Τότε μέναμε λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη, σε ένα προάστιο, Καρδία λέγεται. Κι ένα πρωινό, δεν οδηγούσα τότε, πήρα το λεωφορείο για να κατέβω Θεσσαλονίκη. Όταν μπήκα στο λεωφορείο, είδα ότι ένας νεαρός καθόταν στις τελευταίες θέσεις. Μου έκανε εντύπωση το βλέμμα του, ήτανε λίγο παράξενο, αλλά εκείνη την ώρα δεν έδωσα και πολλή σημασία.
Όταν φτάσαμε, πρώτη-δεύτερη στάση μετά από όπου πήρανε εμένα, ο νεαρός που καθότανε στις τελευταίες σειρές σηκώθηκε, έβγαλε ένα καλάσνικοφ, έβγαλε και χειροβομβίδα. Πυροβόλησε στον αέρα ψηλά κι είπε ότι καταλαμβάνει το λεωφορείο. Και κατέβασε κάποια άτομα, είπε: «Τα άτομα, μεγαλύτερης ηλικίας να κατέβουνε». Και κράτησε, τώρα δεν θυμάμαι ακριβώς, πόσα άτομα ήμασταν, δέκα;
Είπε στον οδηγό να πάμε σε ένα χωριό που ονομάζεται Σχολάρι. Ότι εκεί υπάρχουν κάποιοι αστυνομικοί που τον κατηγορήσανε άδικα, ότι του βάλανε κάποια όπλα στο σπίτι του, ότι βρήκανε τα όπλα και τον κλείσανε φυλακή κι ότι ήθελε να πάρει τους αστυνομικούς και να αφήσει εμάς. Πήγαμε στα σπίτια των αστυνομικών, οι οποίοι ήτανε βέβαια εξαφανισμένοι, κρύφτηκαν.
Μετά από εκεί, μας πήγε Θέρμη. Είχανε μαζευτεί δημοσιογράφοι. Σταμάτησε, δηλαδή έκανε στάση στη Θέρμη, πάλι πυροβόλησε στη Θέρμη με το καλάσνικοφ. Από τη Θέρμη μετά, πήγαμε στο Αστυνομικό Τμήμα της Θεσσαλονίκης, Δωδεκανήσου, και ζητούσε τον αρχηγό της Αστυνομίας. Πάλι ζητούσε τους αστυνομικούς, να του παραδώσουν τους αστυνομικούς για να αφήσει εμάς. Φυσικά δεν έγινε, δε δέχτηκαν.
Μας παίρνανε τηλέφωνο μέσα στο λεωφορείο και μας λέγανε αν μπορούμε εμείς, ας πούμε, να τον αφοπλίσουμε. Λέγανε ότι μπορεί η χειροβομβίδα να μην είναι αληθινή. Εμένα με είχε πάρει κι ο Διευθυντής της Αστυνομίας τηλέφωνο. Ε, και του είπα ότι: «Ο Φλαμούρ ζητάει δύο αστυνομικούς. Γιατί δεν του τους δίνετε τους αστυνομικούς, να αφήσει εμάς ελεύθερους;» Κι είπε: «Όπως καταλαβαίνετε, οι αστυνομικοί δεν δέχονται». «Ε», λέω, «εκείνοι δε δέχονται, αλλά εσείς κάτι δεν πρέπει να κάνετε;» Και μάλιστα του είχα πει ότι: «Αν η γυναίκα σου ήταν αυτή τη στιγμή μέσα στο λεωφορείο, τι θα έκανες;» Ε, δεν απήντησε.
Μετά ζήτησε 50 εκατομμύρια, τότε ήτανε δραχμές, 50 εκατομμύρια. Του ζητήσανε να αφήσει κάποιους για να του δώσουν τα χρήματα, αυτός δεν δέχτηκε. Μετά από εκεί, του είπανε ότι: «Θέλουμε χρόνο για να βρούμε τα χρήματα». Αυτός είπε ότι: «Το πούλμαν θα το πάρω και θα πάω Αλβανία, εάν δεν μου δώσετε τα χρήματα». Και ξεκινήσαμε από Θεσσαλονίκη, προς Αλβανία.
Πριν να φτάσουμε στα σύνορα, του δώσανε τα χρήματα. Αυτός είπε να μην μας ακολουθούν από πίσω η Ελληνική Αστυνομία. Είχε βραδιάσει, βέβαια. Εμείς του λέγαμε να ανοίξει τις πόρτες εν κινήσει ο οδηγός, να φύγει αυτός, αλλά εμείς θα συνεχίσουμε, θα φτάσουμε μέχρι τα σύνορα, να νομίζει η αστυνομία ότι είναι κι εκείνος μέσα και να φύγει. Αλλά δε μας πίστευε. Νόμιζε ότι εμείς θα τον καταδώσουμε.
Φτάνουμε σύνορα και δυστυχώς, η Ελληνική Αστυνομία άφησε να περάσει το πούλμαν στην Αλβανία. Όταν περάσαμε τα σύνορα και πήγαμε Αλβανία, οι Αλβανοί αστυνομικοί είπανε στους δικούς μας ότι: «Εσείς, πρώτα θα είμαστε εμείς, εσείς θα είσαστε πίσω». Μέχρι πριν να βγούμε από την Ελλάδα, δηλαδή, δεν πιστεύαμε ότι θα γίνει κάτι κακό. Ναι, μπορεί είχε το καλάσνικοφ, είχε την χειροβομβίδα, δεν ξέρω, νομίζαμε ότι κάπως θα το αντιμετωπίζανε, δηλαδή, θα μας βοηθούσανε. Όταν περάσαμε τα σύνορα, ε ναι, ήτανε… άρχισες κι έκανες σκέψεις ότι: «Ίσως δεν επιστρέψω πίσω».
Οι Αλβανοί μάς δημιουργούσανε προβλήματα στο δρόμο, δηλαδή βάζανε κλαδιά, προσπαθούσαν, ας πούμε, να βρούνε έναν τρόπο για να καθηλωθεί το λεωφορείο, αλλά αυτός μιλούσε, με συνεννόηση τούς έλεγε ότι: «Αν δεν ελευθερώσετε τον δρόμο, θα αφήσω τη χειροβομβίδα».
Όταν, πλέον ξημερώματα, φτάσαμε σε ένα μέρος --που μετά έμαθα ότι ήταν το Ελμπασάν-- το λεωφορείο σταμάτησε. Θυμάμαι απέναντι ότι έβλεπα έναν δρόμο με στροφές και πολλά αυτοκίνητα σταματημένα. Σκέφτηκα ότι κάτι θα γίνει εδώ, ας πούμε: «Γιατί τα έχουν σταματήσει τα αυτοκίνητα απέναντι μας;»
Πάλι οι αστυνομικοί του λέγανε να κατέβει, να ελευθερώσει, ας πούμε, κάποια άτομα κι ότι θα τον αφήνανε ελεύθερο. Εκείνος δε δεχόταν, μιλούσαν στα αλβανικά, δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τι λέγανε.
Κάποια στιγμή, άρχισαν να πέφτουν πυροβολισμοί απ’ έξω προς τα μέσα, προς το λεωφορείο. Ένα παιδί που ήταν μαζί με εμένα στο λεωφορείο, ο Γιώργος, φώναξε στον οδηγό: «Άνοιξε τις πόρτες!» Ο οδηγός ανοίγει την πόρτα, πετάγεται ο Γιώργος έξω, από πίσω ακολουθούσα κι εγώ. Αλλά κλείνει η πόρτα και τον Γιώργο τον σκοτώσανε οι Αλβανοί αστυνομικοί. Εγώ είχα τραυματιστεί, δεν ήξερα κι ακριβώς πού, γιατί είχα αίματα από τον λαιμό μου, έβλεπα έβγαινε αίμα, είχα βάλει τα χέρια στον λαιμό. Είχα πέσει στα σκαλιά, στην πρώτη είσοδο, μπροστά.
Οι Αλβανοί αστυνομικοί κάνανε νόημα στον οδηγό, άνοιξε τις πίσω πόρτες, μπήκανε μέσα, βγάλανε όλο τον υπόλοιπο κόσμο έξω από την πίσω πόρτα, αλλά εγώ ήμουνα μπροστά. Φορούσανε κουκούλες μαύρες, μόνο τα μάτια τους φαινόντουσαν. Μου κάνανε νόημα με τα μάτια ότι: «Αυτός είναι;» είχε μείνει μέσα κι ο Αλβανός. Κι είπα εγώ: «Ναι», έκανα «έτσι» με το κεφάλι μου, δηλαδή έγνεψα ότι: «Ναι, αυτός είναι».
Μπορούσαν να τον πιάσουνε, να τον συλλάβουν, δηλαδή, χωρίς να τον σκοτώσουνε. Κι εκείνη τη στιγμή βλέπω έναν από τους αστυνομικούς, τον πιάνει, βάζει το κεφάλι του στο απέναντι κάθισμα και το κρατάει με το γόνατό του και τον πυροβολεί στο κεφάλι και τον σκοτώνει! Μπροστά μου έγινε.
Μετά άνοιξε ο οδηγός την πόρτα, βγαίνω κι εγώ έξω και βλέπω τον Γιώργο μπροστά, γιατί δεν ήξερα ότι ο Γιώργος είχε σκοτωθεί. Ειλικρινά, εκείνη την ώρα μού φάνηκε, ενώ ήτανε ένα παλικάρι ψηλό, το είδα, δεν ξέρω, εκείνη την ώρα, σαν μωρό... Δηλαδή, δεν ξέρω πώς μου φάνηκε, ειλικρινά...
Μετά με πήρε ένας Έλληνας, αφήσανε τους Έλληνες και πλησιάσανε, ένας Έλληνας αστυνομικός και μάλιστα μου έβαλε ένα πανί στον λαιμό, γιατί πεταγότανε το αίμα, για να σταματήσει και με πήγανε στο πιο κοντινό νοσοκομείο. Το οποίο, εντάξει, δεν ήτανε νοσοκομείο αυτό. Είχα πάρα πολλά από θραύσματα, είχα χτυπηθεί και πάρα πολλά γυαλιά από μάλλον από τα τζάμια του λεωφορείου.
Μετά ήρθε ο Έλληνας ο Πρέσβης εκεί και μου είπε ότι έρχεται ελικόπτερο για να με πάρει, να με πάει στα Γιάννενα. Εμένα μου φάνηκαν αιώνες. Δεν ξέρω πόσες ώρες είχανε περάσει, γιατί έχανα πάρα πολύ αίμα, έτρεμα, δηλαδή κρύωνα πάρα-πάρα πολύ. Ε, κάποια στιγμή ήρθε το ελικόπτερο, με πήρε, με πήγαν στα Γιάννενα, με ράψανε και νοσηλεύτηκα δύο μέρες. Και μετά από τα Γιάννενα, πάλι με ελικόπτερο, με γυρίσανε στη Θεσσαλονίκη.
Εντάξει, ήτανε ένα γεγονός τραγικό κι έκανα καιρό να το ξεπεράσω. Δεν έμπαινα μετά σε λεωφορείο. Θυμάμαι είχα κατέβει στην Αθήνα, έπαιρνα το μετρό κι αν έβλεπα, ας πούμε, κάποιον που με κοιτούσε λίγο παράξενα, μου θύμιζε μάλλον το βλέμμα του Φλαμούρ, κατέβαινα κι έπαιρνα μετά άλλο μετρό. Δυσκολεύτηκα. Δυσκολεύτηκα. Δεν ήθελα να θυμάμαι αυτές τις στιγμές.
Ε, εντάξει, τώρα περάσανε αρκετά χρόνια, αλλά δεν ξέρω αν μπορούσε, ας πούμε, να τα χειριστούνε διαφορετικά τα πράγματα. Τουλάχιστον να μην είχε σκοτωθεί ο Γιώργος. Νομίζω κι ο Αλβανός. Θα μπορούσανε, ας πούμε, να τον συλλάβουν χωρίς να τον σκοτώσουνε, γιατί κι εκείνος θύμα νομίζω ότι ήτανε. Ναι, γιατί μας έλεγε ότι: «Θα περάσουμε από τα Τίρανα, θα πάμε στο δικό του το χωριό», ότι θα μας κάνει τραπέζι, γλέντια και τέτοια, ναι, με τα χρήματα που είχε πάρει.
Μιλούσαμε. Έλεγε ότι: «Κι εγώ είμαι θύμα». Εμείς του λέγαμε ότι: «Εμείς δε φταίμε όμως σε κάτι, να πάρεις αυτούς που σου κάνανε το κακό». «Αφού», λέει, «αφού δε μου δίνουνε αυτούς, θα πάρω εσάς. Κάποιος πρέπει να πληρώσει για αυτά», λέει, «που πέρασα εγώ μέσα στην φυλακή». Μας είχε πει ότι τον βιάσανε εκεί μέσα. Κι ότι τα όπλα, ας πούμε, που βρήκανε στο σπίτι του, του τα βάλανε άλλοι για να τον κατηγορήσουν, γιατί είχαν προσωπικά. Κι εμείς, ας πούμε, που το ζήσαμε, ξέρουμε ότι δεν έφταιγε εκατό τα εκατό. Βέβαια κι εμείς δε φταίγαμε. Ίσως με κάποιον άλλον τρόπο να προσπαθούσε να βρει το δίκιο του, αλλά δεν είχε ίσες ευκαιρίες, νομίζω, που θα μπορούσε να βρει το δίκιο του. Και πίστεψε ότι με αυτό τον τρόπο θα μπορέσει να βγει η αλήθεια. Αλλά δεν…