Είμαι γεννημένος στην Κοκκινιά, Νίκαια, στις 16/6/1944. Η ημερομηνία που παραθέτω έχει σημασία.
Την ώρα που γεννήθηκα και διαπιστώθηκε ότι γεννήθηκε αγόρι, η θεία Πανδώρα, αδερφή του πατέρα μου, πήρε ένα μεταλλικό φαράσι, έκοψε το χερούλι και βγήκε στους δρόμους να πάει να το πει στον αδερφό της. Το φαράσι το έκοψε γιατί εκείνη την ημέρα οι γερμανοτσολιάδες είχαν μπλοκάρει την Κοκκινιά κι είχαν απαγορεύσει την κυκλοφορία.
Έτσι λοιπόν, μεταξύ πυροβολισμών πάνω από το κεφάλι της και ύβρεις από τους γερμανοτσολιάδες, κατόρθωσε να φτάσει στο μαγαζί του πατέρα μου. Είδε τον γερμανοτσολιά να είναι στην αυλή του μαγαζιού και να περιφέρεται, φώναξε το όνομά του. Φωνάζοντας λοιπόν «Κώστα, Κώστα», κάποιος που τον είχε αιχμάλωτο μέσα στο μαγαζί τον ρώτησε: «Ποια είναι αυτή ρε η πόρνη που φωνάζει;» «Είναι η αδερφή μου.» «Ρώτησε την, τι θέλει.» Ο πατέρας μου ρώτησε: «Τι θέλεις Πανδώρα;» Εκείνη απάντησε: «Γέννησε η γυναίκα σου κι έκανε αγόρι.» Ο γερμανοτσολιάς ακούγοντας αυτό του λέει: «Άντε ρε πούστη. Σου την χαρίζουμε γιατί γέννησες αγόρι». Έτσι λοιπόν του χαρίστηκε προφανώς η ζωή κι έζησα και μεγάλωσα με τον πατέρα μου δίπλα.
O πατέρας μου υπήρξε ο Καπετάνιος της περιοχής των Κιλικιανών. Έτσι λοιπόν έχοντας τη γενική ευθύνη της περιοχής ήτανε κι αυτός που έπρεπε να στήσει μία γιάφκα μέσα στο ποδηλατάδικο που είχε. Κάτω, υπήρχε ένα κοτέτσι και κάτω από αυτό το κοτέτσι είχε βάλει όποια πυρομαχικά και όπλα μπορούσε να κρύψει κι εκεί υπήρχε ένας πολύγραφος με τον οποίον εκτύπωναν διάφορα έντυπα.
Την ημέρα λοιπόν που τον είχαν μπλοκάρει οι γερμανοτσολιάδες, κάποιος από αυτούς βρήκε κάποια μουτζουρωμένα γυαλιά, προφανώς αυτά χρησιμοποιούνται στον πολύγραφο. Τον ρώτησε ο γερμανοτσολιάς: «Τι είναι αυτά ρε;» Εύστροφος ο πατέρας μου του απάντησε: «Πατριώτη εχθές είχαμε έκλειψη ηλίου και τα μουτζούρωσα για να δουν τον ήλιο οι γείτονες.» Αυτό το πίστεψε ο γερμανοτσολιάς κι έτσι πέρασε απαρατήρητο. Το ευτύχημα είναι ότι δεν βρήκανε την κρύπτη κάτω από το κοτέτσι. Εκεί θα γινόταν χαλασμός κυρίου.
Ο πατέρας μου με το ποδηλατάδικό του ανέπτυξε τα Αετόπουλα της περιοχής. Αυτό συνέβη γιατί τα παιδάκια μη έχοντας λεφτά πηγαίνανε και παρακαλούσανε: «Κύριε Κώστα να κάνω μία βόλτα, να το καβαλήσω λιγάκ.ι» Θέλανε κι αυτά μια χαρά. Έτσι λοιπόν, σε εισαγωγικά θα πω το εκμεταλλεύτηκε, και ξεκίνησε να γράφει διάφορα σημειώματα, να τα δίνει στα παιδάκια και να του λέει: «Πήγαινε στον κύριο Γιώργο, κύριο Γιάννη, κύριο Θανάση, να του δώσεις αυτό και να γυρίσεις γρήγορα.» Έτσι λοιπόν αναπτύχθηκαν κι έγιναν τα «Αετόπουλα» και με χαρά μετέφεραν τα μηνύματα χωρίς να τους υποψιάζεται κανείς ότι τα παιδάκια έχουν κάποιο μήνυμα για κάποιον άλλον.
Θέλω να πω ότι η αντίδραση των Νικαιωτών ήταν δυναμική. Είχαν οργανωθεί σε ομάδες κι όπου έβρισκαν χτυπούσαν τον εχθρό. Εχθρός ήτανε οι Γερμανοί στρατιώτες κι οι γερμανοτσολιάδες βέβαια. Η μάχη της Κοκκινιάς ήταν η αρχή του Μπλόκου της Κοκκινιάς γιατί στη μάχη της Κοκκινιάς οι Γερμανοί και οι ντόπιοι συνεργάτες τους κατανικήθηκαν. Έφυγαν νικημένοι. Άφησαν πίσω τους πτώματα, Ελλήνων, αλλά και δικά τους αρκετά.
Η οργάνωση των Κιλικιανών είχε ενημέρωση μέσω σύνδεσμου ότι θα γίνει μπλόκο στην Κοκκινιά από την 1η έως 30 Αυγούστου. Ο πατέρας μου, σαν επικεφαλής όπως προείπα, ενημέρωσε τους πάντες να εξαφανιστούν γιατί θα κάνουν μπλόκο οι Γερμανοί. Κάποιοι τον άκουσαν, έφυγαν. Οι υπόλοιποι δυστυχώς τους εκτέλεσαν.
Στην ομάδα των Αετόπουλων υπήρχε κι ο περίφημος καταδότης, ο Μπαντράνης. Ο Μπαντράνης λοιπόν ήταν ένα παιδί το οποίο καθημερινά το χλεύαζαν τα υπόλοιπα παιδάκια. Κάποια στιγμή ο πατέρας του, ο οποίος διατηρούσε καφενείο στο ύψος της Χαλκηδόνας, τον έστειλε και ντύθηκε τσολιάς. Όταν αυτός κατέβηκε ντυμένος τσολιάς είπε στους θαμώνες του καφενείου: «Τώρα όποιος θέλει ας τον πειράξει.» Ο Μπαντράνης, μιας κι ήτανε και ντόπιος Νικαιώτης, ήξερε το τι γινότανε με τα Αετόπουλα και πού κινούνταν. Γιατί και αυτός ήτανε Αετόπουλο κάποτε. Έτσι λοιπόν όταν έγινε το Μπλόκο της Κοκκινιάς ο πρώτος καταδότης ήτανε ο Μπαντράνης που γνώριζε τους πάντες και τα πάντα.
Όλα αυτά που εκτελέστηκαν δεν ήταν Αετόπουλα. Ήτανε και παιδιά τα οποία τον είχαν πειράξει κι αυτός έβγαλε το μένος του εναντίον των παιδιών, γιατί από αυτόν κρέμονταν η ζωή τους κι έτσι πέρασαν τη μάντρα όπου και εκτελέστηκαν. Εκείνη την ημέρα εκτελέστηκε ο Χατζηβασιλείου, ένας άντρας κοντά δύο μέτρα, ένα θηρίο, τον οποίον υπέδειξε ο Μπαντράνης.
Ο Γερμανός αξιωματικός τον σήκωσε όρθιο, του ζήτησε να καταδώσει, αυτός αρνήθηκε, παράλληλα καθησύχασε και τους υπόλοιπους που ήταν γονατιστοί στην πλατεία ότι: «Αδέλφια εγώ δε μιλάω, δεν θα προδώσω κανέναν.» Ο Γερμανός επέμενε. Κάποια στιγμή βρίζοντάς τον ο Γερμανός, ο Χατζηβασιλείου τον έφτυσε. Εκείνη τη στιγμή με τη ξιφολόγχη του τού έβγαλε το ένα μάτι. Ο Χατζηβασιλείου και πάλι τον έφτυσε, του έβγαλε και το δεύτερο μάτι και στη συνέχεια τον εκτέλεσε με το πιστόλι του. Όταν νεκρός έπεσε κάτω, ο Γερμανός στάθηκε προσοχή και τον χαιρέτησε στρατιωτικά. Αποδίδοντας φόρο τιμής στον μη προδότη της πατρίδας του.
Τελείωσε αυτή η οχλαγωγία με τις εκτελέσεις, με τις μανάδες να κλαίνε, με τα παιδιά να παρακαλάνε κι όλα αυτά τελείωσαν το απόγευμα, τότε ο ίδιος αξιωματικός, ο Γερμανός, ρώτησε τον Μπαντράνη: «Όλοι είναι κομμουνιστές. Εσύ τι είσαι;» και πριν προλάβει να απαντήσει τον εκτέλεσε κι αυτόν με το όπλο του.
Στο Μπλόκο της Κοκκινιάς εκτελέστηκαν 360 άτομα. Αυτά είναι καταμετρημένα και καταγεγραμμένα. Έκλαψε η Κοκκινιά, κλάψανε παιδάκια που χάσανε πατεράδες, κλάψανε για τους όμηρους που πήρανε και τους πήγανε στο Χαϊδάρι, κάποιοι από αυτούς δεν επέστρεψαν ποτέ από τα γερμανικά στρατόπεδα. Τα καμιόνια πέρναγαν μπροστά από το σπίτι και το άκουσμα που έχω από την μητέρα μου είναι ότι τα αίματα τα ρουφούσε το χώμα.
Λίγες μέρες μετά το Μπλόκο της Κοκκινιάς κατέβηκε η ΟΠΛΑ. Η ΟΠΛΑ ήταν το εκτελεστικό απόσπασμα του ΕΛΑΣ. Κατέβηκε λοιπόν η ΟΠΛΑ, μπήκανε στο σπίτι του Μπαντράνη, τους εκτέλεσαν όλους με σουγιάδες, τους έσφαξαν κι άφησαν μόνο ένα κοριτσάκι νεογέννητο, το οποίο ήταν στην κούνια. Δεν έζησε κανείς από την οικογένεια Μπαντράνη.