Είμαι η Ιωάννα Σωτηροπούλου, γεννήθηκα σε ένα χωριό έξω από την Πάτρα. Έχω μεγαλώσει σε μία οικογένεια με 8 αδέρφια, τα οποία τα αδέλφια μου ήτανε 5 παιδιά και 3 τσουπιά, έτσι τα λέγανε τότε κι έτσι σας τα λέω κι αυτή τη στιγμή κι εγώ.
Έτσι ήρθε κι ένας κύριος, φίλος του πατέρα μου κι είπε στον πατέρα μου να στείλουμε το τσουπί σου να ζήσει καλύτερα σε μία οικογένεια στην Πάτρα. Ήταν μία μόδα που τα κοριτσάκια από μικρά πηγαίνανε στα σπίτια για να λένε οι κυρίες ότι έχουν υπηρέτρια. Υπήρχαν γραφεία που παίρνανε υπηρέτριες, τις πηγαίνανε σε σπίτια κι αναλάμβανε την ευθύνη, σου κανόνιζαν τα χρήματα, αλλά έδινες όμως στο γραφείο 100 δραχμές για να σου βρούνε σπίτι.
Και λέει και ο πατέρας μου, το σκέφτηκε, το συζήτησε με τη μάνα μου κι είπε, είπανε εντάξει. Κι έτσι αναγκάστηκε να με πάρει και να με πάει στην Πάτρα. Φυσικά σταμάτησα το σχολείο, είχα πάει μέχρι τη Δευτέρα τάξη του Δημοτικού και μετά δεν ξαναπήγα σχολείο.
Με πήγε στην Πάτρα σε μια οικογένεια που ήταν από τρια μεγάλα άτομα και δύο μικρά παιδάκια. Οι δουλειές μου ήτανε να προσέχω το παιδάκι, να πηγαίνω να ψωνίζω και να καθαρίζω το πεζοδρόμιο.
Τον πρώτο καιρό ήμουνα πάρα πολύ καλά και ελαστικά όλα. Βγαίναμε βόλτα με το παιδάκι με το καρότσι, μας πηγαίνανε στην παιδική χαρά και το βραδάκι επιστρέφαμε στο σπίτι. Ώσπου να κάνει το παιδάκι μπάνιο, να τακτοποιηθεί, να ξέρω εγώ να το βάλουμε στο κρεβάτι του και μετά έπρεπε να στρώσουμε τραπέζι, να τους βοηθήσω για να καθίσουμε να φάμε.
Δωμάτιο δεν είχανε δικό μου να μου δώσουνε για να κοιμάμαι και με είχαν βάλει στην τραπεζαρία, αλλά ήταν η πρώτη φορά που κοιμήθηκα κι εγώ όταν πρωτοπήγα σε μαξιλαράκι με μαξιλαροθήκη και με σεντόνια. Στο χωριό μας δεν είχαμε σεντόνια, κοιμόμαστε με κουβερτούλες τις οποίες είχε φτιάξει στον αργαλειό η μάνα μου.
Κι έτσι συνεχίστηκε αυτός ο χρόνος, ώσπου μια μέρα μου λέει η αδερφή μου ότι εγώ θα φύγω για Αθήνα, θέλεις να έρθεις σε αυτό το σπίτι που είμαι εγώ. Γιατί έτσι λέει κανονίσανε ο πατέρας με την οικογένεια που μένω. Aλλά έχει ένα κοριτσάκι αυτή η οικογένεια, ήταν δύο χρόνια πιο μικρότερο μου οπότε υπολόγισα -ωραίο θα είναι-. Κι έτσι αναγκάστηκα να φύγω από το σπίτι, ήρθε ο πατέρας μου, συνεννοήθηκε με την κυρία αυτή. Κι έτσι η ζωή συνεχιζόταν πάλι από την αρχή. Εκεί ήμουνα μεγαλύτερη, ήμουνα 11 χρόνων πια.
Η κυρία αυτή δεν ήταν όπως ήταν η πρώτη κυρία. Η πρώτη κυρία με είχανε στο τραπέζι, τρώγαμε μαζί, παίρναμε πρωινό μαζί. Η άλλη το έπαιζε πιο αριστοκρατία, θέλανε την υπηρέτρια να είναι στην κουζίνα να τρώει, να μαζεύει τα πιάτα και μετά να τρώει αυτή.
Ο άντρας της ήταν καθηγητής, διορισμένος στην Πάτρα. Ήταν πολύ καλός άνθρωπος, δε μπορώ να πω. Η κυρία όμως ήταν πάρα πολύ σκληρή. Έπρεπε τις δουλειές να τις κάνουμε μαζί με την κυρία. Επειδή είχε πολύ καινούργια έπιπλα, πολύ καλά, πολύ αριστοκρατικά κι έπρεπε να είμαστε μαζί να μου λέει κάνε αυτό, κάνε αυτό, κάνε αυτό. Γιατί φοβόταν μην κάνω ζημιές. Υπηρέτρια, εδώ που τα λέμε τα πιο πολλά τα έκανε αυτή. Τι την θέλαν την υπηρέτρια δεν μπορώ να το καταλάβω! Έτσι για να λένε στον κόσμο ότι: «Να, έχει υπηρέτρια». Και το μόνο μου κακό ήταν που με έβαζε να γονατίζω, έπρεπε να πάρεις το σφουγγαρόπανο, να γονατίζεις, να πηγαίνεις γωνία- γωνία - γωνία και να σε βάζει να το κάνεις δύο φορές και τρεις φορές. Εκεί ήτανε η αποθέωση, που μου ερχόταν να της πετάξω τον κουβά στο κεφάλι.
Η ζωή που μου κάνανε εκεί, ας πούμε, δεν ήμουν τόσο ευχαριστημένη. Γιατί δε χόρταινα πολύ φαγητό, όπως ήθελα εγώ. Κι είχε η κυρία αυτή στην κουζίνα ένα μεγάλο σαν αρμάρι που τα λέγανε και έβαζε πάνω-κάτω πιάτα, από πάνω έβαζε τα γλυκά κι εβάζε είχε με διαφορά ότι γλυκό ήθελες. Ερχόταν κάνανε κάτι επισκέψεις κάτι κυρίες, τις κερνούσε τσάι, γλυκό, κουλούρια. Εγώ… δε μου έδινε. Κάποια στιγμή κι εγώ που έλειπε η κυρία κατεβάζω ένα - ένα το βάζο, έβαλα σε ένα πιατάκι κι από όλα τα γλυκά τα δοκίμασα και μετά από φαινόταν ότι λείπαν τα γλυκά, έπρεπε να το φέρω στα ίσια του να μην το καταλάβει. Και έριξα νερό σε όλα τα γλυκά και τις χάλασαν όλα τα γλυκά. Γιατί πιάσανε μούχλα τα γλυκά, όλα!
Με το που ήρθε και το ανακάλυψε με έβαλε τιμωρία, το μεσημέρι δεν μου έδωσε να φάω, αλλά επειδή ο άντρας της είναι πολύ καλός άνθρωπος μου έφερε φαγητό την ώρα που αυτή έφυγε το απόγευμα και πήγε βόλτα.
Κι έτσι συνεχίστηκε. Περάσανε ο καιρός, συνήθισα αλλά πάντα μου λείπανε οι δικοί μου, ο πατέρας μου ερχόταν κάθε έξι μήνες, τρεις μήνες, αναλόγως δηλαδή τα ψώνια που θα κάνανε για να περάσουν τη σεζόν τους. Και τον έβλεπα, καθόταν μία μέρα και μετά έφευγε. Και κάθε βράδυ στον ύπνο μου έκλαιγα, το μαξιλάρι μου γινόταν μούσκεμα.
Τέλος πάντων τελείωσε. Τον πρώτο καιρό αυτό και μετά έρχεται μια μετάθεση στον κύριο Καλλιμάνη κι έπρεπε να φύγουν για την Αθήνα. Τέλος πάντως ετοιμαστήκαμε να ξεκινήσουμε τη καινούργια μας ζωή στην Αθήνα.
Τώρα ήταν πιο κουραστική για μένα στην Αθήνα, γιατί ήμουνα πιο μεγάλη και με είχανε βάλει να κάνω πολλές δουλειές: πρώτον, να πηγαίνω να ψωνίζω πολύ μακριά. Μετά πήγαινα το παιδί στο σχολείο πολλές φορές το μεσημέρι και το πρωί να την πάω και να πάω το μεσημέρι να την πάρω, το μόνο που ήτανε έπρεπε να πάρω την τσάντα της, να την κουβαλήσω εγώ. Να μην κουραστεί το παιδί!
Την πήγαινε συνέχεια να μαθαίνει πιάνο, να μαθαίνει Αγγλικά. Και δεν την άφηνε να παίζει με το υπηρετικό προσωπικό. Κάποια απογεύματα με άφηνε να παίζω γιατί το ζήταγε η μικρή, επειδή αυτό ντρεπόταν να βγει έξω να παίξει με τα άλλα παιδιά κι εγώ είχα όλη τη διάθεση που έκανα φίλες, έκανα φίλους δηλαδή όλα τα παιδάκια με παίζανε παρόλο που ήμουνα εγώ το υπηρετριάκι και το κοριτσάκι ήτανε το αφεντικάκι μου.
Ένα απόγευμα είπε να παίξω κι εγώ με παιδάκια τα άλλα, ήταν της ήταν η εποχή τότε που παίζαν τα παιδιά όλα το κατακόρυφο, «έλα και εσύ» μου λένε «να το κάνεις, Ιωάννα». Εντάξει, άρχισα κι εγώ να κάνω την πρώτη… δεν πήγε καλά, κάνω τη δεύτερη πήγε καλύτερα, πάω να κάνω και την τρίτη και πίσω… ακριβώς πίσω μου ήρθε το κοριτσάκι της αφεντικίνας μου χωρίς να το καταλάβω… χωρίς να το καταλάβω καθόλου. Και του δίνω τόση δύναμη και του σπάω όλο το πρόσωπο εδώ μπροστά τη μύτη, το πρόσωπο -μεγάλη ζημιά- τα δόντια.
Εγώ με το που το είδα αυτό φωνάζω την κυρία. Αυτή με έβρισε -δεν θυμάμαι τώρα τι μου είπε- με έβρισε, παίρνει το παιδί και τον πάει στον ΩΡΛ που ήταν ο αδελφός της και το τρέχουν στο νοσοκομείο κι έμεινε το παιδί δύο μέρες μέσα στο νοσοκομείο.
Εγώ έτσι με την οργή τους φοβομουνα και μπήκα στο δωμάτιο και κλείστηκα μέσα, δεν μπορούσα να βγω γιατί έξω άκουγα συνέχεια να του λέει μόλις γύρισαν: «Δειρτην, δείρτην, δείρτην!». Κι όσο άκουγα εγώ έτσι, τόσο πολύ φοβόμουνα. Και το βράδυ που αυτοί πήγαιναν για ύπνο, σηκωνόμουν και πήγαινα τουαλέτα. Όλη μέρα ήμουν νηστική, ούτε να φάω τίποτα, έτρεμα.
Την άλλη μέρα το πρωί, με πετύχανε στον διάδρομο. Και θυμάμαι που μου έδωσε ένα χαστούκι, μα ένα χαστούκι. Όχι πολύ δυνατό, δεν με πόνεσε το πρόσωπο μου, με πόνεσε η καρδιά μου. Γιατί δε με είχε δείρει ούτε ο πατέρας μου, δε μου είχε δώσει δηλαδή χαστούκι ποτέ! Ούτε ο πατέρας μου. Ένιωσα τόση ντροπή, τόσο φόβο και τόση απέχθεια. Μου ερχότανε να τους να τους τα σπάσω όλα εκεί μέσα!
Εγώ ήμουν ήδη έτοιμη να σηκωθώ να φύγω. Γιατί άκουγα εκεί που λεγανε: «Να πάρεις τον πατέρα της, να πάρεις τον πατέρα της και να του στείλεις τηλεγράφημα να έρθει την πάρε, να έρθει την πάρει!». Ο πατέρας έστειλε τηλεγράφημα στην αδερφή μου. Πήρε τηλέφωνο και ήρθε η αδερφή μου η μεγάλη να με πάρει.
Όταν έφυγα δε τους μίλησα καθόλου. Κι έτσι πήγα στο χωριό και είπα: Δε θέλω να ξαναπάω υπηρέτρια. Τέλος.
Αλλά δε μπορούσα στην αρχή να ξανασυνηθίσω τα στρωσίδια μου, δηλαδή την κουβέρτα. Είχα ξεμάθει βέβαια. Δε μπορούσα να κάνω μπάνιο όπως έκανα στην Αθήνα. Σιχαινόμουνα και τα πάντα και το νερό που το πιάναμε από την βρύση και το είχαμε σε στάμνες. Ήταν όλα διαφορετικά.
Αν δεν είχα φύγει από το χωριό δεν θα είχα μάθει κι εγώ τη ζωή εδώ στην Αθήνα κι ίσως - ας πούμε- να μη μου κακό φαινότανε όταν ξανά γυρνούσα. Θα την είχα μάθει τη ζωή εκεί όπως ζούσαμε, ενώ μετά δεν μπορούσα και εγώ να ζήσω στο χωριό. Αναγκαστικά, δεν άντεχα άλλα ζούσα όμως.