ΜΙΚΡΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΣΤΙΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΑΣ
ΜΙΚΡΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΣΤΙΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΑΣ
Περιγραφή
Ένα μικρό κορίτσι επισκέπτεται τον θείο της στις φυλακές εξορίστων της Αίγινας, στις αρχές της δεκαετίας του '50.
Φίλτρα
Συντελεστές
Έρευνα
- Δημήτρης Μόσχος
- Δημήτρης Μόσχος
Αφήγηση
- Ελένη Μόσχου
Δημιουργία Podcast
- Σταύρος Βλάχος
Επεξεργασία Ήχου
- Μιχάλης Οικονομίδης
Σκηνοθεσία Βίντεο
- Βάσια Αναγνωστοπούλου
Μουσική
- William Ryan Fritch
Λέγομαι Μόσχου κι έχω γεννηθεί στις αρχές του ‘48. Την εποχή εκείνη τα πράγματα ακόμα δεν είχαν ησυχάσει, ο Eμφύλιος υπήρχε, ουσιαστικά υπήρχε. Άνθρωποι κρύβονταν, άνθρωποι καταδίδανε... Όταν μεγάλωσα λιγάκι, δηλαδή μετά από τεσσάρων χρονών προφανώς, για να τα θυμάμαι, άκουγα μέσα στο σπίτι μου τη λέξη «Χίτες», «τον σάπισε στο ξύλο», «πιάσανε τον τάδε», όλο τέτοια πράγματα. Κι η συζήτηση περιστρεφόταν γύρω από τον θείο μου, τον αδερφό της μάνας μου. «Ο θείος σου έτσι, έτσι, έτσι, αλλιώς», «είναι εκεί», «είναι στο μεταγωγών», «είναι να πάω να τον δω», «είναι εδώ», «είναι εκεί», χωρίς να καταλαβαίνω τι είναι όλα αυτά τα πράγματα.
Εκεί που άρχισε πλέον να τον καταλαβαίνω, όχι τι είναι, αλλά απλά να τον βλέπω, ήταν όταν ήταν στην Αίγινα. Στην Αίγινα είχε κάτσει πάρα πολύ καιρό. Αφού είχε περάσει στις φυλακές της Κέρκυρας και πολλές άλλες σκληρές φυλακές, είχε καταδικαστεί δις-τρις εις θάνατον, ξέρω ‘γω. Στην Αίγινα η μητέρα μου πήγαινε, τον έβλεπε, και του πήγαινε φαγητό, θυμάμαι πάντα κάτι είχε μαζί της. Επειδή όμως δεν είχε εμένα πού να με αφήσει κι ο πατέρας μου δούλευε, με έπαιρνε κοντά.
Πηγαίναμε με ένα καΐκι στην Αίγινα, το θυμάμαι το καΐκι. Με κρατούσε στα χέρια της. Να μπαίνει χειμώνα κι όλο το νερό μέσα. Εκείνη φόραγε πάντα μια καμπαρντίνα, την έχω ακόμα την εικόνα της στο μυαλό μου, και να μην ξέρει μπάνιο κι όλο το δρόμο να σταυροκοπιέται, γιατί είχε κι εμένα κοντά.
Μου λέγανε:
«Πάμε να δούμε τον θείο σου, πάμε να δούμε τον θείο σου».
«Πού είναι ο θείος μου;»
«Είναι σε ένα μεγάλο νοσοκομείο. Εκεί είναι και πολλοί άλλοι άνθρωποι, γιατί είναι άρρωστος κι είναι πολλοί γιατροί και του κάνουν θεραπεία. Κι όταν γίνει καλά, θα βγει».
Αυτά μου τα λέγαν για να μη βγαίνω έξω στον κόσμο και λέω πηγαίνω στη φυλακή, γιατί έτσι κι έλεγες τότε ότι έχουμε αριστερό στο σπίτι, κινδύνευες από χίλιες μεριές.
Έτσι λοιπόν με έπαιρνε κοντά, στο «νοσοκομείο». Εγώ εκεί θυμάμαι μία πολύ μεγάλη πόρτα, πολύ-πολύ μεγάλη πόρτα, που την άνοιγαν και μπαίναμε μέσα κι είχε η μητέρα μου την τσάντα με τα πράγματα, πάντα φαγητά ήσαν. Τον έλεγχο που κάνανε, άνοιγαν την τσάντα, αυτό το θυμάμαι, και τους ανθρώπους, όλο άντρες, να είναι στην αυλή. Κι ήταν τόσο όμορφη, μία όμορφη αυλή με δέντρα που είχαν γύρω-γύρω κάνει πετρόχτιστο πεζουλάκι, σαν φοίνικες νομίζω ότι ήσαν.
Πάντα μας περίμενε ο θείος μου. Με αγκάλιαζε, με φίλαγε, με αγαπούσε τόσο πολύ και με έβαζε να του λέω ποιήματα. Με ανέβαζε πάνω στο πεζούλι κι έλεγα ποιήματα. Εγώ ποιήματα μ’ άρεσε να απαγγέλλω και να λέω ωραία, πατριωτικά ποιήματα. Βέβαια, προφανώς, τα ποιήματα αυτά δε θα ήσαν τίποτα απαγορευμένα, αλλά εγώ τα έλεγα πολύ ωραία και καθόντουσαν όλοι οι κρατούμενοι και με χειροκροτούσαν και με ακούγανε κι εκείνος καμάρωνε. Κι όλοι μου χάριζαν από κάτι, ένα βαζάκι, ένα ζωάκι, που τα φτιάχνανε όλα μόνοι τους, πάρα πολύ ωραία πράγματα.
Εγώ πια ήξερα ότι πηγαίνω στο «νοσοκομείο» κι είχα ακούσει στο ραδιόφωνο, είχαμε ένα ραδιόφωνο στο σπίτι, ότι έχουν βγει κάτι ενέσεις, «Μπογκομόλετς» τις λέγανε, κι ήταν θαυματουργές. Ποιος ξέρει για τι πράγμα και τι ενέσεις ήσαν αυτές. Και μια που με πήγαινε στον θείο μου, λέω κι εγώ με τέτοιο θάρρος, που ήμουν ανεβασμένη στο πεζούλι κι ήταν μαζεμένοι όλοι οι φυλακισμένοι, λέω:
«Ακούστε, έμαθα ότι έχουνε βγει, το ράδιο είπε, κάτι ενέσεις «Μπογκομόλετς», που είναι πάρα πολύ καλές και γίνονται καλά οι άνθρωποι. Να πάρετε να κάνετε από αυτές, να φύγετε από το νοσοκομείο!»
Βέβαια, έγινε ένας πανζουρλισμός από το γέλιο, γιατί όλοι ξέρανε ότι μου λέγανε εμένα ότι είναι νοσοκομείο. Και γελάγαν τόσο πολύ κι εμένα μου φάνηκε περίεργο που γελάνε έτσι, όλοι οι άνθρωποι. Και με αγκαλιάζαν, με φιλούσαν, με περιμένανε να πάω, κι εγώ το είχα μεγάλη βόλτα.