Σαν παιδάκι μεγάλωσα πάρα πολύ ωραία, με πολλή στοργή, αγάπη... Παίζαμε, ήτανε πολύ ξέγνοιαστα όλα, ήμασταν χαρούμενα παιδάκια. Ήτανε πάρα πολύ ωραία.
Είχαμε σχολείο στη γειτονιά μας, αλλά επειδή οι γονείς μας εργαζόντουσαν και μας μεγάλωνε η γιαγιάς μας, μας κρατούσε στο σπίτι, δεν μπορούσε να μας πηγαίνει. Κι έτσι, αναγκάστηκαν οι δικοί μας και μας πήγανε σε ιδιωτικό σχολείο, στο Ρέντη. Ερχόταν το σχολικό... Θυμάμαι τη γιαγιά μου που ερχότανε με το γάλα, γιατί δεν το ‘πινα, μέχρι τελευταία στιγμή που έκλεινε η πόρτα στο σχολικό, η γιαγιά με το γάλα να με κυνηγάει να το πιω!
Μετά, όταν πηγαίναμε στο σχολείο, θυμάμαι, καθότανε στην πόρτα του εκπαιδευτηρίου κάθε πρωί η διευθύντρια και της φιλούσαμε το χέρι, ένα-ένα, όλα τα παιδιά. Φορούσε κι ένα δαχτυλίδι... Νόμιζες ότι ήταν ένας καρδινάλιος κι όχι δάσκαλος! Aκόμα κοιτάζω στα μάτια μου και βλέπω το χέρι της και τη μορφή της: Ψηλή, λεπτή, γεροδεμένη γυναίκα, δεν την έλεγες και όμορφη, γλυκιά.
Σαν παιδάκι κι εγώ, όπως με έφτιαξε η φύση χωρίς να με ρωτήσει, με έκανε αριστερόχειρα. Από εκεί ξεκίνησαν τα βάσανά μου. Και μάλλον γεννήθηκα σε λάθος εποχή, γιατί τότε το αριστερό ήταν απαγορευμένο. Μόλις με είδε αυτή να γράφω με το αριστερό το χέρι, ερχότανε κοντά μου, μου χτύπαγε το χέρι με δύναμη με τον χάρακα ή με χαστούκια ή να μου τραβάει τα αυτιά ή το τσουλούφι και μου έλεγε: «Όχι με αυτό το χέρι! Με το άλλο, το καλό, το δεξί!» Όσες φορές και να μου το έλεγε αυτή, πάντα εγώ ξεχνιόμουνα κι έπιανα το χέρι πάντα να γράφω με το αριστερό εγώ. Προσπαθούσα να πιάσω το μολύβι... σαν ξερό, ένα ξερό πράγμα στα χέρια μου. Δεν μπορούσε να προσαρμοστεί το μολύβι με τα δάχτυλά μου.
Λοιπόν, εγώ μετά τι να προλάβω; Να γράφω με το αριστερό; Να ξαναμάθω από την αρχή, να γράφω με το δεξί; Να βλέπω στον πίνακα; Aπό ορθογραφία δεν έμαθα τίποτα. Από μαθηματικά δεν έμαθα τίποτα. Κι όπως καταλαβαίνετε, δεν ήμουνα καλή μαθήτρια. Κι όσο δεν ήμουνα καλή μαθήτρια, τόσο με τιμωρούσανε. Ξύλο! Απειλές, συνέχεια, απειλές: «Όχι με αυτό το χέρι, το κακό, με το άλλο, το καλό!» Εμένα όμως, το αριστερό μου χέρι, ήταν το καλό μου το χέρι...
Ένα πράγμα που θυμάμαι πάρα πολύ, είναι ότι με είχε σηκώσει στον πίνακα μια φορά. Εγώ ξεχάστηκα κι έπιασα την κιμωλία με το αριστερό. Μέγα έγκλημα! Μόλις με βλέπει, με πλακώνει στα χαστούκια και ξύλο και κατουρήθηκα στην έδρα. Κατουρήθηκα! Δεν άντεξαν τα νεφρά μου από τον φόβο μου και κατουρήθηκα επάνω μου.Την ντροπή που ένιωσα, δε λέγεται! Να κλαίω…. από επάνω να βγαζω δάκρυα κι από κάτω να κατουριέμαι... Μούσκεμα τα ρούχα. Και δεν μπορώ να θυμηθώ, εγώ αυτό το πράγμα το έκανα παράπονο στους γονείς μου; Ξέρανε οι γονείς μου τι τραβάω εγώ σε αυτό το σχολείο; Δηλαδή, και πληρώναμε και με δέρνανε...
Άρχισα κι έχανα τα μαλλιά μου. Τούφες-τούφες το κεφάλι μου είχε αδειάσει και φέγγιζε το κεφάλι μου. Κόντεψα να μείνω καράφλας. Φαίνεται γι' αυτό με κυνηγούσε η γιαγιά μου να μου δώσει το γάλα. Γιατί δε θα 'θελα να πιω, δε θα 'θελα να φάω. Είχα τάσεις εμετού, σφιγγόταν το στομάχι μου τι θα συναντήσω. Πώς θα περάσει η μέρα; Πώς θα κυλήσει; Πόσο ξύλο θα φάω; Και το ξύλο δε «βγήκε καθόλου απ’ τον παράδεισο». Απ’ την κόλαση βγήκε κι αυτά που λένε είναι βλακείες, ότι «βγήκε το ξύλο απ’ τον παράδεισο», της Βουγιουκλάκης. Να ρωτήσει εμάς εκείνα τα χρόνια, πώς ήτανε το ξύλο...
Λοιπόν, μια μέρα είχα σηκώσει πάρα πολύ πυρετό κι αναγκάστηκε να ανοίξει το συρτάρι της και να βγάλει το θερμόμετρο. Εν τω μεταξύ, εγώ καθόμουνα στα μπροστινά θρανία, με είχε βάλει εκεί να με βλέπει. Επιτήρηση. Η έδρα ήταν υπερυψωμένη. Λοιπόν, την ώρα που σηκώνεται αυτή από την έδρα, κάνει μια «έτσι» η έδρα και πέφτει κάτω μαζί με το τραπέζι κι έσπασε το χέρι της. Άλλο μίσος από εκεί... Γιατί εμένα πήγε να βάλει το θερμόμετρο, σε εμένα έπεσε. Και μετά από μέρες, έρχεται μια γυναίκα στην αίθουσα όταν κάναμε μάθημα, αυτή ήταν δεμένο το χέρι της με τον γύψο και της λέει: «Πώς το έπαθες αυτό;» Και σηκώνει, ρε παιδιά, το χέρι της... το δάχτυλό της το βλέπω ακόμα να με κοιτάζει: «Να αυτή, για αυτήν! Σηκώθηκα να της βάλω το θερμόμετρο κι έπεσα κι έσπασα το χέρι μου». Και γυρίσανε όλη η τάξη να με κοιτάνε, ένα μικρό παιδάκι. Σαν τον Κολοκοτρώνη που σηκώνει το χέρι του στο άγαλμα και δείχνει, έτσι με έδειξε!
Στο τέλος της χρονιάς, βγάζαμε φωτογραφία. Είχανε φτιάξει ένα θρανίο, από πίσω ένας μεγάλος χάρτης με τις τέσσερις εποχές και μας βάζανε μπροστά με ένα ανοικτό βιβλίο και με ένα μολύβι, να κρατάμε το μολύβι, ότι γράφουμε, και να γελάμε, να μας βγάζει ο φωτογράφος φωτογραφία. Λοιπόν, κάθομαι κι εγώ και εγώ πιάνω το μολύβι με το αριστερό το χέρι, μπροστά της! Τι ήτανε να το κάνω αυτό, Παναγία μου! Μου σκάει ένα χαστούκι μπροστά στα παιδιά, στους δασκάλους, στον φωτογράφο... μου γύρισε τη μούρη από την άλλη μεριά. Μου κοκκίνισε το μάγουλο. «Δε σου έχω πει να πιάνεις το μολύβι με το δεξί;» Μου ‘φυγε το μολύβι, μου φύγανε όλα απ’ τα χέρια. Εμένα το μάγουλο κατακόκκινο, να κλαίω, να τρέχουνε δάκρυα, να τρέχουνε μύξες, να θέλω μετά να βγω φωτογραφία... Και να μου λέει: «Σκάσε! Σκάσε! Σκούπισε τα μάτια σου! Έλα εδώ, κάτσε τώρα εδώ, παλουκώσου, να βγεις φωτογραφία! Εσένα θα περιμένουμε;»
Όταν τελείωσε η τάξη κι είχανε προβιβαστεί όλα τα παιδιά κι εγώ δεν είχα προβιβαστεί, την ντροπή που ένιωσα, θυμάμαι... Δεν ήθελα να βγαίνω έξω καθόλου. Ήτανε καλοκαίρι, ζέστη, κι εγώ δεν ήθελα να βγαίνω έξω γιατί ντρεπόμουνα, γιατί είχα μείνει. Δεν έτρωγα, δε γέλαγα, δεν έπαιζα...
Με τα χρόνια περάσανε, το ‘βγαλα το Δημοτικό, κουτσά-στραβά. Κι έτσι, δεν πήγα Γυμνάσιο. «Τι να κάνουμε, τι να κάνουμε;» Μάθαμε για μία σχολή ότι είναι στο Σύνταγμα και πήγα εκεί και τελείωσα μοντελίστ. Πήγα, έκανα κάποιες δουλίτσες, το σχέδιο μου τους άρεσε κι αυτά, αλλά τα βρίσκανε τα σχέδιά μου πολύ εξεζητημένα για εκείνη την εποχή, ήταν δύσκολο να το κάνουν από σχέδιο, να το κάνουν σε πατρόν. Κι έτσι, δεν προχώρησα και σε αυτό.
Εν τω μεταξύ γνώρισα και τον σύζυγο, παντρευτήκαμε, κάναμε τα παιδιά μας. Ο σύζυγος είναι κι αυτός αμφίχειρας. Που είχε κι αυτός τα ίδια προβλήματα, αλλά με τη μαμά του, τον έδερνε η μαμά του! «Όχι με το κακό το χέρι! Με το καλό το χέρι!» του ‘λεγε κι αυτουνού. Τα συζητάμε και τα θυμάται κι αυτός. Κι ο πεθερός μου κι αυτός αμφίχειρας κι ο αδελφός μου αμφίχειρας και το δεύτερό μου παιδί βγήκε αριστερόχειρας. Και το άφησα να είναι με το αριστερό κι έχει σπουδάσει κι είναι πρώτη σε όλα της και παρ’ όλο που είναι με το αριστερό.
Με λυπάμαι, αυτά που έχω περάσει. Και με λυπάμαι, γιατί να ‘χα τέτοια τύχη; Γιατί να βρεθώ σ’ αυτά τα χέρια, σ’ αυτήν τη γυναίκα; Γιατί μου σταμάτησε όλη αυτήν την εξέλιξη που μπορεί να είχα; Αλλά τώρα, που έχω μεγαλώσει, και λέω: «Μήπως της είχανε σφυρίξει κιόλας ότι ο παππούς μου ήταν αριστερός, στις εξορίες, της το είχανε σφυρίξει και τότε, ήτανε που σαν να με μίσησε;» Δεν ξέρω, γιατί με εμένα, μόνο με εμένα... Με τους αριστερούς, βασικά, πρέπει να το είχε και μάλλον μετά με τους αριστερόχειρες.
Τώρα είμαι αμφίχειρας. Τα έχω και τα δυο χέρια ίσα κι όμοια, δεν μπορώ να ξεχωρίσω. Όλες τις δουλειες τις εχω μοιρασμένες: Πιάνω τη βελόνα με το αριστερό, βελονάκι κάνω με το δεξί. Με το αριστερό κόβω με το μαχαίρι, με το αριστερό κόβω με το ψαλίδι. Σιδερώνω και με τα δύο χέρια. Είναι μπερδεμένη η κατάσταση. Πάρα πολύ μπερδεμένη. Γράφω με το δεξί τώρα, αλλά άμα θέλω, πιάνω και ξαναγράφω με το αριστερό. Πιάνω τον εαυτό μου ότι: «Τώρα θα γράψω με το αριστερό». Έτσι, μόνη μου στο σπίτι, όταν θέλω να γράψω κάτι. Δεν της το έκανα το χατίρι. Δεν το ξέχασα το αριστερό μου χέρι. Το καλό μου το χέρι! Παίρνω το μολύβι και λέω: «Τώρα εσύ θα γράψεις με το αριστερό, Πόπη. Γράψε με το αριστερό!»