ΧΟΥΛΙΓΚΑΝ ΤΟ '80
ΧΟΥΛΙΓΚΑΝ ΤΟ '80
Περιγραφή
«Ντου», πορείες, ενέδρες και λιθοβολισμοί. Ο Γιάννης Πολιτάκος, ως έφηβος, συμμετέχει σε ομάδες χούλιγκαν τη δεκαετία του '80.
Φίλτρα
Συντελεστές
Έρευνα
- Γιώργος Παρίσης
Αφήγηση
- Γιάννης Πολιτάκος
Σχεδιασμός Ήχου
- Νικόλας Κωνσταντίνου
Επεξεργασία Ήχου
- Δημήτρης Παπαδάκης
Σκηνοθεσία Βίντεο
- Στέφανος Μπερτάκης
Η ηλικία μου είναι πενήντα πέντε χρονών, κοντεύω τα πενήντα έξι. Έχω γεννηθεί και ζω στην Αθήνα, στα Κάτω Πατήσια. Με τον αθλητισμό έχω ασχοληθεί μόνο με το ποδόσφαιρο, ερασιτεχνικά πάντα, από παιδί δηλαδή, ήτανε κάτι το αγαπημένο μου. Βέβαια, τότε ζούσαμε στις αλάνες. Και ξεκινήσαμε να παίζουμε δηλαδή στις γειτονιές, στα χωράφια, υπήρχαν τότε στην Αθήνα. Με τα χτυπήματά μας, με όλα τα σχετικά...
Αρχικά ήταν ομαδούλες της γειτονιάς, φτιαγμένες από παιδιά, με δικά μας χρήματα οι φανέλες. Μετά κάποια σουβλατζίδικα εκεί στη γειτονιά μας έβαζαν τα ρούχα, τα σορτσάκια, τις μπάλες, φορώντας εμείς τη φανέλα με το όνομα του μαγαζιού του εκάστοτε. Συμμετέχοντας σε μικρά τουρνουά τοπικά, δηλαδή στα Πατήσια, στα Σεπόλια, με παρόμοιες ομάδες παιδιών. Παίζοντας όχι πάντα έντεκα-έντεκα, γιατί δεν υπήρχαν ανάλογοι χώροι, αλλά έξι-επτά-οκτώ, ανάλογα πόσους χώραγε η αλάνα.
Εγώ υποστηρίζω την ομάδα του ΠΑΟΚ. Με αποτέλεσμα να είμαι Αθηναίος με ομάδα από τη Θεσσαλονίκη. Αυτό πάντα ήταν ένα πρόβλημα. Καταρχήν πρόβλημα για μένα, να μην μπορώ να χαρώ την ομάδα μου σε καλές στιγμές, γιατί συνήθως εκτός έδρας ήταν άσχημες στιγμές. Ταυτόχρονα, ήμουνα πάντα ένας αντίπαλος για όλα τα παιδιά στην Αθήνα. ΠΑΟΚ στα Πατήσια ε;
Με ενοχλούσε βέβαια το ότι έπρεπε βέβαια να είμαι ή Ολυμπιακός ή Παναθηναϊκός. Άρχισε να μ’ ενοχλεί αυτό το πράγμα, σε πολύ μικρή ηλικία. Κι έλεγα μετά όχι, δε θα είμαι τίποτα, θα γίνω Αιγάλεω, θα γίνω Πανιώνιος. Κάθε βδομάδα άλλαζα ομάδα! Εκείνα τα χρόνια βέβαια ο ΠΑΟΚ είχε μια πάρα πολύ καλή ομάδα, είχε τόσο καλή ομάδα, δηλαδή έκανε διασυρμούς, έκανε παιχνιδάρες, είχε σούπερ ομάδα. Μ’ άρεσε εμένα και λέω θα γίνω ΠΑΟΚ. Είδα ότι αυτό όλους τους τρέλανε και παρέμεινα ΠΑΟΚ γι’ αυτόν τον λόγο!
Φαντάρος είχα κάνει στη Σαλονίκη. Όταν έλεγα στη Σαλονίκη ότι είμαι ΠΑΟΚτζής στο στρατόπεδο, είναι σαν τους Έλληνες που επαναπατρίζονται! Που τους λένε οι εδώ τους λέμε ότι είναι ξένοι, κι έξω τους λένε ότι είναι Έλληνες. Το ίδιο συνέβη και σε μένα στη Θεσσαλονίκη! Δηλαδή τους έλεγα ότι είμαι ΠΑΟΚτζής και δε με πιστεύανε. Νόμιζαν ότι το κάνω για να μη μου κάνουνε καψόνι, ας πούμε.
Απέκτησα φίλους βέβαια, πολλούς. Κάποιους πολύ φανατικούς απ’ τη θύρα 4 του ΠΑΟΚ. Και μου κάνανε ολόκληρη υποδοχή στο γήπεδο, μου ‘χει μείνει αξέχαστο αυτό. Και την ώρα που μπήκα εγώ δεν έπεφτε καρφίτσα! Βρήκα εισιτήριο στη μαύρη αγορά. Το οποίο τελικά κακώς πλήρωσα γιατί σ’ ένα «ντου» βρέθηκα και μπήκα. Όχι καρφίτσα δεν έπεφτε, συγγνώμη που θα το πω, δεν χώραγε ο κώλος σου πουθενά, δεν υπήρχε τίποτα! Με βλέπει ένας, λεγόταν ο «Τζαμάλ», ήταν το παρατσούκλι του. Ήταν έτσι και παχύς, έτσι ευτραφής αρκετά, αλλά αρκετά γεροδεμένος. Και με το που με βλέπει, λέει: «Κάντε χώρο να κάτσει ο Αθηναίος!» Πόσο χώρο να κάνουνε, δεν χώραγε άνθρωπος σου λέω! Έβαλε μετά μια πιο άγρια φωνή και βρέθηκε μια θεσούλα, χώρεσα κι εγώ.
Είχα συμμετοχή ως χούλιγκαν στα ξεκινήματα. Αν και ήμουνα μαζεμένο παιδί. Αυτά είναι κάτι το οποίο δεν το ελέγχεις. Σταδιακά αλλάζεις. Βρέθηκα σε ένα στάδιο που πήγαινα γήπεδο κάθε Κυριακή. Παρακολουθώντας την ΑΕΚ, τον Παναθηναϊκό, εξαρτάται ποιο ματς μ’ άρεσε πιο πολύ, πήγαινα. Τότε υπήρχαν και τα λεγόμενα «ντου», δηλαδή για να μπούμε τζάμπα -δεν υπήρχαν και τα λεφτά για να βγάζεις κάθε Κυριακή εισιτήριο- να πηδήξουμε κάγκελα για να μπούμε μέσα και συμμετέχοντας, συνήθως κάθε Κυριακή, όπου υπήρχανε επεισόδια. Δηλαδή πού θα γίνουν επεισόδια; Εκεί. Ωραία, πάμε. Γιατί θα ‘χει «ντου», θα ‘χει πετροπόλεμο, θα ‘χει τέτοια πράματα.
Αυτά παρόλα αυτά που ήμουν από μια αυστηρή οικογένεια, δηλαδή φοβόμουνα μην το μάθει κι ο πατέρας μου, αλλά ταυτόχρονα τώρα θέλεις είναι τα νιάτα; Είναι η όρεξη για φασαρίες και για τσαμπουκάδες που λένε; Είχαμε δημιουργήσει μία παρέα η οποία λεγόταν «Σκίουροι». Ήμασταν μία παρέα από όλες τις ομάδες, οι οποίοι συμμετείχαμε τακτικότατα σε φασαρίες έξω απ’ τα γήπεδα. Καμιά φορά δερνόμενοι και μεταξύ μας.
Εμείς κάναμε και μία ανάρτηση ενός πανό στο γήπεδο Καραϊσκάκη. Τότε η Εθνική Ελλάδος παρουσίαζε μία κάκιστη εικόνα, με βαριές ήττες. Και παρουσιάσαμε ένα πανό το οποίο έγραφε: «Ως πότε πίκρες και ντροπές; “Σκίουροι”». Επειδή ταυτόχρονα εκείνο τον καιρό είχαμε γράψει και σε τοίχους εκεί κοντά στη γειτονιά μας «Σκίουροι» ξέρω ‘γω, το πήραν κάποιες εφημερίδες και λέει: «Ως πότε η αστυνομία θα τους έχει ασύλληπτους; Είχαν το θράσος να βγάλουν πανό στο γήπεδο;»
Βέβαια, το πράγμα είχε αρχίσει να ξεφεύγει. Αποχωρώντας μια φορά απ’ το γήπεδο της Ριζούπολης, απ’ τον Απόλλωνα, έπαιζαν Απόλλων-Παναθηναϊκός, πολύ κοντά στη Φιλαδέλφεια γινόταν το παιχνίδι ΑΕΚ-Καστοριά. Εμείς είχαμε πάει στη Ριζούπολη με τα πιο πολλά παιδιά. Αλλά ξέραμε ότι κάποια στιγμή θα βρεθεί ο κόσμος προς το τρένο, γιατί ήταν την ίδια ώρα οι αγώνες, προς το τρένο θα βρεθούν και οι ΑΕΚτζήδες και οι Παναθηναϊκοί. Που σημαίνει επεισόδια. Μαθαίνουμε στο ημίχρονο η ΑΕΚ κερδίζει ήδη 3-0. Άρα οι οπαδοί της στις αρχές του δευτέρου ημιχρόνου αποχώρησαν απ’ το γήπεδο, για να στήσουν καρτέρι στους οπαδούς του Παναθηναϊκού.
Φεύγοντας εμείς απ’ το γήπεδο και πλησιάζοντας προς τον Περισσό στο τρένο, μαύρισε ο ουρανός απ’ τις πέτρες! Δεν έχω ξαναδεί τέτοιο πράμα. Πώς βλέπουμε σε κάτι ταινίες; Μαύρισε ο ουρανός απ’ την πέτρα! Πώς μαυρίζει ο ουρανός απ’ τα δόρατα που πετάγανε; Έτσι έγινε κι εκεί. Με αποτέλεσμα να βλέπεις τις πέτρες και να μην ξέρεις. Μπρος; Πίσω; Πού να πας; Κάπου θα σε πετύχουν οι πέτρες, δεν υπάρχει περίπτωση, τόση πέτρα! Κυνηγητό μέσα στους δρόμους… άρχισε λοιπόν το πράγμα να ξεφεύγει.
Εγώ σ’ αυτά που βλέπουμε σήμερα... Όταν τα ‘κανα ‘γω ήταν τα ξεκινήματα αυτών που βλέπουμε σήμερα, τα οποία δυστυχώς είναι πολύ χειρότερα. Εμείς δεν είχαμε ραντεβού για μαχαιρώματα. Όμως υπήρχανε πάρα πολλές επαφές δηλαδή ξυλοδαρμών και ραντεβού για ξύλο. Αλλά ήταν μόνο για ξύλο ή για λιθοβολισμούς ή για τέτοια πράγματα, δηλαδή κυνηγητό. Δεν υπήρχανε ραντεβού για σκοτωμό. Αλλά αργά ή γρήγορα θα οδηγούνταν και σ’ αυτό. Όταν ένας σπάει ένα μπουκάλι, δεν το σπάει για να το θαυμάσει. Το σπάει για να το πετάξει σε κάποιον.
Μια φορά θυμάμαι ήταν ένας τελικός που έγινε στη Φιλαδέλφεια με τον Ολυμπιακό. Χάσαμε. Και κάνανε όλη τη διαδρομή από το κέντρο της Αθήνας με τα πόδια μέχρι τη Φιλαδέλφεια. Ορδές οπαδών. Δέχτηκαν επιθέσεις σε κάνα-δυο σημεία στη διαδρομή. Αλλά ήταν τέτοιες οι ορδές που απορώ ποιος έκανε απονενοημένη πράξη να επιτεθεί! Αυτοί ήτανε χιλιάδες κόσμου στο δρόμο, δηλαδή πού να πάνε; Και θυμάμαι ότι είχανε μικρά βανάκια, με τόνους πέτρες. Σου μιλάω για πολλές πέτρες!
Στο γήπεδο μπήκαν φυσικά, ποιο εισιτήριο τώρα, δεν συζητάμε για εισιτήρια. Με το που άνοιξε η πόρτα, μπήκανε μέσα χιλιάδες. Είχανε εισιτήρια, αλλά δεν ελέγχθηκε κανείς. Δηλαδή βάλανε τα σακιά με τις πέτρες μέσα. Είχαν πάει κάποιοι και τα ‘χαν βάλει αποβραδίς. Δηλαδή έρχονταν οργανωμένα για να γίνουνε δηλαδή άσχημα πράγματα.
Ο πατέρας μου κάθε Κυριακή, εκείνες τις Κυριακές που πήγαινα εγώ, δούλευε εναλλάξ ως φύλακας στην τράπεζα. Κυριακή παρά Κυριακή. Και τις Κυριακές που δε δούλευε, του ‘λεγα: «Θα πάω γήπεδο». Αλλά μου ‘λεγε: «Μη, όχι τακτικά πράγματα αυτά, γιατί βλέπω γίνονται φασαρίες και τέτοια». Πού να ‘ξερε! Και τις Κυριακές που δούλευε, έλεγα στη μάνα μου: «Μην το πεις, εγώ πάω γήπεδο». Και μία απ’ αυτές τις Κυριακές ήταν και η Θύρα 7. Που στη μάνα μου δεν υπήρχαν κινητά να την ειδοποιήσω ότι δεν πήγα γήπεδο. Κι ακούει η μάνα μου για νεκρούς και νομίζει ότι έχω πεθάνει κιόλας. Δεν ήξερε, έλεγαν ονόματα, δεν ήταν η σημερινή ενημέρωση. Κι όταν την ενημέρωσα μετά ότι είμαι καλά, μου λέει: «Δε θα σε ξανακαλύψω. Γιατί αν συνέβαινε κάτι, θα με σκότωνε ο πατέρας σου!»
Δε μου ‘τυχε να τραυματίσω άνθρωπο, πιστεύω. Μπορεί να τραυμάτισα κανέναν πετώντας καμιά πέτρα, που να μην το ξέρω. Θέλω να πιστεύω ότι δεν έκανα κάτι τέτοιο. Είχε αρχίσει όμως να ξεφεύγει, γιατί κάποια άλλα παιδιά είχαν αρχίσει να το εκμεταλλεύονται οικονομικά αυτό το πράμα. Το οποίο το ‘μαθα αργότερα. Έλεγαν λοιπόν ότι: «Είμαστε μια οργανωμένη ομάδα κι άμα θες να γίνεις μέλος, θα πρέπει να δώσεις λεφτά». Εγώ δεν το ήξερα αυτό. Το είχαμε ξεκινήσει εκεί στη γειτονιά, παρεΐστικα. Βέβαια, σιγά-σιγά χόντραινε, αλλά… Σταδιακά με ενόχλησε. Έμαθα ποιοι το κάνανε, με στενοχώρησε πάρα πολύ, αλλά λέω και επαγγελματικό χουλιγκανισμό; Πού είμαστε; Εκεί σταδιακά άρχισα να το κόβω λίγο αυτό με την παρέα.
Αποσύρθηκα απ’ αυτή την παρέα των «Σκίουρων» πρώτος. Πρώτος-πρώτος έφυγα και μάλιστα μου λέγαν τα παιδιά:
«Για δεν ξανάρχεσαι;»
Τους είχα πει: «Γιατί χοντραίνει το πράμα».
Δυστυχώς, κάποια παιδιά από κει κατέληξαν στα ναρκωτικά.
Πια δεν υπάρχει αγάπη γι’ αθλητισμό εκεί. Εκεί έχει φύγει η αγάπη για το ποδόσφαιρο, δεν υπάρχει, είναι άλλο πράγμα. Άλλο πάω να δω έναν αγώνα, μ’ αρέσει το ποδόσφαιρο, κι άλλο κάνω χουλιγκανισμό και πράγματα επικίνδυνα για την υγεία μου. Ευτυχώς, σταμάτησα από κει.