Όταν η δεύτερη φουρνιά των φίλων μου πήγανε φαντάροι εγώ έφυγα πήγα στον Πειραιά κι αποφάσισα να μπαρκάρω. Και το '78 το βαπόρι έφυγε από τον Πειραιά, το πλήρωμα ήμασταν δεκαέξι άτομα πιθανόν γιατί ήταν ένα ωραίο motorship, ήταν δύο χιλιάδες τόνους, δυόμισι, δανέζικο κι ήταν καινούριο το βαπόρι, οκτώ χρόνων. Το σκαρί του πολύ ωραίο αλλά ήταν μικρό για τόσο μεγάλα ταξίδια σαν αυτά που θα κάναμε.
Φορτώσαμε στον Πειραιά και σε μερικές μέρες βρεθήκαμε στο Πορτ Σάιντ, στη διώρυγα του Σουέζ. Εκεί αρχίσαμε να περνάμε με περίεργο τρόπο. Εγώ επειδή είχα ξαναπεράσει ήξερα τον κανονισμό. Περάσαμε με περίεργο τρόπο και κάναμε δύο μέρες να περάσουμε. Όταν βρεθήκαμε στην Ισμαηλία στο κάτω μέρος του Σουέζ της διώρυγας μας έδεσαν αναγκαστικά. Τρόφιμα στο βαπόρι δε μας φέρανε, ούτε νερό, τα καύσιμα είχαμε βάλει κι αυτό μου φαινότανε περίεργο.
Είχε βραδιάσει, ήταν επτά με εννιά ενδιάμεσα. Ξαφνικά είδα τα φώτα του βαποριού να κλείνουνε κι άκουσα την μηχανή που πήρε μπροστά με σβηστά τα φώτα. Μου φάνηκε ότι κάτι περίεργο συμβαίνει. Το βαπόρι ξεκίνησε full ahead, πρόσω ολοταχώς, κι άρχισε να βγαίνει από το λιμάνι. Όμως εκείνη την ώρα από περιέργεια ανέβαινα στην γέφυρα για να δω τι συμβαίνει.
Είδα απέναντί μου να έρχεται ένα πετρελαιοφόρο πεντακοσίων τόνων! Φανταστείτε τώρα ένα βαπορακι δύο τόνων να βλέπει απέναντι ένα, ένα ποντίκι να βλέπει ένα ελέφαντα, κάπως έτσι μετριότανε. Το βαπόρι ερχόταν καταπάνω μας. Είδα τον καπετάνιο να φωνάζει και τον ανθυποπλοίαρχο να φωνάζει στον πλοηγό να στρίψει όλο δεξιά. Πήρε όλο το τιμόνι δεξιά. Το βαπόρι πέρασε δίπλα μας, τα απόνερα μας πέταξαν μέχρι την άλλη άκρη της λίμνης, ήταν τόσο δυνατό τα απόνερα, ήταν λες βρισκόμασταν σε δέκα μποφόρ τρικυμία κι είδα ότι πήγαινε πρόσω ολοταχώς για να μη μας προλάβουν, για κάποιον λόγο. Τον λόγο τον κατάλαβα αργότερα.
Στον δρόμο αρχίσαμε να ξεμένουμε από τρόφιμα, να ξεμένουμε από νερό, πολλά περίεργα πράγματα συνέβαιναν. Η ηλεκτρική χάλαγε κατά διαστήματα, το κατώτερο πλήρωμα που ήταν οι ξένοι άρχισαν να έχουν πρόβλημα με τον λοστρόμο, οι άλλοι άρχισαν να έχουν πρόβλημα με τον καπετάνιο, άραγε κάτι συνέβαινε. Κατεβαίνοντας, άρχισαν να μου υποδεικνύουν τι πρέπει να δίνω και τι δεν πρέπει να δίνω στο πλήρωμα, τι πρέπει να πίνει και τι πρέπει να τρώει ο κάθε ένας, ταξιακά εννοώ.
Περάσαμε την Τανζανία και κατευθυνθήκαμε προς τη Μοζαμβίκη. Προορισμός ήταν η Μπέιρα. Η Μπέιρα είναι ένα λιμάνι το οποίο είναι πολύ χαμηλά και μετά πηγαίναμε για τη Νότια Αφρική. Όταν φτάσαμε εκεί, ήταν Χριστούγεννα. Στο βαπόρι δεν είχαμε τίποτα, δύο κονσέρβες, μακαρόνια, ό,τι να 'ναι, ρύζι… Κοντά στην Πρωτοχρονιά με φωνάξανε για να παίξουμε black jack, να παίξουμε 21, λόγω Πρωτοχρονιάς. Δεν είχε μείνει ούτε από μια μπύρα στον καθέναν κι έτσι ξεμείναμε κι από αλκοόλ, ξεμείναμε από όλα.
Όταν ξεφορτώσαμε πήγανε στο επόμενο λιμάνι, Μουντουάλα είναι το όνομα της, ένα μικρό χωριό με ένα μικρό λιμάνι, για να φορτώσουμε σουσάμι. Όταν ήρθε να μας πάρει λάντζα με το πλοηγό... Εκεί στέλνουν δικό τους άτομο και μας παίρνει πλοίαρχος και μας βάζει μέσα για μας βάλουνε να μας σταματήσουν ήπια επάνω στον όρμο. Όμως για να μην πληρώσουνε τον πιλότο ο καπετάνιος τους είπε ότι θα το βάλει μόνος του το βαπόρι μέσα.
Κάποια στιγμή, αντί να κάνει ανάποδα η μηχανή δεν έπεσε ανάποδα, γιατί φαίνεται ο πρώτος ήταν ατζαμής κι έτσι βρεθήκαμε πάνω, χτυπήσαμε πάνω στον ντόκο. Και το βαπόρι αυτό παρέμεινε μ’ αυτό το χτύπημα, το τσαλάκωμα και φορτώσαμε.
Ήρθε ο τροφοδότης του βαποριού για να μου φέρει, δεν είχε τίποτα να μου φέρει και μου έφερε ένα τελάρο με χόρτα κι έναν ροφό. Του λέω:
«Πού είναι αυτά τ’ άλλα τα τρόφιμα;»
Μου λέει: «Αυτά μου παρήγγειλαν».
Φορτώσαμε σουσάμι για Ιταλία, έτσι έλεγαν, πως αυτός ήταν ο προορισμός. Και ρώτησα τον καπετάνιο:
«Πού θα πάρουμε τρόφιμα;»
Και μου είπε: «Στη Μομπάσα».
Η Μομπάσα από εκεί ήταν τρεις μέρες έως τέσσερις.
Φύγαμε από εκεί. Την πρώτη μέρα έφτιαξα τον μισό ροφό για να μπορέσω να κρατήσω ζωντανό το πλήρωμα. Τη δεύτερη μέρα παρακολουθούσα ότι πηγαίναμε κόστα-κόστα, κοντά στις ακτές. Την επόμενη ημέρα αρχίσαμε πάλι να έχουμε προβλήματα με την ηλεκτρική. Άρχισα να κάνω αυτό που έκανα σε όλο το ταξίδι πάλι. Φόραγα ένα τζιν, αντί να φορέσω βαριά παπούτσια φόραγα ελαφριά, εύκολα, κι όλοι με ρώταγαν γιατί είμαι ντυμένος συνέχεια και το βράδυ.
Ένας Χιλιανός ήρθε στην καμπίνα μου κι ήρθε και ο ανθυποπλοίαρχος γιατί κατάλαβαν ότι κάτι συμβαίνει και βλέποντας τα δύσκολα -είχαν τσακωθεί κι αυτοί με όλους- ήρθαν να με ρωτήσουν τι θα κάνουμε. Τους έδειξα πάνω στο γραφείο που είχα το σημειωματάριο που κράταγα ημερομηνίες και καταστάσεις σαν αυτή που συνέβαινε με την ηλεκτρική κι άλλα πράγματα, διάφορα, τα οποία τα είχα καταγράψει με ημερομηνίες. Είδαν κοντά στο φινιστρίνι ότι είχα ρούχα μαζεμένα, με ρώτησαν τι πρέπει να κάνουμε και τους είπα να είναι ντυμένοι.
Την δεύτερη μέρα το βράδυ, είχε πέσει σούρουπο, η ηλεκτρική έπαθε ζημιά πάλι και σταματήσαμε. Οι ακτές δεν ήταν παραπάνω από ένα μίλι. Πήγα στο γραφείο μου κι έγραψα τα γεγονότα. Τη στιγμή όμως που έβγαινα έξω έγινε μπλακ άουτ, έσβησαν τα φώτα. Η ώρα περίπου ήταν δέκα και μισή περίπου, έντεκα παρά. Βγήκα γλήγορα έξω κι είδα καπνούς να έρχονται κάτω, από τη μηχανή.
Συνάντησα τον ανθυποπλοίαρχο, ο οποίος ήταν stand by. Του λέω: «Ανέβα πάνω να δούμε τι θα κάνουμε. Ανέβα και θα ανέβω σε λίγο». Ανέβαιναν κι οι άλλοι από την μηχανή, ο λαδάς, ο δεύτερος μηχανικός, δεν είχαν φώτα, είχαν ένα φακό κι ανέβαζαν και τον τρίτο μηχανικό λιπόθυμο. Τον ανέβασαν επάνω, τον άφησαν πάνω στην κουβέρτα. Εγώ έτρεξα στην καμπίνα να πάρω τα πράγματα μου και να τα πάω στις βάρκες. Πήρα τα πράγματα τα περισσότερα κι έφτασα στην μία τη βάρκα και βρήκα τον ανθυποπλοίαρχο.
Του λέω: «Να αρχίσουμε να κατεβάζουμε, να τις βάλουμε σε ετοιμότητα». Και ξανακατέβηκα γλήγορα κάτω για να δω τι κάνει ο τρίτος ο μηχανικός. Ο τρίτος μηχανικός, τον ανεβάσαμε πιο ψηλά και τον ξαπλώσαμε έξω στην κουβέρτα για να έχει οξυγόνο. Ξαναέτρεξα στην καμπίνα μου για να πάρω τα υπόλοιπα. Όταν έφτασα όμως εκεί, οι φλόγες είχαν έρθει στην καμπίνα μου.
Είχα πάει γληγορότερα κι είχα χτυπήσει όλες τις καμπίνες κι είχαν βγει όλοι έξω. Άλλος ήτανε με το σλιπάκι, άλλος ήταν με την μπλούζα, είχαν ήδη, είχαν ξαπλώσει να κοιμηθούνε. Ο ανθυποπλοίαρχος είχε βγάλει τους ιμάντες από τη μία τη βάρκα κι επειδή δεν είχε ρεύμα βάλαμε την μανιβέλα για να αρχίσουμε να την κατεβάζουμε, γιατί ρεύμα δεν είχαμε για να βάλουμε το μοτέρ. Αφού την κατεβάσαμε λίγο πήγαμε στην άλλη. Τη χαλαρώσαμε και τις σπρώξαμε δίπλα και τις πλαγιάσαμε στο βαπόρι, μια από εδώ, μια από κει.
Ο τρίτος ο μηχανικός ήτανε μέσα στη βάρκα. Εγώ εκείνη την ώρα θυμήθηκα- άρχισαν να κάνουν εκρήξεις πάνω στο βαπόρι, σκάγαν τα βαρέλια κι έτρεξα πάνω στην κόντρα γέφυρα. Πάω στη γέφυρα πάνω, του λέω:
«Καπετάν-Ηλία, τι θα κάνουμε;»
Μου λέει ο καπετάν-Ηλίας, μου λέει: «Να περιμένουμε, έχω δώσει mayday και περιμένουμε, αλλά δε μου απαντάνε».
Του λέω: «Αν δε σου απαντάνε, φέρε μου τα φυλλάδια όλα και τα διαβατήρια να τα πάω στις βάρκες που ‘χω τα άλλα τα πράγματα».
«Όχι, περίμενε λίγο, μη βιάζεσαι, για να δούμε αν μπορέσουμε, τι θα κάνουμε».
Του λέω: «Εμείς θα κατεβάσουμε τις βάρκες», του λέω, «κι εσύ κάνε αυτό που είναι να κάνεις».
Στο έβγα, στο δρόμο μου για τις βάρκες πάνω στο κατάστρωμα βρήκα τον λοστρόμο κι έτσι του τράβηξα μια κλωτσιά, γιατί τον είχα σε όλο το δρόμο άχτι και του είπα: «Να παρακαλάς να μη βγούμε έξω, γιατί άμα βγούμε στη στεριά, μαύρο φίδι που σ’ έφαγε!»
Πήγα με τον ανθυποπλοίαρχο τον Κερκυραίο, τον Σπύρο, κι αρχίσαμε να κατεβάζουμε τις βάρκες. Κατεβάσαμε τις βάρκες χαμηλά. Αυτοί λέγανε: «Να προσπαθήσουμε λίγο ακόμη να σβήσουμε την φωτιά». Η φωτιά ερχότανε, άρχισε να πέφτει μες στις βάρκες. Οπότε ο ανθυποπλοίαρχος πήγε στην μία τη βάρκα και στην άλλη εγώ.
Στη βάρκα που πήγα εγώ ήταν ο τρίτος, που ήταν λιπόθυμος. Είχε συνέλθει, αλλά ήταν ξάπλα. Μπήκαμε όλοι στις βάρκες, κατεβήκαμε. Κι όταν κατεβήκαμε και στην άλλη τους φώναξα από τη δεξιά μπάντα να πάρουμε αναφορά. Πήραμε αναφορά κι έλειπε ένας. Έλειπε ο δεύτερος μηχανικός.
Φόραγα την μπλούζα αυτή από την Βραζιλία. Την έβγαλα από τον καπνό και την έβαλα στο στόμα. Την έδεσα πίσω κι έπιασα την μπαρούμα να ξανανέβω πάνω. Ο τρίτος μηχανικός μου έλεγε: «Όχι, μην ανεβαίνεις, πέφτουν φωτιές! Σπρώξε, να σπρώξουμε τη βάρκα να φύγουμε!» Είχα πιάσει την μπαρούμα κι ανέβαινα, με έπιασε από τα πόδια και του έριξα μια κλωτσιά κι έπεσε μες στη βάρκα.
Ανέβηκα πάνω. Μόλις πέρασα την κουπαστή, στο κατάστρωμα βλέπω τον δεύτερο τον μηχανικό που έβγαινε, ήταν μουτζουρωμένος, είχε βγει μέσα από τον καπνό. Ερχόταν καταπάνω μου, του λέω: «Πήγαινε στην άλλη τη βάρκα, να είμαστε μισοί από εδώ, μισοί από εκεί». Σπρώξαμε τις βάρκες γιατί πέφτανε, από τις εκρήξεις έπεφταν πάνω στην βάρκα και μέσα στην θάλασσα έπεφτε φωτιά. Εκεί κάηκε το ημερολόγιο αλλά αυτοί δεν το γνωρίζαν, νόμιζαν ότι το έχω πάρει μαζί μου.
Ο λοστρόμος ήθελε να κάνει αυτός κουμάντο στη βάρκα. Ο ανθυποπλοίαρχος είχε μεγαλύτερο αξίωμα, αλλά επειδή δεν ήταν στη, στο γκρουπ αυτό της προδοσίας, ήθελε να κάνει αυτός κουμάντο. Και του ξαναείπα εκείνο το ανέκδοτο που του είχα πει στο κατάστρωμα, ότι: «Όταν θα βγούμε έξω... καλύτερα να μη βγούμε».
Οι άλλοι ξαπλώσανε, όλοι κοιμήθηκαν κι εγώ βάραγα κουπί, είχα μείνει σε αυτή την θέση. Είχε ένα κακό όμως το νότιο ημισφαίριο κι ο Ινδικός: όταν την ημέρα καίει ο τόπος, το βράδυ πεθαίνεις απ’ το κρύο.
Εκεί όμως που άρχισε να ξημερώνει, εκεί είδα στο βάθος, είδα ένα φως. Τους ξύπνησα, τους λέω: «Σηκωθείτε, βλέπω ένα φως, πρέπει να είναι πλωριαίο. Μήπως είναι τίποτα ψαροκάικα που βγαίνουν το πρωί για να μας...» Κι αρχίσαμε να ρίχνουμε καπνογόνα, φωτοβολίδες, ό,τι είχαμε το ρίξαμε στην θάλασσα.
Βαράγαμε κουπί από δύο στο κάθε ένα, για να μπορέσουμε να κρατήσουμε όσο μπορούσαμε τις βάρκες κοντά στην ακτή μέχρι να 'ρθουν να μας βρούνε. Μας βάλανε πάνω κι από εκεί κάναμε τέσσερις ώρες δρόμο μέχρι να μας βάλουν να φτάσουμε στο Νταρ Ες Σαλάμ.
Όταν ήρθαμε στην Αθήνα, η ώρα είχε πάει πέντε το απόγευμα. εγώ έφυγα και πήγα στο Χαλάνδρι, στο Χαλάνδρι στον φούρνο, στον κουμπάρο μου. Είχα χάσει δέκα κιλά, είχα μούσια και πήγα στον φούρνο για να τους πω ότι ήρθα. Δεν ήξεραν αυτοί ότι είχα ναυαγήσει. Κι ήτανε μια κουμπάρα μας, σκούπιζε κι εκείνη την ώρα είχε πάει προς το βάθος κι η πόρτα ήταν ανοιχτή κι έπεφτε το ηλιοβασίλεμα κι άρχισε να σκοτεινιάζει. Και γύρισε και με είδε. Και με είδε κι έκανε αυτό: «Α!» Τρόμαξε. Κάπως έτσι την άλλη μέρα πήγα στην εταιρεία.
Έπρεπε να πάρω τριάντα εφτάμισι χιλιάδες. Αλλά όταν συμβαίνουν τέτοια γεγονότα πρέπει η εταιρεία να σε αποζημιώσει, αυτά που έχεις χάσει κλπ. κλπ. κλπ. αυτά που λέει ο νόμος, εν ολίγοις. Έτσι, η εταιρεία μου είχε έτοιμα τα λεφτά. Κι ήμουν με μια φίλη, μια κομμωτήρια, πήγα με το αμάξι της. Και μου έδωσαν ογδόντα εφτάμισι χιλιάδες. Μου έφεραν τον κανονισμό, το pay off, όλα. Με αποζημιώσαν για να φύγω.
Τους λέω: «Πριν τα πάρω, γιατί με ζητήσατε να έρθω πρώτος να με πληρώσετε;» τους λέω εγώ.
«Ε να», λέει, «εσύ τράβηξες τα περισσότερα».
Λέω: «Πέστε μου γιατί με ζητήσατε», λέω, «γιατί», λέω, «πρέπει να πάρω αυτά τα λεφτά; Μήπως να πάω να ρωτήσω και στο υπουργείο».
«Πάρε τηλέφωνο από εδώ», μου λέει.
«Δε χρειάζεται», λέω, «θα πάρω».
Μου λέει η Άρτεμις: «Τι τους είπες; Δεν κατάλαβα».
«Δεν πειράζει», λέω. «Θα μάθεις».