Ο μπαμπάς μου ήταν από το Νεστόριο Καστοριάς. Ήρθε στην Ξάνθη πολύ μικρός, γιατί τότε η Ξάνθη δεν είχε οικοδόμους. Οι οικοδόμοι κι οι πετράδες ήταν από το Νεστόριο Καστοριάς κι ερχόντουσαν στην Ξάνθη και στα χωριά της Ξάνθης, δουλεύανε οικοδόμοι.
Πέρασαν τα χρόνια, όμορφα κι ωραία, μια μέρα ερωτεύτηκε την μάνα μου και παντρευτήκανε, κάνανε οικογένεια: τον Πέτρο, τον Αχιλλέα και τον Παράσχο. Και τον είχα τρομερή αδυναμία τον μπαμπά μου, αγαπιόμασταν πάρα πολύ.
Εγώ, σαν θαλασσινός που ήμουν, μ’ άρεσε η θάλασσα και πήγαινα συνέχεια στη θάλασσα. Τον έπαιρνα τον μπαμπά μου μαζί μου. Κι ο μπαμπάς μου, παρόλο που δεν ήτανε, να πούμε, από τόπο που είχε θάλασσα, έγινε ένας πολύ καλός ψαράς. Του άρεσε η θάλασσα. Μάλωνε με την μάνα μου, να πούμε, γιατί κάθε Σαββατοκύριακο έφευγε και γυρνούσε τη Δευτέρα, από το ψάρεμα. Τόσο μανία την είχε τη θάλασσα.
Μια μέρα, ήρθαν κάτι φίλοι, φαγώθηκανε να πάμε για ψάρεμα, να πάμε για ψάρεμα. Λέμε: «Ρε παιδιά, εμείς έχουμε δουλειά. Ποιο ψάρεμα, να πούμε;» «Ω, θα σε βοηθήσουμε, θα κάνουμε…» Τέλος πάντων, επέμεναν τόσο πολύ που είπαμε: «Εντάξει, άντε».
Μαζευτήκαμε όλοι μαζί η παρέα, αφού μας βοηθήσανε, πήγαμε στο σπίτι το δικό μου. Μας έκανε τραπέζι η μάνα μου κι η γυναίκα μου. Στρωθήκαμε εκεί πέρα στο πιοτό, φάγαμε, ήπιαμε, λέγαμε ιστορίες, ξέρω ‘γω τι, πώς θα κάνουμε στο ψάρεμα, τι θα κάνουμε, πώς θα ράνουμε… Εκεί που απ’ τη χαρά μας συζητούσαμε, ο μπαμπάς μου χτύπησε κατά λάθος το ποτήρι και πέφτει το ούζο κάτω. Η μάνα μου πετάχτηκε πάνω. Ρίχνει επάνω στο ούζο νερό και λέει: «Δε θα πάτε στο ψάρεμα. Δεν είναι καλό αυτό. Είναι κακό σημάδι», δεν ξέρω τι.
«Έλα βρε μάνα, να πούμε, τι κακό σημάδι, τώρα; Θα πάμε στο ψάρεμα. Ποιο κακό σημάδι, να πούμε; Ζεις ακόμα στον παλιό καιρό». «Όχι, δε μ’ αρέσει αυτό το πράγμα. Δε θα πάτε στο ψάρεμα». Εμείς, αφού το είχαμε προγραμματίσει είπαμε: «Όχι, θα πάμε». Η μάνα μου ήταν τόσο στεναχωρημένη. Δεν το είχαν σε καλό, αν έπεφτε το ούζο κάτω.
Βγαίνουμε έξω στην αυλή, δύο αυτοκίνητα, το φορτηγό και το δικό μου τ’ αυτοκίνητο. Ανεβήκαν όλοι επάνω. Με το που ξεκινάνε από το σπίτι, δεν πρόλαβαν να πάνε καμιά πενήντα μέτρα, γίνεται τρακάρισμα. Χτυπάνε ένα αυτοκίνητο. Ακούστηκε εκεί πέρα, έγινε θόρυβος μεγάλος. Βγαίνει η μάνα μου πάλι έξω, να φωνάζει: «Δε θα πάτε. Δεύτερο το κακό», δεν ξέρω τι. «Δε γίνεται. Με τίποτα. Δε θα πάτε». Τον μπαμπά μου τον κρατάς; Με τίποτα. Ήτανε τόσο μανιώδης, να πούμε, με τη θάλασσα, που είπε: «Όχι, θα πάμε στο ψάρεμα. Τελείωσε!»
Τέλος πάντων, αποφασίσαμε, ξεκινήσαμε, φεύγαμε. Η μάνα μου να φωνάζει… Μας έριξε και νερό με την κανάτα από πίσω. Και ξεκινήσαμε και πάμε για την παραλία των Μαγγάνων. Η θάλασσα ήταν ήρεμη. Δεν είχε ούτε φουρτούνα, ούτε τίποτα. Ήτανε τέλεια η θάλασσα. Στήσαμε το αντίσκηνο μας, ανάψαμε και φωτιά, δεν ξέρω τι, να είμαστε έτοιμοι για το βράδυ.
Μόλις βράδιασε, λέω: «Μπαμπά, θέλετε να έρθω κι εγώ μαζί σας με τη βάρκα μέσα;» Με λέει: «Όχι, είμαστε τρία άτομα. Θα πάμε εμείς», λέει, «θα πάτε εσείς να χτυπήσετε κάνα πουλί, το βράδυ να το ψήσουμε να το φάμε» και δεν ξέρω τι. Λέω: «Έγινε, ρε μπαμπά».
Η θάλασσα ήτανε πολύ τραβηγμένη μέσα. Τη σπρώξαμε τη βάρκα με τα χέρια όλοι μαζί, για να τη βάλουμε μέσα στη θάλασσα. Μπήκαν αυτοί για ψάρεμα. Πήγαμε εκεί σε μια γκιόλα μέσα με τον αδερφό μου κι άλλα δύο άτομα, ξεκινήσαμε εμείς εκεί πέρα «τάκα-τούκα» με το όπλο, όλοι μαζί. Εντάξει, χτυπήσαμε αυτά που θέλαμε να χτυπήσουμε, τα πουλιά. Γυρίσαμε, να πούμε.
Είχε πάει 12 η ώρα το βράδυ. Είχαμε συνεννοηθεί μέχρι τις 12 να βγούνε κι αυτοί. Βλέπουμε, δε φανήκανε. «Εντάξει, μπορεί να έχει ψάρια και να κάθονται λίγο παραπάνω μέσα». Βάλαμε να ψήσουμε κάτι εκεί πέρα, κάτι λουκάνικα, δεν ξέρω τι, που είχαμε. Ετοιμάσαμε τα ούζα μας, αρχίσαμε να πίνουμε, βάλαμε και το μαγνητόφωνο κι αυτό να παίζει εκεί πέρα… Ήμασταν χαρούμενοι. Όλα ήτανε καλά.
Ναι, αλλά όσο περνούσε η ώρα, δε βλέπαμε ο μπαμπάς μου και τα άλλα τα δυο τα παιδιά να βγαίνουν. Πήγε μια η ώρα, πήγε δύο η ώρα… «Βρε, τι γίνεται;» να πούμε. «Γιατί αυτοί δε βγαίνουνε;» Βλέπουμε, εν τω μεταξύ, μέσα κάτι φώτα, πολύ βαθιά στο πέλαγος. Τους ανάβαμε τον προβολέα, μας ανάβαν κι αυτοί, μας κάνανε… Οι δικοί μας, πουθενά. Βρε να περιμένουμε, βρε να περιμένουμε, δε βλέπουμε τίποτα από αυτούς.
Μας έπιασε η στεναχώρια. Λέγαμε: «Κάτι δεν πάει καλά. Γιατί αυτοί δε βγαίνουνε;» Η θάλασσα, εν τω μεταξύ, ήτανε πάλι μπουνάτσα. Λάδι η θάλασσα. Ούτε κύμα, ούτε τίποτα, τίποτα. Να πω ότι έγινε κάτι και δεν μπορούν να βγούνε.
Λέω τον αδερφό μου: «Πάμε να πάρουμε τον προβολέα και να πάμε να κοιτάξουμε. Να πάρουμε την παραλία, να δούμε τι γίνεται. Μήπως έχουνε βρει προς τα πάνω, προς τα κάτω, δεν ξέρω τι, να το περπατήσουμε να δούμε τι συμβαίνει». Μου λέει: «Έλα ρε, τι στεναχωριέσαι; Δεν είναι πρώτη φορά. Αφού συνέχεια ο μπαμπάς πηγαίνει στο ψάρεμα».
Ο μπαμπάς μου ήτανε πενήντα πέντε χρονών. Ο νέος, ο νέος, ήτανε είκοσι δύο χρονών. Ο άλλος ήτανε, ήταν είκοσι πέντε χρονών. Γεροδεμένα παιδιά και κολυμβητές άριστοι, όπως κι ο μπαμπάς μου. Παρόλο που ήτανε από την Καστοριά, ήταν τρομερός κολυμβητής. Κι οι άλλοι δύο ήτανε και ψαροντουφεκάδες. Μια ζωή μες στη θάλασσα, από μικρά παιδιά.
Ξεκινήσαμε να αρχίσουμε να ψάχνουμε. Εγώ με τον προβολέα να φέγγω μέσα στη θάλασσα, έχω μπει μέσα στη θάλασσα μέχρι το λαιμό, έχω μπει μέσα, να βγαίνω, να μπαίνω… δε βλέπουμε τίποτα.
Εκεί που έφεγγα, στο έξω μέρος, ακριβώς στο κύμα εκεί που χτυπάει, βλέπω ένα κούτσουρο. Γύρω στα εκατό μέτρα. Λέω: «Ρε συ, αυτό δε μοιάζει για κούτσουρο, να πούμε. Σαν μου φαίνεται πως είναι άνθρωπος». Με λέει ο αδερφός μου: «Τρελός είσαι, ρε; Δεν το βλέπεις που είναι κούτσουρο;» Όσο κοντεύουμε, βλέπουμε όντως, ήταν άνθρωπος.
Ήτανε το πρώτο το παιδί, που ήταν είκοσι δύο χρονών παλικάρι. Τον είχε βγάλει το κύμα έξω. Μόλις τον είδα, κόπηκαν τα πόδια μου.
Τον γυρίσαμε ανάποδα, τον κάναμε μαλάξεις… Από ‘δω, απο ‘κει, βρε, βρε, βρε, τίποτα. Ήταν δεμένος με ένα σχοινί γύρω-γύρω από το χέρι του. Είχε ένα σχοινί γύρω στο ένα μέτρο. Λέω: «Το σχοινί τι δουλειά έχει στα χέρια του;»
Λέω στον αδερφό μου: «Αδερφέ, εγώ δε μπορώ να συνεχίσω. Πάτε, ψάξτε… Δε θα το αντέξω να δω τον μπαμπά μου πεθαμένο. Θα τρελαθώ, να πούμε». Λέω: «Θα κάτσω κοντά στον Βασίλη», στον πεθαμένο. Έκλαιγα με το παιδί εκεί πέρα, έκλαιγα… Ποιος να με παρηγορήσει;
Δεν πέρασε μια ώρα πάνω-κάτω, βλέπω τον αδερφό μου, έρχεται. Με λέει: «Αδερφέ, σήκω φύγε, πήγαινε στα αυτοκίνητα. Τον μπαμπά μας τον βρήκαμε πνιγμένο. Τον βρήκαμε», λέει, «μες στη θάλασσα να επιπλέει πάνω από το νερό», με λέει, «είναι τελειωμένος. Φύγε, να μην τον δεις».
Εγώ από τη στεναχώρια μου, απ’ το ζόρι μου, σηκώθηκα έφυγα, όντως, έφυγα. Δεν μπόρεσα να αντέξω του μπαμπά μου το θάνατο. Πήγα στο αυτοκίνητο, ήταν κάτι άλλα παιδιά εκεί πέρα, λέω: «Γρήγορα, με τα αυτοκίνητα πηγαίνετε στα Μάγγανα, ειδοποιείστε το λιμεναρχείο ότι έχουμε τρία άτομα πνιγμό».
Ήρθε το λιμενικό, ψάξανε για το τρίτο το άτομο. Δεν μπόρεσαν να το βρούνε, με τίποτα. Τελικά, όλοι μαζί κουβάλησαν τον μπαμπά μου, τον φέρανε στο αυτοκίνητο με τον Βασιλάκη, τον μικρό. Τον είδα τον μπαμπά μου, τον αγκάλιασα. Απ’ ό,τι είχα παρατηρήσει, ήταν χτυπημένος στο κεφάλι κι ήτανε σπασμένο το κεφάλι του από το πίσω μέρος. Δεν είπα τίποτα εκείνη την ώρα. Κατευθείαν στο νοσοκομείο. Πήγαμε στο νοσοκομείο, είδανε ότι, να πούμε, ότι ήταν κι οι δύο τελειωμένοι. Από εκεί, πήγα κατευθείαν στο σπίτι.
Χτυπάω την πόρτα, θα ‘τανε γύρω στις 4 η ώρα τα ξημερώματα, 4μιση. Σηκώθηκε η μάνα μου. Με το που με είδε, με είπε: «Τελειώσαμε;» «Τελειώσαμε, μάνα. Χάσαμε τον μπαμπά μας».
Το πρωί, φέρανε τον μπαμπά μου στο σπίτι. Το άλλο το παιδί το πήγανε στο σπίτι του. Έμαθε όλη η Ξάνθη ότι έγινε αυτός ο πνιγμός. Έγινε η κηδεία του μπαμπά μου. Χαμός.
Τον άλλον, εν τω μεταξύ, τον τρίτο, εκείνον δεν τον είχανε βρει ακόμα. Τελειώσαμε με του πατέρα μου την κηδεία, έγινε τι έγινε. Την άλλη μέρα, βρήκαμε το παιδί αυτό. Εκείνος φορούσε φόρμα, ολόσωμη φόρμα φορούσε. Η φόρμα γέμισε νερό, γι’ αυτό τον κράτησε και κάτω από το νερό. Εκείνου ήταν τα μάτια, εν τω μεταξύ, βγαλμένα. Ήταν χτυπημένα τα μάτια του.
Δεν μπορώ να πιστέψω ότι ήτανε πνιγμός. Ήρεμη η θάλασσα. Πώς πνίγηκαν; Κι αν ήτανε πνιγμός, έπρεπε να ήτανε κάτω από το νερό. Κι οι δύο ήταν πάνω από το νερό. Κανένας δεν ήτανε κάτω από το νερό. Ο πνιγμός, όταν γίνεται, πίνεις νερό και κατεβαίνεις κάτω στον βυθό.
Μέρες ολόκληρες… Φέραμε μια βάρκα, δεθήκαμε πίσω από τη βάρκα με εξοπλισμό και ψάχναμε όλη την παραλία, μέχρι πεντακόσια μέτρα μέσα. Έπρεπε το κύμα, αν είχε κάτι, να τη βγάλει έξω. Να βγάλει τα κουπιά, να βγάλει τα ντεπόζιτα από τη μηχανή, να βγάλει τις πετονιές… κάτι να βγάλει. Ούτε τα παπούτσια τους δεν ήταν απ’ έξω. Και τα παπούτσια τους ακόμα, δε βγήκανε. Είναι φανερό ότι κάτι έγινε. Κάτι τους χτύπησε. Γη και ουρανό να βρούμε το τι έγινε με μπαμπά μου, να πούμε. Δεν μπορέσαμε να βρούμε τίποτα.
Μετά από έναν χρόνο, ενάμιση χρόνο περίπου, πέρασε ένας κύριος. Είχαμε μια κοπέλα στο μαγαζί, μια υπάλληλο. Μπήκε στο γραφείο και λέει: «Θέλω να δω», λέει, «τον Ντούτση τον Αχιλλέα». Λέει η υπάλληλος: «Δεν είναι εδώ πέρα αυτή τη στιγμή. Είναι στη δουλειά, δουλεύουν αυτοί», δεν ξέρω τι. «Τι τον θέλετε;» «Θέλω να μιλήσω με τα παιδιά για το θάνατο του μπαμπά τους». «Πείτε μου εμένα να του πω» και δεν ξέρω τι. «Όχι», λέει, «μια άλλη μέρα θα γυρίσω εγώ να τον βρω και να μιλήσουμε», δεν ξέρω τι.
Δυστυχώς, αυτός ο άνθρωπος δεν ξαναπέρασε από το μαγαζί. Με το είπε η κοπέλα, θυμήθηκα τα πάντα, ξαναστεναχωρήθηκα, ξανάρχισα πάλι να ψάχνω, να φάω τα σίδερα αυτόν τον άνθρωπο να τον βρούμε. Ίσως μάθουμε κάτι για τον μπαμπά μας, ίσως και βγάλουμε κάτι για τον άδικο θάνατο των τριών ατόμων. Τελικά δεν τον βρήκαμε αυτόν τον άνθρωπο, να πούμε. Δεν μπορέσαμε να τον βρούμε με τίποτα, με τίποτα.
Ο μπαμπάς μας ήτανε τόσο καλός άνθρωπός, τον αγαπούσανε κι οι πέτρες. Ήτανε πάντα χαρούμενος, ήτανε πάντα αγαπητός. Θεός σχωρέστον, εκεί που είναι, κι εύχομαι αυτήν την ιστορία τη δικιά μου, αυτόν τον πόνο τον δικό μου, να μην τον περάσει κανένας. Κανένας γιος και καμιά μάνα.