Ο ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΣΤΗ ΛΗΣΤΕΙΑ ΤΟΥ ΒΕΛΒΕΝΤΟΥ
Ο ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΣΤΗ ΛΗΣΤΕΙΑ ΤΟΥ ΒΕΛΒΕΝΤΟΥ
Περιγραφή
Ο διευθυντής της Αγροτικής Τράπεζας στον Βελβεντό Κοζάνης θυμάται το πρωινό της 1ης Φεβρουαρίου 2013, όταν ένοπλοι εισέβαλαν για ληστεία.
Φίλτρα
Συντελεστές
Έρευνα
- Παναγιώτης Ζαγοριανός
- Παναγιώτης Ζαγοριανός
Αφήγηση
- Γιώργος Καρακίτσιος
Δημιουργία Podcast
- Σταύρος Βλάχος
Σχεδιασμός Ήχου
- Δημήτρης Παλαιογιάννης
Επεξεργασία Ήχου
- Σπύρος Λυμπερόπουλος
Ήταν πρωτοφανές, δεν είχε ξανασυμβεί περιστατικό ληστείας στο χωριό. Το γεγονός έγινε στις 2 Φεβρουαρίου το 2013 στο κατάστημα της τράπεζας που δουλεύω.
Το πρώτο που αντιλήφθηκα ήταν ένας δυνατός ήχος από το σπάσιμο της τζαμαρίας. Τραντάχτηκε η όλη πρόσοψη, θεώρησα ότι κάποιο όχημα χτύπησε την τζαμαρία ή ότι έγινε σεισμός, δεν είχα συνειδητοποιήσει αρχικά τι έγινε. Με το που έπεσε η τζαμαρία κι είδα ένα πόδι, ένα παπούτσι να σπρώχνει τα τζάμια, εκεί κατάλαβα ότι πρόκειται για ληστεία.
Με το που κατάλαβα ότι είναι ληστεία, απευθύνθηκα στον κόσμο και στους ταμίες, τους είπα ότι: «Είναι ληστεία! Hρεμήστε, χαλαρώστε!»
Μπήκανε οι δράστες στο κατάστημα, είδα ότι είναι οπλισμένοι, βαρύ οπλισμό. Δεν είχα συνειδητοποιήσει αρχικά με τι ανθρώπους έχω να κάνω, αν είναι επαγγελματίες, αν είναι απελπισμένοι, άνεργοι, Έλληνες, αλλοδαποί. Αλλά με το που ξεκίνησαν να μιλάνε, εκεί βρήκα ψυχραιμία, μπόρεσα κι έλεγξα την κατάσταση, γιατί κατάλαβα ότι έχω να κάνω με άτομα που ήταν Έλληνες, μιλούσαν ελληνικά καλά, κατάλαβα ότι είναι άτομα μορφωμένα, ότι δεν είναι υπόκοσμος ή κάτι διαφορετικό. Και μετά μόλις, από κάποιες φράσεις, κατάλαβα ότι η ληστεία είχε να κάνει με τον αναρχισμό. Κάποιες κουβέντες που είπαν οι δράστες ότι: «Δε σας κλέβουμε εμείς, σας κλέβουν οι τράπεζες», εκεί κατάλαβα ότι τα κίνητρα δεν είναι μια απλή ληστεία.
Το πρώτο που ζήτησαν ήταν να ανοίξουμε χρηματοκιβώτια. Πήραν τα χρήματα από τον γκισέ, ζήτησαν να ανοίξουμε χρηματοκιβώτια, υπήρξε μια σχετική καθυστέρηση εκεί, πήραν χρήματα από το ATM. Από τη στιγμή που υπήρχε όπλο γεμάτο, όπλα μάλλον γεμάτα και μάλιστα το ένα ήταν οπλοπολυβόλο, ήταν απειλή.
Είχαμε άτομα τα οποία είχαν πανικοβληθεί, ήταν μεγάλης ηλικίας, κάποιοι έκλαιγαν, κάποιοι έτρεμαν και ζήτησα από έναν από τους δύο δράστες να αφήσει τον κόσμο ελεύθερο, να βγει ο κόσμος έξω. Άνοιξε την πόρτα κι άφησε τον κόσμο να φύγει, κράτησε μόνο τους υπαλλήλους. Εκεί χαλάρωσαν ακόμα περισσότερο τα πράγματα. Εκεί κατάλαβα ότι δεν κινδυνεύω.
Οι λέξεις που χρησιμοποιούσαν κι ο τρόπος που απευθυνόταν σε μένα, ήταν… δηλαδή ουσιαστικά απευθυνόταν όχι σε μένα προσωπικά, αλλά στην τράπεζα. Δηλαδή, μου έγινε κατανοητό ότι ακόμα και το «κωλο-διευθυντή» και «Μαλάκα διευθυντή» κλπ. που μου έλεγαν, ότι ουσιαστικά δεν απευθυνόταν σε μένα προσωπικά αλλά στον ρόλο που είχα εκείνη τη στιγμή. Δηλαδή, μπορεί να μην υπήρξε σωματική βία, αλλά από τη στιγμή που αισθάνεσαι ένα όπλο γεμάτο να σε ακουμπάει, δεν παύει να είναι μια μορφή βίας κι αυτή.
Έμειναν αρκετή ώρα στο κατάστημα, είδαν ότι δεν έχουν την πολυτέλεια χρονικά να μείνουν άλλο, επιβιβάστηκαν στο αυτοκίνητο κι έφυγαν. Όσο ήταν μέσα στο κατάστημα κι η αδρεναλίνη ήταν ανεβασμένη, κι υπήρχε κι ο έλεγχος. Μετά, όταν έφυγαν και χαλαρώσαμε, εκεί καταλάβαμε τι είχε συμβεί. Και βέβαια μέχρι να καταλάβουμε τι είχε συμβεί, εμφανίστηκε κι η αστυνομία.
Από κει και πέρα ανακρίσεις, η αστυνομία είχε έρθει για καταθέσεις και χωρίς να γνωρίζουμε αν έχουν συλληφθεί, αν έχουν αποδράσει, μας ανακοίνωσαν ότι έχουν συλληφθεί κάποιοι από αυτούς.
Και το δύσκολο κομμάτι είναι ότι έγιναν αρκετές δίκες, στις οποίες εγώ σε όλες ήμουν παρών κι έπρεπε να ‘ρθω αντιμέτωπος με αυτά τα άτομα, κάθε φορά. Υπήρχαν απειλές, ναι. Μέσα στο δικαστήριο.
Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι εξελίχτηκε μια ιδιόρρυθμη σχέση μαζί τους. Σκέψου ότι στην τελευταία δίκη, δύο από αυτούς είχαν αποφυλακιστεί κι ήταν στο μπροστινό έδρανο από μένα. Και σε κάποια φάση, όπως γύρισε ο ένας εκ των δύο να δει προς τα πίσω, του λέω:
«Τι γίνεται;»
Μου λέει: «Κάπου σε ξέρω. Πού έχουμε γνωριστεί, πού έχουμε βρεθεί;»
Του λέω: «Στον Βελβεντό».
«Στον Βελβεντό; Τι δουλειά, τι έχεις στον Βελβεντό;»
Λέω: «Είμαι ο διευθυντής που κάνατε τη ληστεία».
Και φυσιολογικά, η αντίδραση του καθενός... δηλαδή αυτός ήταν δράστης κι εγώ ο διευθυντής, η αντίδραση του δράστη που εγώ με τη μαρτυρία μου και τις κατηγορίες μου και τις κινήσεις μου, τον έστειλα εφτά χρόνια φυλακή, θα ήταν να υπάρξει ένα πάγωμα, ένα… Εκείνη τη στιγμή με αγκάλιασε και μου είπε:
«Τι γίνεται; Τι κάνεις; Πώς είσαι;», αν είσαι καλά.
Είναι γεγονός που σε σοκάρει, έτσι; Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορώ να πω τελικά ότι με άφησε κατάλοιπα ή κάποια προβλήματα, γιατί ίσα-ίσα, το αντίθετο, έδωσα από εκείνη τη στιγμή και μετά, έδωσα μεγαλύτερη σημασία σε κομμάτια της ζωής μου που έχουν να κάνουν με τον άνθρωπο και με τις χαρές της ζωής κι όχι με την καθημερινή ρουτίνα και τη δουλειά και τα σχετικά.