Αυτήν την ημέρα τη θυμάμαι από την προηγούμενη μέρα. Δηλαδή, εμένα το Μάτι ξεκίνησε από τις 22 του Ιούλη, όχι από τις 23. Tις μυρίζομαι, πριν γίνουν. 12 η ώρα το βράδυ της προηγούμενης μέρας, άλλαξα τις βάρδιες όλες κι ενδυνάμωσα την απογευματινή. Το ‘ξερα από την προηγούμενη. Λειτουργεί πολύ το ένστικτο μου.
Οι χαρακτηριστικές μέρες για ‘μένα μέσα στο καλοκαίρι, που έχω περισσότερο το νου μου για πυρκαγιές, έχουν κι ημερομηνίες. Και πάντα έχει να κάνει με γιορτές: Προφήτη Ηλία, Αγίας Μαρίνας 17 Ιουλίου, Αγίας Μαγδαληνής 22, Αγίας Παρασκευής... Όλες αυτές οι μέρες στατιστικά είναι οι μέρες που έχουμε πυρκαγιές. Δεν ξέρω για ποιον λόγο.
23 Ιουλίου. 23 Ιουλίου, όταν έφτασα στην πυρκαγιά, είχα πει τότε σε κάνα δυο ειδήμονες που ήτανε δίπλα μου, ότι: «Η φωτιά αυτή δε θα τελειώσει σήμερα». Και με βρίζανε, ας πούμε: «Α γ…, τι λες μωρέ;» Λέω: «Δεν τελειώνει σήμερα». Ήμασταν γύρω στα 500 μέτρα από το σημείο που είχε ξεκινήσει. Δηλαδή, εκεί τη συναντήσαμε τη φωτιά εμείς. Κι από εκεί φύγαμε κι ήρθαμε στον Βουτζά, γιατί η φωτιά είχε περάσει στον δικό μας τομέα.
Στις έξι η ώρα περίπου, σε ένα τηλεφώνημα που έλαβα από αξιωματικό, ο οποίος όταν άκουσε ότι εγώ κατεβαίνω προς Κόκκινο Λιμανάκι: «Πού πας;» μου λέει, «εκεί κάτω;» Του λέω: «Πάω να δω τι γίνεται, έχει περάσει η φωτιά». Μου λέει: «Έχω μετρήσει μέχρι τώρα οκτώ καμένους. Το νου σου!» Κι έπαθα ένα σοκ στο άκουσμα αυτό. Και δίπλα μου, λοιπόν, είναι ο οδηγός και μου λέει: «Τι είπε; Τι είπε;» Λέω: «Τίποτα, μωρέ, να προσέχουμε». Δε μετέφερα. Ήταν λάθος να μεταφέρω. Μπορεί να σταμάταγε επι τόπου το αμάξι και να γυρνάγαμε πίσω.
Από εκείνη την στιγμή που λάβαμε το τηλεφώνημα αυτό, για μιάμιση ώρα περίπου, που έδινα μάχη εκεί κάτω, αυτό που ζούσα μέσα μου, δεν υπήρχε. Γιατί δε μου είχε τύχει σε μια φωτιά να έχω ανθρώπινες απώλειες κι έχω πάει σε αρκετές φωτιές, σε μεγάλες. Οπότε αυτή τη μιάμιση ώρα εγώ το κράταγα όλο αυτό μέσα μου. Κι όταν κατέβηκα εδώ πέρα κάτω, απλά θυμάμαι ότι γονάτισα κι έκλαιγα. Εκεί ξέσπασα.
Όταν γινόταν το μακελειό στην Κυανή Ακτή, ήμουνα 500-700 μέτρα μακριά από το κομμάτι αυτό, ήμουνα στα όρια του Ευβοϊκού, στο Κόκκινο Λιμανάκι. Προσπαθούσα να διώξω κόσμο προς Ραφήνα, ας πούμε, σε ασφαλή σημεία. Να μην πάνε κι εγκλωβιστούνε. Πάνω από πεντακόσια άτομα, σίγουρα. Μπόρεσα να κρατήσω ένα κομμάτι της πυρκαγιάς για να μη κλείσει ο δρόμος, για να μπορέσουν να περάσουν και να φύγουν σε ασφαλές σημείο. Γιατί αλλιώς θα ήταν όλοι εγκλωβισμένοι στην Κυανή Ακτή. Αυτό το κομμάτι κράτησα ανοιχτό και μπόρεσαν να περάσουν εκατό αυτοκίνητα. Εκατό αυτοκίνητα, όχι με δύο άτομα μέσα. Ήτανε τα Ι.Χ. δέκα θέσεων, ο ένας πάνω στον άλλον, αγκαλιά.
Μετά είναι τα δύσκολα. Την άλλη μέρα το πρωί, το ξημέρωμα, βρήκα, ας πούμε, απανθρακωμένη... Το μόνο που βρήκα από μια γιαγιά απανθρακωμένη ήταν το κρανίο της, τίποτα άλλο δεν υπήρχε από το σώμα της. Μόνο το κρανίο. Το κόκκαλο δεν καίγεται εύκολα. Μόνο το κρανίο βρήκα από το σώμα της. Γιαγιά Θέκλα. Με κινητικά προβλήματα, μόνη της, σε ένα σπίτι με έναν σκύλο. Το ένα σκυλί ήταν δίπλα της, βέβαια, κι εκεί κατάλαβα ότι κάπου εκεί θα είναι κι η γιαγιά και βρήκα ένα κρανίο. Μετά, όλο το σπίτι ήταν ρημάδι.
Είναι λυπηρό. Πιο άσχημη μυρωδιά, λέει, έχει το καμένο ανθρώπινο σώμα. Κι είναι γεγονός αυτό. Μου είχε μείνει αυτό, έτσι; Είχε περάσει αυτή η ημέρα κι ακόμα εμείς μυρίζαμε, έξι μήνες, καμένες σάρκες.
Μετά, μια πέτρα έγινα. Τίποτα. Δεν καταλάβαινα τίποτα. Το «γίνεσαι πέτρα», βέβαια, σημαίνει ότι δεν είσαι πέτρα, είσαι πέτρα όταν είσαι με τον κόσμο. Όταν βρεθείς μόνος σου σε ένα κρεβάτι και λες: «Τώρα ξεκουράζομαι», εκεί… άστο, δεν υπάρχει. Δύσκολες, δύσκολες μέρες, δύσκολες. Από εκεί υπάρχει κενό μεγάλο. Θυμάμαι την 22α, 23η, από 24η πρωί και μετά, απλά θυμάμαι ανθρώπους που ερχόντουσαν εδώ πέρα και ζητάγανε νερό, δεν είχανε ρούχα, δεν είχανε παπούτσια...
Ήτανε μια ζωή σε μια υπερένταση. Δεν καταλάβαινα χρόνο, τι μέρα είναι, τι ώρα είναι, δεν το ένιωθα αυτό. Θυμάμαι ότι κοιμήθηκα εδώ πέρα γύρω στις δέκα μέρες. Εγώ απλά είχα έναν άνθρωπο μέσα να κάθεται στο τηλέφωνο το βράδυ, να κρατάει και το τηλέφωνο το δικό μου κι εγώ να κοιμάμαι σε έναν καναπέ και να μην καταλαβαίνω τίποτα, με γυρισμένο αιρκοντίσιον πάνω μου για να φύγει όλη αυτή… το κάψιμο που είχα φάει.
Εκείνη την εποχή έπινα γύρω στους δέκα καφέδες την μέρα, κάπνιζα γύρω στα τέσσερα πακέτα τσιγάρα κι έχασα δώδεκα κιλά σε έναν μήνα. Δώδεκα κιλά σε έναν μήνα, με φαγητό απίστευτο. Από αμηχανία τρώγαμε. Είχα σπάσει τρία κινητά με την πίεση του χεριού. Βάσταζα το κινητό και το πίεζα και χωρίς να το καταλάβω, το έσπαγα.
Είμαι σπίτι μόνος μου, έχω φύγει 1 η ώρα τη νύχτα από εδώ. Ξαπλώνω, κάνω το μπάνιο μου και ξαπλώνω, ούτε καν δεν έχω βάλει ρούχο πάνω μου, ήθελα να νιώθω τον εαυτό μου ελεύθερο. Και στο τέταρτο σηκώνομαι, ντύνομαι, παίρνω το αμάξι και φεύγω, πάω Χαλκίδα και γυρίζω. Ήθελα να φύγω από αυτό εδώ, να φύγω από την περιοχή. Πήγα Χαλκίδα και γύρισα, χωρίς λόγο. Ήταν καλά όσο --ξέρεις, όλο αυτό-- όσο είσαι με κόσμο. Μόλις μένεις μόνος σου, δεν υπάρχει, είναι να αυτοκτονείς, που λένε.
Πιστεύω ότι το Μάτι ήτανε μια αλυσίδα από λάθη. Δεν ήταν ένα λάθος. Το ένα λάθος θα διορθωθεί, θα το σκεπάσουν τα υπόλοιπα. Αλλά αν έχεις, ας πούμε, στα δέκα πράγματα που πρέπει να γίνουνε, υπάρχουν δέκα λάθη, τότε δε διορθώνεται.
Δεν είναι ότι εγώ δεν κάνω λάθη. Όλοι κάνουμε λάθη. Αλλά θεωρώ ότι το αυτονόητο σού βγάζει λιγότερα λάθη. Όταν με ρώτησε ο ανακριτής: «Τι κάνατε στη φωτιά στο Μάτι;» Τους λέω: «Το αυτονόητο». «Δηλαδή;» «Δεν περίμενα να ακούσω καμία εντολή. Κι αν κάποιος μού έλεγε, ένας αξιωματικός ή ένας επικεφαλής ομάδας ότι: "Κάνε αυτό", εγώ αν αυτό που έβλεπα μπροστά μου είναι κάτι διαφορετικό από αυτό που μου έλεγε ο άλλος, ας πούμε, από την άλλη άκρη, θα έκανα αυτό που θα έκρινα εγώ, το αυτονόητο». Πώς φεύγει η γάτα όταν δει την φωτιά; Τρέχει. Κάνει το αυτονόητο, τρέχει να σωθεί. Δεν έτρεξα να σωθώ, αλλά κοίταγα να σώσω κόσμο.
Το αισιόδοξο μήνυμα; Ο Θεός να βάλει το χέρι του. Κι εμείς να κάνουμε τους κομπάρσους με τον καλύτερο τρόπο. Δεν υπάρχει αισιόδοξο μήνυμα. Αυτή είναι η αλήθεια, κατ' εμέ. Φοβάμαι, όμως, ότι θα υπάρξουν κι άλλα, κι άλλο Μάτι. Το φοβάμαι. Είμαι σίγουρος για αυτό.