Μία φορά σε κάθε αιώνα συνέβαινε συνήθως μία μεγάλη πανδημία, εμείς αυτά τα διαβάζουμε στα βιβλία της Ιστορίας, αλλά είχαμε την τύχη, αν θέλετε, να είμαστε εμείς που σ’ αυτό τον αιώνα βιώσαμε μία πανδημία, μία τόσο μεγάλη κρίση σε όλα τα επίπεδα.
Είμαι ο Νίκος. Είμαι ειδικευόμενος παθολογίας σ’ ένα επαρχιακό νοσοκομείο. Όταν ξεκίνησε όλο αυτό με τον Covid ήμουν φοιτητής ακόμα. Εγώ ξεκίνησα να εργάζομαι στο νοσοκομείο αυτό τον Ιανουάριο του 2021. Ήταν μια περίοδος που είχε αρκετά μεγάλη κίνηση, τόσο σε περιστατικά Covid, όσο και σε καθαρά περιστατικά, διότι ήταν χειμώνας και το χειμώνα υπάρχει πληθώρα περιστατικών όλων των ειδών. Σε εκείνη τη φάση ήταν που μπήκα και εγώ στη δουλειά κι άρχισα να δουλεύω.
Έβλεπα καθαρά περιστατικά, καθαρά παθολογικά περιστατικά και σταδιακά άρχισα να μπαίνω και να βλέπω και Covid ασθενείς. Και μπήκα ξαφνικά σε ένα περιβάλλον και έπρεπε να θεραπεύσω τους ανθρώπους που έχουν τη νόσο κι έπρεπε πρώτα να προστατεύσω τον εαυτό μου, αυτό ήταν κάτι που θυμάμαι ότι με άγχωνε όλη αυτή η διαδικασία.
Την πρώτη φορά που κλήθηκα μαζί με τον επιμελητή μου σε εφημερία να πάρουμε την απόφαση να διασωλήνωσουμε άρρωστο και δεν μου έχει τύχει περιστατικό τέτοιο κι ήμουνα μόνος μου εφημέρευα δηλαδή με άλλον έναν ειδικευόμενο που ήταν εξίσου καινούργιος με μένα. Και ξεκινάμε επίσκεψη και φτάνουμε σε έναν, ο οποίος ήταν πάρα πολύ βαριά. Λέμε τώρα εδώ σταματάμε και μένουμε σε αυτό το περιστατικό. Κι ήμασταν κι οι τρεις:«Τι κάνουμε τώρα; ποιον παίρνεις τηλέφωνο να έρθει;»
Η πράξη η σωτήρια για τον ασθενή είναι να τον διασωλήνωσεις, αλλά εκείνη την περίοδο το να διασωληνωθεί κάποιος ασθενής και να μείνει εκτός ΜΕΘ ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Γιατί το να πεις θα διασωλήνωσω κάποιον, μπορεί να το πεις, αλλά επί της ουσίας δεν είναι μία πράξη άμοιρη ευθυνών. Είναι μία πράξη επεμβατική που όταν κάποιος διασωληνωθεί και καταλήξει να βρεθεί σε μία μονάδα εντατικής θεραπείας μπορεί να έχει… να σωθεί από την άποψη του αναπνευστικού ίσως, αλλά να έχει ένα κάρο άλλα προβλήματα μετά, που δημιουργούνται μέσα σ’ ένα περιβάλλον μονάδας εντατικής θεραπείας.
Τέλος πάντων διασωληνώνεται ο άρρωστος και μένει στον εξάκλινο τον θάλαμο, μέσα στον εξάκλινο το θάλαμο, το οποίο είναι κακή εικόνα. Δεν υπήρχε άλλη λύση όμως. Κληθήκαμε τότε να παίρνουμε τηλέφωνο να συνεννοούμαστε με την αρμόδια υπηρεσία, να μας λέει λοιπόν υπάρχει μία κλίνη ΜΕΘ στο τάδε νοσοκομείο στη Θεσσαλονίκη, «Πάρτε τηλέφωνο να συνεννοηθείτε». Παίρναμε τηλέφωνο μας έλεγαν δεν υπάρχει. «Μα μου είπε η αρμόδια υπηρεσία ότι υπάρχει». «Δεν υπάρχει μου έλεγε», ο ΜΕΘίστας εκεί.
Έκλεινα. Ξαναέπαιρνα την ίδια υπηρεσία. Βλέπω ότι υπάρχει κρεβάτι στο δείνα νοσοκομείο στη Θεσσαλονίκη. Έπαιρνα στο δείνα νοσοκομείο στη ΜΕΘ να συνεννοηθώ. «Α, δεν έχουμε, κακώς σας είπαν». Να καταλήγω να έχω πάρει τηλέφωνο σ’ όλες τις ΜΕΘ στη Θεσσαλονίκη, να μη βρίσκω κρεβάτι για τον άνθρωπο. Μετα πολλά πήρα τη διευθύντρια μου τηλέφωνο, κλάφτηκα - ας μου επιτραπεί ο όρος - ο άνθρωπος βρήκε κλίνη ΜΕΘ μέχρι τη νύχτα δηλαδή είχε φύγει.
Διότι το να έχεις ένα διασωληνωμένο περιστατικό σε μία παθολογική κλινική δεν είναι κάτι απλό. Είναι βαρύ. Κάποια στιγμή προχωρώντας στην πανδημία νομίζω είχαμε φτάσει στο μάξιμουμ 60-70 νοσηλευόμενους ασθενείς. Πάρα πολλούς. Είχαν επιστρατευτεί ειδικευόμενοι χειρουργικής, γενικής ιατρικής, ιατροί άλλων ειδικοτήτων, είχαν επιστρατευτεί μαίες να εκτελούν νοσηλευτικές υπηρεσίες σε παθολογικά περιστατικά, μαίες, οι οποίες δεν έχουν την κατάρτιση και την τεχνογνωσία. Να έχουμε σαν παθολογική κλινική 5 διασωληνωμένους, που δεν ξέραμε πού να τους στείλουμε διότι οι ΜΕΘ είχαν κορεστεί πλήρως και δεν υπήρχε τρόπος να πάνε πουθενά αυτά τα περιστατικά.
Κάθε μέρα παίρναμε τηλέφωνο και αναζητούσαμε εκ νέου κρεβάτι. Κι αυτά τα περιστατικά, εφημέρευε για να τα φροντίζει ένας επιμελητής, ένας παθολόγος ή πνευμονολόγος. Ένας. Μ’ έναν ειδικευόμενο παθολογίας, κανείς δεν είχε την εμπειρία να φροντίσει αυτά τα περιστατικά σωστά. Εννοείται ότι ερχόταν κάποιος από τη ΜΕΘ κάθε μέρα κάποιες ώρες την ημέρα και τα έβλεπε, αλλά επί της ουσίας από πάνω τους ήσουν εσύ. Αν κάτι συνέβαινε έτρεχες εσύ, οι νοσηλεύτριες και αυτές είχαν άλλο γολγοθά.
Που ήταν σε κάθε βάρδια τρεις εφημερίες, στη ΜΕΘ ήταν τρεις νοσηλεύτριες για τα τρία διασωληνωμένα περιστατικά και στην παθολογική ήταν τρεις νοσηλεύτριες για πέντε διασωληνωμένα περιστατικά κι άλλους 30 ασθενείς με Covid, που δεν ήταν διασωληνωμένοι, αλλά υπήρχαν στην κλινική κι έπρεπε να φροντιστούν.
Αλλά τα διασωληνωμένα περιστατικά έχουν μόνιτορ από πάνω που καταγράφει τις ζωτικές τους λειτουργίες. Αυτά τα έχουν για να τα βλέπεις ανά πάσα στιγμή να είναι ένας άνθρωπος εκεί μέσα και να τα κοιτάει και να δρα αναλόγως. Εμείς αυτούς τους είχαμε σε ένα δωμάτιο, σ’ ένα κοινό θάλαμο όλους μαζί και πολλές φορές ο φόρτος εργασίας ήταν τέτοιος που δεν υπήρχε κανένας εκεί μέσα. Άρα τζάμπα τα είχαμε.
Κι ήταν η περίοδος εκείνη τώρα του χειμώνα, που περάσαμε, που αφήσαμε πίσω μας που τρέχαμε σαν μουρλοί. Ήθελαν έναν άνθρωπο από πάνω, αλλά άκουγες από παντού φωνές «Γιατρέ έλα εδώ, γιατρέ έλα εκεί, γιατρέ πάνε παραπέρα». Δεν μπορείς να είσαι συνέχεια εκεί μέσα. Ίσως ακουστεί σκληρό, αλλά πολλές φορές έκλεινα και τα αυτιά μου σε μερικούς. Όταν είσαι ένας στη βάρδια κι έχεις ένα νέο που πεθαίνει, που ψυχορραγεί, θα δώσεις προτεραιότητα εκεί. Δεν θα πας στον άλλο που πονάει η κοιλίτσα του ενδεχομένως. Μερικές φορές κλείνεις και τα αυτιά σου, για να μπορέσεις να εστιάσεις εκεί που πρέπει.
Εννοείται λόγω Covid δε δεχόμασταν με φυσική παρουσία να έρθει ο συνοδός. Ενημερώναμε τηλεφωνικά εν πάση περιπτώσει. Προσπαθούσαμε να το τηρήσουμε όσο ήταν δυνατόν. Να είσαι μόνος σου, να εφημερεύει και να χτυπάνε τα τηλέφωνα, δηλαδή να έχεις ενημερώσεις 40 συνοδούς και να έχεις να τρέχεις και για αρρώστους. Κάποιοι κάποιες μέρες δεν ενημερώνονταν για τον άνθρωπο τους, το οποίο είναι πολύ σκληρό, αλλά προφανώς βάζαμε προτεραιότητα στο να προστατεύσουμε την υγεία των ασθενών που νοσηλεύονταν. Το σημαντικό είναι να είσαι πάνω από τον άρρωστο κι όχι πάνω από το τηλέφωνο. Κι εννοείται και το συναισθηματικό κομμάτι μερικές φορές. Έφευγαν οι άνθρωποι με ένα κάρο προβλήματα αν έβγαιναν ζωντανοί. Πολλές φορές πέθαιναν κιόλας. Δεν έβγαιναν ζωντανοί.
Κάποια στιγμή πρέπει να είχαμε και κάποιο μάθημα στην ιατρική για το πώς θα αναγγείλεις θάνατο. Είναι μέρος της δουλειάς, είτε είσαι ειδικός, είτε είσαι ειδικευόμενος, είτε είσαι ένας αγροτικός κάπου. Δηλαδή πρέπει πάντα με ευαισθησία. Όταν ο άλλος σε κοιτάει στα μάτια και σου λέει: «Δηλαδή δεν θα ξαναδώ τη μάνα μου;» Όταν κάποιος πεθαίνει, έχοντας Covid, θάβεται με ειδικό πρωτόκολλο, δηλαδή σ’ ένα φέρετρο κλειστό, δεν τον ξαναβλέπεις τον άνθρωπό σου. Δυσκολεύει τον κόσμο. Είναι πολύ δύσκολο να το δεχτείς αυτό, ότι δεν θα ξαναδώ τη μάνα μου.
Και μετά υπήρχαν κι άλλα ζητήματα κοινωνικά, του τύπου ηλικιωμένοι άνθρωποι υπερήλικες που ήταν κι αυτοί σε άσχημη κατάσταση, ήξερες ότι η διασωλήνωση ενδεχομένως δεν θα τους ωφελήσει, μπορεί να τους δίνει μία μικρή ελπίδα, αλλά το πιο πιθανό είναι ότι δεν θα βγουν από αυτό κι από πίσω μετά υπήρχε κι ένα πιεστικό περιβάλλον, το οποίο απειλούσε με μηνύσεις άλλες φορές, γιατί ήθελε να διασωληνωθεί ο παππούς, άλλες φορές γιατί θεωρούσε το περιβάλλον ότι δεν θέλει να διασωληνωθεί ο παππούς.
Και στην Ελλάδα δεν υπάρχει, ένα σαφές νομικό πλαίσιο πολλές φορές που να σου πει εγώ ο γιος μπορώ να υπογράψω ότι δεν θέλω να διασωληνωθεί ο παππούς κι αυτό να έχει μια νομική ισχύ. Έβγαιναν από την εντατική και μηνύαν τον γιατρό που τον διασωλήνωσε. Δηλαδή είχαμε ένα έρθουμε αντιμέτωποι με τέτοιου είδους ηθικά διλήμματα.
Υπήρχαν περιστατικά για παράδειγμα ανδρόγυνα προσπάθησαν με οξυγόνα στο σπίτι, αντιβιώσεις και τα λοιπά. Ήρθαν αρκετά αργά στο νοσοκομείο, σ’ άσχημη κατάσταση. Διασωληνώθηκε η σύζυγος. Η κόρη μας παρακάλεσε να μην πούμε στον σύζυγο που ήταν στο δίπλα δωμάτιο ότι η σύζυγος διασωληνώθηκε. Την επόμενη μέρα διακομίστηκε, πήγε σε άλλο νοσοκομείο κι είχα εγώ το σύζυγο την άλλη μέρα να με ρωτάει: «Η γυναίκα μου είναι καλά; Η γυναίκα μου είναι καλά;»
Να το κοιτάς στα μάτια και να τον λες ψέματα αυτό τον άνθρωπο. Δεν μπορείς να πάρεις εσύ την ευθύνη, όταν σε παρακαλάει η κόρη και σου λέει θα βλάψεις τον πατέρα μου ψυχολογικά να μάθει ότι η μητέρα μου έπαθε αυτό. Δηλαδή υπήρχαν πολλά διλήμματα που είχαμε να αντιμετωπίσουμε.
Μου έκανε εντύπωση σε μερικούς ανθρώπους ότι, ενώ είχαν βαριά νόσο, μία μακρά νοσηλεία μέχρι την τελευταία στιγμή είχαν απόλυτη εμπιστοσύνη στα χέρια μας. Κι ο ένας από αυτούς, ο οποίος κατέληξε κιόλας ο άνθρωπος, μέχρι την τελευταία στιγμή μας υποδεχόταν στο δωμάτιο χαμογελαστός κι όταν φτάσαμε σε σημείο να του πούμε ότι: «Πρέπει να προχωρήσουμε διαφορετικά από δω και πέρα, πρέπει να διασωληνωθείς».
Μας χαμογέλασε και μας είπε: «Γιατρέ, εγώ σας εμπιστεύτηκα τόσο καιρό και θα προχωρήσουμε και σε αυτό». Κι ο άνθρωπος πέθανε την επόμενη μέρα, έκανε μία επιπλοκή, έκανε πνευμοθώρακα, ανακοπή και πέθανε την επομένη. Αλλά μέχρι τελευταία στιγμή ο άνθρωπος αυτός ήταν ευγενέστατος. Ευγενέστατος και χαμογελαστός. Έβλεπε με ελπίδα, όλο το δράμα του αυτό. Καμιά φορά έμπαινα και στη θέση τους κι έλεγα πως θα το αντιμετώπιζα εγώ όλο αυτό. Θαύμαζα το ψυχικό τους σθένος. Είναι συγκινητικό αυτό.
Με συγκίνησε μία γυναίκα περίπου 45 χρόνων με μικρά παιδάκια ανήλικα. Εφημέρευα στα επείγοντα κι έχοντας δει αρκετά περιστατικά, ήμουν σίγουρος ότι αυτή η γυναίκα δεν θα πάει καλά. Και θυμάμαι ότι πήρα τηλέφωνο πάνω στην κλινική τους είπα ότι «αυτή η γυναίκα, θα ανέβει πάνω πρέπει να ανέβει». Αερομετρικά είχε έρθει με 70 κορεσμό. Κάτω από 94, όταν βλέπουμε, χρειαζόμαστε κάποια υποστήριξη. Αυτή ήρθα με 70 κορεσμό. Πολύ χάλια. Την ανεβάσαμε πάνω στην κλινική, της έπαιρνα αέρια αίματος να βλέπω τον κορεσμό της.
Όταν έφτασε στο σημείο να διασωληνωθεί, την κατεβάσαμε σ’ ένα δωμάτιο ακριβώς απέναντι από το δωμάτιο που την είδα την πρώτη μέρα. Σα μία μεγάλη λιτανεία ήταν όλο αυτό. Δηλαδή κατέβηκε εκεί από όπου ανέβηκε και διασωληνώθηκε και με συγκίνησε ότι πριν διασωληνωθεί με κοίταξε, με μία ελπίδα. Δηλαδή, με κοίταξε στα μάτια και μου είπε ότι δεν θα με ξεχάσει κι ότι με ευχαριστεί. Ήταν πολύ συγκινητικό και ήταν λυπηρό, όταν βλέπεις νέους ανθρώπους να χάνονται.
Ευτυχώς το νοσοκομείο, που είμαι εγώ, δουλέψαμε σαν γροθιά, καταφέραμε να βοηθήσουμε κόσμο, μπορώ να πω, αρκετό κόσμο κι αντέξαμε και εμείς σε προσωπικό επίπεδο όλη αυτή την πίεση. Και βλέπεις και τον άλλον να το περνάει όλο αυτό μαζί σου και να δείχνει το ίδιο ψυχικό σθένος και την ίδια θέληση να πολεμήσει, θέλεις και εσύ να δώσεις τον καλύτερό σου εαυτό.
Εντάξει, έχεις πάρα πολλά να μάθεις σ’ όλους αυτούς τους τομείς. Να οργανώσεις καλύτερα την κοινωνία, να οργανώσεις καλύτερα ένα σύστημα υγείας, να οργανωθείς καλύτερα στις σχέσεις με τους συνανθρώπους σου. Μπορεί να υπάρχει μία κρίση, αλλά πρέπει να το δούμε σαν κάτι που ανοίγει ευκαιρίες, σε όλους αυτούς τους τομείς, για βελτίωση. Πιστεύω ότι βγαίνοντας από αυτήν θα έχουμε μάθει αρκετά, ώστε η επόμενη γενιά να αντιμετωπίσει την επόμενη πανδημία.