Πρέπει να μιλήσω. Πρέπει. Ακόμα και με τις ελάχιστες αναμνήσεις που έχω. Αν τώρα που ζω ακόμα, αμφισβητεί κάποιος το ολοκαύτωμα, όταν θα φύγει κι η δική μου η γενιά, που δεν υπάρχει άλλη που να μαρτυρήσει, τι θα γίνει;
Γεννήθηκα τον Μάιο του 1939. Επειδή αργότερα έμαθα ότι ο χαρακτήρας του ανθρώπου διαμορφώνεται από την εμβρυϊκή κατάσταση και επειδή στη διάρκεια της εγκυμοσύνης της μητέρας μου ήταν τα προεόρτια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, υποθέτω ότι θα πρέπει να ποτίστηκα από την αγωνία της μάνας μου.
Μεγάλωσα σε ένα σπίτι που θυμάμαι πάρα πολύ αμυδρά κάπου στην περιοχή της Ανάληψης. Ήταν ένα σπίτι, παλιό σπίτι με πατώματα. Η πρώτη μου νομίζω ανάμνηση ήταν ένα στρογγυλό τραπέζι κι ένα κοριτσάκι να χορεύει ξυπόλητο στο τραπέζι κι από κάτω όλη η οικογένεια να χτυπάει παλαμάκια. Νομίζω ότι είναι η πρώτη μου εικόνα του εαυτού μου. Δεν θυμάμαι καθόλου που μας μάζεψαν σε γκέτο για να μας πάρουν.
Η πρώτη μου ανάμνηση ήταν σε ένα τρένο. Το τρένο ταξιδεύει. Εγώ είμαι ανεβασμένη σε κάποιο κιβώτιο, γιατί έβλεπα έξω.
Κάποια στιγμή, σταματάει το τρένο. Ήμασταν σε ένα κατασκεύασμα, δε μπορώ να θυμηθώ αν ήταν χτισμένο, αν ήταν toll. Ήταν ένα μακρύ κατασκεύασμα με κρεβάτια τρίπατα παντού κι επάνω-επάνω είχε ένα φεγγίτη. Είχαν χωρίσει τους άντρες από τις γυναίκες κι εγώ έμεινα με τη μαμά μου και τη γιαγιά μου. Εγώ ήμουνα στο τρίτο το κρεβάτι ακριβώς ακουμπισμένη στο φεγγίτη, αχυρένιο το στρώμα, εκεί περνούσα τη μέρα μου.
Η μαμά κι η γιαγιά φεύγανε γιατί πήγαιναν για καταναγκαστική εργασία. Με αφήνανε ξαπλωμένη, υπήρχε και ένα άλλο κοριτσάκι λίγο μεγαλύτερο από μένα, που υποτίθεται ότι θα με πρόσεχε, αλλά εγώ δε σηκωνόμουν από το κρεβάτι ποτέ, παρακολουθώντας τους κοριούς σε στρατιωτικό μηχανισμό, γιατί οι κοριοί, φαντάζομαι ότι δε θα το ξέρει κανείς σήμερα, πηγαίνουν 2-2 στον τοίχο, τους είχα μάθει απ’ έξω τους κοριούς.
Στο φεγγίτη μου απ’ έξω ήταν ένα στρατόπεδο ανδρών εργατών. Αυτό είναι η πιο ζωντανή μου ανάμνηση από τα στρατόπεδα. Έξω από αυτό το στρατόπεδο ήταν ένα κάρο, ένα τεράστιο κάρο με πλαϊνά από ξύλο και το σέρναν άλογα, πολύ βαθύ, πολύ μεγάλο. Τέσσερα άλογα, έξι άλογα, δε θυμάμαι. Δύο εργάτες από κάτω πετούσαν επάνω στο κάρο γυμνά, σκελετωμένα πτώματα εργατών. Όσοι είχαν πεθάνει, ένα, δύο, τρία, στο κάρο. Το κάρο γεμίζει. Γεμίζει, ξεχειλίζει. Ανεβαίνει επάνω στο κάρο ένας Γερμανός αξιωματικός με μαύρες δερμάτινες μπότες κι αρχίζει να πηδάει επάνω στα πτώματα, για να κάτσουν τα πτώματα και να χωρέσουν κι άλλα.
Δεν ξέρω τι κατάλαβε το κοριτσάκι αυτό από το φεγγίτη, αλλά έβαλα τα κλάματα. Και μάλιστα θυμάμαι την έκφραση: «Το παιδί φοβήθηκε, να βρούμε λίγο ζάχαρη». Πού να βρεις ζάχαρη; Ήταν είδος πολυτελείας. Αλλά μου ‘μεινε. Δε μπόρεσα ποτέ στη ζωή μου να βάλω μαύρη δερμάτινη μπότα. Αυτομάτως μου έρχεται ο αξιωματικός στο κεφάλι.
Μία μέρα ανεβάζω 40 πυρετό. Η μητέρα μου φυσικά τρελάθηκε. Δεν μπορούσε να μείνει δίπλα μου, έπρεπε να φύγει στη δουλειά. Σοφίστηκε κάτι, που όσο το σκέφτομαι περνώντας τα χρόνια, αμφιβάλλω αν εγώ θα είχα τη δύναμη. Ήταν ένας γιατρός μαζί μας στο γκρουπ των αιχμαλώτων, ο οποίος είχε τη συμπάθεια ολονών, γιατί ήτανε ο φύλακας-άγγελος ολονών. Πήγε στον γιατρό Αλαλούφ και του ζήτησε να της βγάλει, να της ξεριζώσει αυτό το νύχι χωρίς νάρκωση, χωρίς φάρμακα, χωρίς τίποτα.
Έτσι θα ήταν άρρωστη και θα μπορούσε μαζί να με έχει αγκαλιά, γιατί φάρμακα δεν υπήρχανε. Ο ένας με τη ζέστη του άλλου να γίνουμε κι οι δύο καλά ας πούμε. Και κρατώντας με αγκαλιά, η μία με την άλλη, γίναμε καλά κι οι δύο ας πούμε. Και ξερίζωσε το νύχι της. Από τον αντίχειρα, αυτό το νύχι. Το οποίο μου έμεινε σαν... Ακόμα η μητέρα μου έφυγε αρκετά μεγάλη. Και όταν της χάιδευα τα χέρια, αυτό το νύχι ήταν πιο σκληρό και πιο κυματιστό από τα άλλα νύχια και της χάιδευα τα νύχια κι έλεγα: «Ρε μάνα, θα μπορούσα εγώ να κάνω για το παιδί μου κάτι τέτοιο;»
Και επίσης αναμνήσεις που έχω πάρα πολύ έντονες είναι τα φυλάκια. Ήταν τα φυλάκια με τον προβολέα, τους στρατιώτες με τα όπλα και διπλός φράχτης με ηλεκτροφόρα σύρματα. Αυτοί οι φράχτες είναι χαρακτηριστικοί. Αυτά τα θυμόμουν πάρα πολύ. Ήταν ένας τόπος που δεν ξημέρωνε ποτέ. Δεν είχε φως της ημέρας. Εντάξει, να μην έχει ήλιο, το καταλαβαίνω. Δεν ξημέρωνε! Είχε ένα φως γκριζωπό με ένα ψιλοβρόχι, με ένα ψιλόχιονο κι ήταν οι κρατούμενοι με τις ριγέ τις στολές τους έξω στο απέλ και περιφερόταν οι Γερμανοί με τα σκυλιά, τους απαριθμούσαν αν ήταν εντάξει. Δεν μπορώ να θυμηθώ αν από το στρατόπεδο έχω άλλη εικόνα.
Ένα βράδυ ακούγονται φωνές, ακούγονται τα snell, raus, τα μόνα γερμανικά που μου μείνανε. Snell θα πει γρήγορα, raus θα πει, άντε να τελειώνουμε; Και μας φορτώνουν σε ένα τρένο, το οποίο τρένο κατά κάποιον τρόπο αγκομαχάει. Είμαι κάπως λίγο μεγαλύτερη πια, το θυμάμαι το τρένο. Κάποια στιγμή “τσαφ τσαφ τσουφ”, σταματάει το τρένο. Μες στη μαύρη νύχτα, μες στη μαύρη παγωνιά, χιόνιζε. Ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Μερικοί θαρραλέοι κατέβηκαν κι άνοιξαν πόρτες. Ήμασταν ολομόναχοι, χωρίς Γερμανούς και βέβαια όλοι ήταν, όχι απλώς μαγκωμένοι, κάπου περιμένανε να ‘ρθεί κανένας πύραυλος στο κεφάλι τους. Και ακούγεται, χλιμιντρίσματα ακούγονται αλόγων, άλλη γλώσσα, πάλι στρατιώτες με άλογα και ήταν ένας άλλος στρατός, ήταν ο ρωσικός στρατός. Μας απελευθέρωσαν οι Ρώσοι.
Μας πήγανε σε ένα γερμανικό χωριό κοντά εκεί το οποίο λεγόταν Tröbitz. Μας εγκατέστησαν σε μία μονοκατοικία. Οι Γερμανοί ιδιοκτήτες μένανε στο ισόγειο. Το θυμάμαι αυτό το σπίτι, είχε μία μεγάλη γούρνα μαρμάρινη, όπου πλένανε τα ρούχα. Ήταν κρεβάτια σχετικώς κανονικά. Αποταθήκαμε, δεν ξέρω πώς αποταθήκαμε ή μας παρέλαβε η UNRRA. Η UNRRA ήτανε τότε ένας οργανισμός που φρόντιζε για τον επαναπατρισμό των προσφύγων και μας διοχετεύει τον καθένα στον τόπο του. Είχαμε μπει σε ένα μαύρο αυτοκίνητο, μας είχανε δώσει και ρούχα.
Όταν λοιπόν μπήκα στο αυτοκίνητο με το παλτό του ενήλικα, της ενήλικης γυναίκας, το οποίο κρεμόταν από παντού, τα μανίκια, το πατούσα. Με τύλιξε όμως, ήταν ζεστό. Το κεφάλι ξυρισμένο. Θυμάμαι ότι εγώ είχα κολλήσει σε μία γωνιά του αυτοκινήτου και ξεκόλλησα, όταν μπήκαμε στη Θεσσαλονίκη. Θυμάμαι πάρα πολύ έντονα και το πράσινο παλτό, το τεράστιο πράσινο παλτό που ξεχείλιζε από πάνω μου, και το ξυρισμένο μου κεφάλι. Ντρεπόμουν που είχα γεννηθεί, ντρεπόμουν αφόρητα. Με ακολούθησε αυτό το πράγμα για πολύ καιρό.
Όταν ήρθε η ώρα να πάω στο σχολείο, ήμουνα ακόμα ξυρισμένη. Όταν βρέθηκα στην αυλή του σχολείου με ξυρισμένο κεφάλι, να μην ξέρω κανέναν, τα παιδιά να φιλιούνται μεταξύ τους, εγώ να είμαι η άσχετη των ασχέτων, ήτανε πολύ μοναχικό συναίσθημα, πολύ κρύο συναίσθημα, δε θα το ξεχάσω ποτέ. Αρχίζει η σχολική χρονιά κι αντιλαμβάνομαι ότι δεν ήμασταν και... Δεν μας περιμέναν και με ανοιχτές αγκάλες. Μόλις γινόταν κάποια αυτή στην τάξη: «Πού είναι η σβηστήρα μου;», «Πού είναι η ξυστήρα μου», ξέρω εγώ τι, «Εσύ την πήρες παλιο-Εβραία, παλιο-τσιφούτισσα!» Με αυτό μεγάλωσα.
Είχα ένα κοριτσάκι που ήταν συμμαθήτριά μου κι ήτανε η πιο φανατική από όλους, η πιο κακιά από όλους. Μία μέρα πιαστήκαμε στα χέρια, ματώσαμε, ξηλωθήκαμε, ξεσκιστήκαμε και πήγαμε από την οδό Κρήτης με τα πόδια να περάσουμε από το σπίτι της. Και φτάνουμε στο σπίτι της καταματωμένες κι οι δύο και βγαίνει η μαμά της στην πόρτα κι εκεί που περιμένω ότι θα μας κατσαδιάσει και τις δύο που μαλώσαμε, που ματώσαμε, βάζει τα χέρια στη μέση πάλι και λέει :«Γιατί γυρίσατε; Δεν καταλαβαίνω γιατί γυρίσατε! Γιατί δεν σας κάνανε σαπούνι Γερμανοί; Γιατί δεν σας κάνανε λάμπες οι Γερμανοί;»
Δεν κατάλαβα τι λέει. Γιατί εγώ δεν ήξερα ούτε για σαπούνια ούτε για λάμπες. Το μόνο που κατάλαβα είναι ότι έβαλα μία τρεχάλα με λυγμούς και έφτασα στο σπίτι μου. Είχα πάθει το σοκ της ζωής μου και ρωτούσα τι εννοούσε. Τι θα πει θα μας κάνει σαπούνια και λάμπες; Tι θα πει αυτό ας πούμε; Γιατί προφανώς οι γονείς μου δεν μου τα είχανε πει αυτά ας πούμε. Δεν είχε νόημα σε ένα παιδί που ήδη είχε περάσει τόσα πολλά. Όταν μου το είπε η μαμά της Πολυξένης, κατά κάποιον τρόπο ανάγκασα τη μαμά μου: «Τι θα πει αυτό;», δεν καταλάβαινα, «Ποιος να μας κάνει σαπούνι; Πώς γίνεται το σαπούνι;». Τότε το έμαθα.
Το Μπέργκεν-Μπέλσεν είναι στη βόρεια Γερμανία. Όταν μπήκα στα στρατόπεδα, ενήλικη πια, ήταν ένας εσωτερικός σεισμός. Δεν ξέρω πώς να το περιγράψω. Έχω κάνει πολλά ταξίδια με τον άντρα μου, πολύ ωραία ταξίδια. Αυτό ήταν το πιο συγκλονιστικό ταξίδι που έχω κάνει στη ζωή μου. Νομίζω ότι το χρωστούσα σε αυτούς που φύγανε και που δεν τους γνώρισα ποτέ. Το χρωστούσα στον παιδικό εαυτό μου και στους γονείς μου που πρέπει να πέρασαν την αγωνία του αιώνα με ένα μικρό παιδάκι με τόση ευαίσθητη υγεία.
Αυτό το ταξίδι, όταν γύρισα πίσω, ευχαρίστησα τον Θεό. Είμαι πάρα πολύ ευγνώμων που τίμησα με το δικό μου τον μικρό τον τρόπο, τον προσωπικό τον τρόπο αυτούς που φύγανε. Νιώθω σχεδόν ενοχές που δεν μπορώ να θυμηθώ περισσότερα, να βγάλω περισσότερο πόνο από μέσα μου, να θρηνήσω και αυτούς που κάηκαν εκεί μέσα, μόνο και μόνο γιατί είχαν μία άλλη θρησκεία. Δηλαδή, αν υπάρχει κάτι παράλογο σε αυτή τη ζωή!