηση του πατέρα να μας κάνει να φύγουμε απ’ το μαγαζί. Τελείωσα το λύκειο, ο πατέρας ήθελε πραγματικά να με διώξει απ’ το μπακάλικο και μου λέει: «Θα σε στείλω στην Ιταλία να σπουδάσεις». Με τσαμπουκά, πρώτη φορά. Δεν το έκανε ποτέ αυτό. «Να το σκεφτώ», του λέω. Το σκέφτηκα, στην αρχή ενθουσιάστηκα: «Πω πω - λέω - Ιταλία, σπουδές, γυναίκες», πιτσιρικάς αυτά σκέφτεσαι. «Τι ωραία, γλέντια…» Αλλά η σχέση αγάπης, με τραβούσε πάλι πίσω. Έλεγα: «Και τι θα γίνει;» Θα έπρεπε να αφήσω κάποιους άλλους να ταλαιπωρηθούνε. Δεν μπορούσα να το κάνω εγώ αυτό, δεν μπορούσα εντάξει. Όλο ήθελα να φύγω και ποτέ δεν έφυγα.
Δεν το ‘χω μετανιώσει, όχι. Το ‘χω σκεφτεί πολλές φορές. Θα μπορούσα να κάνω μία άλλη ζωή τώρα. Στα είκοσι πέντε μου ξύπνησα και είπα: «Αυτός είσαι, αποδέξου το, τέλος.» Κι ηρέμησα. Ειρήνευσα με τον εαυτό μου. Πραγματικά έκανα ειρήνη με τον εαυτό μου. Δεν είχα ειρήνη. Και τώρα είμαι ένας μπακάλης. Αυτό που μου έδωσε το μπακάλικο, είναι το πιο σημαντικό. Ακούω τους πάντες.
Στη δεκαετία του ‘80 που ‘μουνα στο μπακάλικο, κάθονταν οι παππούδες, μαλώνανε όλη μέρα για τον Παπανδρέου και τον Μητσοτάκη. Όλη μέρα, όλη μέρα! Κι όμως ήταν όλη μέρα μαζί. Μαλώναν στα λόγια. Αυτό σ’ εμένα είχε γίνει ρε παιδί μου συνήθεια κι έλεγα στον πατέρα: «Ρε μπαμπά, αυτοί πώς μαλώνουν όλη μέρα και είναι διαφορετικοί κι όμως πάνε μαζί;» Φεύγαν μαζί, ερχόταν μαζί οι παππούδες. Ο ένας σεβόταν τη διαφορετικότητα του άλλου και για μένα αυτό ήταν πολύ εύκολο μετά. Εγώ, λέω, βλέπω μόνο ανθρώπους και πάντα συνεχίζω αυτό που έκανε πάντα ο πατέρας, έβλεπε μόνο ανθρώπους. Και αυτό με βοήθησε πάρα πολύ στην ζωή μετά.
Πάντα το μπακάλικο το έβλεπα ότι δεν είναι ένα μαγαζί που θα πουλήσει ρε παιδί μου μία σοκολάτα ή ένα κομμάτι τυρί. Εγώ πραγματικά θα ‘θελα να μπει κάποιος, να μου πει κάτι, να κερδίσω. Και να του πω κάτι και να κερδίσει. Κλισέ: «Σχολείο -λένε- το μπακάλικο». Ναι, σχολείο. Το μπακάλικο μου ‘μαθε όταν δεν έχεις τι να πεις ή όταν αυτό που θα πεις θα πληγώσει τον άλλον, κλείσ’ το, σιωπαίνεις. Να ‘σαι δεκτικός σε όλα, σ’ όλα κι όταν δεν έχεις να πεις κάτι, μη λες.
Πολλές φορές αισθάνομαι ότι το μαγαζί υπάρχει από θαύμα, αλλά επιζεί σαράντα έξι χρόνια. Στην ίδια γειτονιά… Είναι σημείο αναφοράς στη γειτονιά. Έχουν περάσει από εκεί τόσοι άνθρωποι, μας εμπιστεύονται. Εγώ θέλω πάρα πολλούς πελάτες. Θέλω να ‘χει το μαγαζί πολλούς πελάτες, χιλιάδες πελάτες, να παίρνουν ένα νερό. Μ’ αρέσει ρε παιδί μου να έχει επαφή ο κόσμος με τον κόσμο.