Αυτή ήταν μια μεγάλη έρευνα, αλλά θα μου επιτρέψετε μία εξαρχής διόρθωση. Είναι λάθος να τον αποκαλούμε δράκο, δεν είναι καθόλου βέβαιον ότι ήτανε ο «δράκος» του Σέιχ Σου. Με άλλα λόγια, ακόμα πιο απλά δεν είναι καθόλου βέβαιον ότι είναι αυτός ο οποίος τέλεσε τα φρικαλέα εκείνα εγκλήματα, τα οποία είχαν αναστατώσει τότε τη Θεσσαλονίκη.
Τα χρόνια εκείνα, τη δεκαετία δηλαδή από το ‘55 και μετά, η Θεσσαλονίκη αναστατώθηκε από τρομακτικά εγκλήματα, βίαια, τα οποία συνήθως περιελάμβαναν σεξουαλική κακοποίηση, βία σωματική και εκτέλεση τελικά των θυμάτων.
Τα τρομακτικά αυτά εγκλήματα ενώ άρχισαν από το περιαστικό χώρο του δάσους του Σέιχ Σου, κάποια στιγμή άρχισαν να γίνονται και μες στη Θεσσαλονίκη. Αυτό είχε ως συνέπεια ο αρχικός φόβος των Θεσσαλονικέων, να μεταβληθεί σε πανικό, σε τυφλό πανικό. Με την απίστευτη εικόνα που έκτοτε εγώ δεν την ξαναείδα σε καμία πόλη της Ελλάδος, να έρχεται 5-5:30 ώρα το απόγευμα και να νεκρώνεται η αγορά, να κλείνουν τα πάντα, με το φόβο της πιθανότητας αυτός ο δράκος, από εκεί πρωτοξεκίνησε αυτός ο όρος, αυτός ο δράκος να χτυπήσει πλέον και να σκοτώσει οποιονδήποτε σε οποιοδήποτε σημείο μέσα στην πόλη. Αυτός ο πανικός προκάλεσε και μια τρομακτική πίεση στην αστυνομία.
Δεν μπορούσε η αστυνομία να συλλάβει. Δεν μπορούσε. Υπό το κράτος αυτής της φοβερής πίεσης και του πανικού έβγαζε περιπολίες τα βράδια στους δρόμους και συνελάμβανε ανθρώπους, αρκεί να φορούσαν ένα πλεκτό μαύρο πουλόβερ, γιατί ένα από τα θύματα που επέζησαν περιέγραψε πως ο δράστης φορούσε πουλόβερ πλεκτό μαύρο. Πολύς κόσμος φορούσε πουλόβερ πλεκτό μαύρο και διανυκτέρευσε στα κρατητήρια της ασφάλειας εξαιτίας του πουλόβερ.
Μέσα σε αυτό το κλίμα λοιπόν, κάποια στιγμή ένας νεαρός ονόματι Αριστείδης Παγκρατίδης, έχοντας πιει οινοπνευματώδη ποτά πολλά, σχεδόν μεθυσμένος και με ελαφρά χρήση παραισθησιογόνων φαρμάκων γύρναγε στο σπίτι του 4 η ώρα το πρωί. Γυρνώντας λοιπόν στο σπίτι του πέρασε έξω από ορφανοτροφείο θηλέων, πήδηξε μέσα από ένα χαμηλό φράχτη και από ένα χαμηλό παράθυρο μπήκε μέσα και σε ένα θάλαμο που κοιμόνταν κάποια κορίτσια, ξάπλωσε δίπλα σε μία και τη χάιδευε. Αυτή ξύπνησε εγκαίρως, άρχισε να φωνάζει και τα λοιπά και αυτός, φοβισμένος και αυτός πήδηξε από το παράθυρο να φύγει.
Τη στιγμή εκείνη, περνούσε έξω ένας οδηγός του ΟΑΣΘ, των λεωφορείων της Θεσσαλονίκης. Είδε αυτόν να πηδάει από εκεί πέρα πάνω και άρχισε να τον κυνηγάει. Περιπολούσε εκείνη την ώρα και ένας αστυφύλακας, ο οποίος άρχισε και αυτός να τον κυνηγάει τον άλλον. Ε, κυνήγι και οι δυο μαζί, τέλος πάντων τον στρίμωξαν κάπου, τον πιάσαν. Και τον συλλαμβάνουν και τον οδηγούν στα κρατητήρια της ασφάλειας Θεσσαλονίκης.
Ο νεαρός αυτός, ο Παγκρατίδης δεν ήτανε καμία αθώα περιστερά. Ήτανε από μικρός στην πιάτσα, ήτανε αλητάκος κατά κάποιον τρόπο, μέχρι που διέθετε 10-12 χρονών, το υποχρέωναν το παιδί να διαθέτει το κορμί του για να του δώσουν μια φασολάδα ή ένα πιάτο φαγητό τέλος πάντων, αλλά μέχρι εκεί. Ήταν δηλαδή ένα χαμίνι, όπως λέγαμε τότε, του δρόμου.
Το μυαλό των αστυνομικών, η σκέψη τους, πήγε κατευθείαν στο ενδεχόμενο, στην πιθανότητα να είναι αυτός ο καταζητούμενος ως δράκος της Θεσσαλονίκης.
Και αρχίζει από εκεί και πέρα μία ανάκριση αυτού του ανθρώπου, έχοντας διοχετεύσει η αστυνομία ήδη στον τύπο ότι πιάστηκε ο δράκος. Πιάστηκε ο δράκος, πιάστηκε ο δράκος.
Ο κρατούμενος αυτός, μπορώ να σας πω με την ηπιότερη έκφραση δεν πέρασε καλά. Για ένα περιστατικό, της δολοφονίας μιας γυναίκας, του πήρανε σε δυο μέρες, πέντε διαφορετικές καταθέσεις. Στην πρώτη κατάθεση ομολογεί ο άνθρωπος αυτός ότι: «Ναι, βίασα και σκότωσα αυτή την παθούσα» τη γυναίκα, το θύμα. Ώσπου να τα πει όλα αυτά και υπογράφηκε κανονικά η κατάθεση, μάλλον η απολογία του, έρχεται το πιστοποιητικό από την ιατροδικαστική υπηρεσία ότι αυτή η κοπέλα βρέθηκε παρθένος. Πως τη βίασε; Τον βάζουν να δώσει δεύτερη κατάθεση. «Α ναι -λέει- ναι, ναι, το έκανα το έγκλημα, τη σκότωσα, αλλά δεν τη βίασα. Και τι έκανα; Εκσπερμάτωσα στο σώμα της». Δεύτερη κατάθεση αυτή.
Δεν περνάει ώρα και έρχεται δεύτερη απάντηση από το πανεπιστήμιο, δεν βρέθηκε ούτε ίχνος σπέρματος. Τρίτη κατάθεση λοιπόν «Ναι τη σκότωσα, αλλά ούτε τη βίασα, ούτε εκσπερμάτωσα, ούτε τίποτα». Αυτό κράτησε πέντε φορές μέσα σε μια μέρα. Δηλαδή τι σημαίνει αυτό; Αυτοί δεν κατέγραφαν το τι έκανε αυτός στην πραγματικότητα. Αυτοί κατέγραψαν ό,τι ήθελαν να είχε κάνει και όταν διαψεύδονταν ένα ένα, μέσα σε πέντε μέρες πήραν πέντε καταθέσεις.
Εκείνη την εποχή συνηθιζότανε οι αναπαραστάσεις των εγκλημάτων. Σε κάθε αναπαράσταση ο Παγκρατίδης έβρισκε και υπεδείκνυε κάτι που δεν το ήξερε κανένας, ούτε η αστυνομία. Για παράδειγμα, έλεγε: «Ξέρετε, σε εκείνο το βράχο, σε εκείνη την πέτρα 20 μέτρα μακριά έκρυψα έναν αναπτήρα». Έτρεχε, έτρεχε η αστυνομία, σήκωνε την πέτρα, έβρισκε τον αναπτήρα. «Συγκλονιστικό εύρημα». Την άλλη μέρα, την παράλλη, σε άλλη αναπαράσταση: «Σε εκείνο το δέντρο από κάτω πέταξα ένα πορτοφόλι». Έτρεχαν, έτρεχαν, το βρίσκαν το πορτοφόλι. Συγκλονισμένη η κοινή γνώμη. Απεκαλύφθη ότι την προηγουμένη μέρα εκάστης αναπαραστάσεως τον οδηγούσαν στο χώρο και γινόταν μια άτυπη, κρυφή ας το πω, δεν ξέρω τη λέξη, μια αναπαράσταση που δεν κατεγράφετο πουθενά. Και στην αναπαράσταση αυτή του υπεδείκνυαν τι θα έβρισκε την άλλη μέρα από τα κρυμμένα.
Όταν η υπόθεση αυτή έφτασε στο δικαστήριο υπήρχανε πάρα πολλά στοιχεία, ένας ογκωδέστατος φάκελος είναι, μεταξύ των οποίων και πάρα πολλά απαλλακτικά. Λοιπόν, σε αυτή τη δίκη, με επιμονή και συστηματικότητα απορρίφθηκαν όλα τα απαλλακτικά, όχι αφού τα είδαν, αρνήθηκε το δικαστήριο ακόμα και να τα δει.
Σε κάποιο έγκλημα εξ αυτών βρέθηκαν δακτυλικά αποτυπώματα κι η αρμόδια υπηρεσία απεφάνθη ότι αυτά τα αποτυπώματα δεν είναι του κρατουμένου, δεν είναι του Παγκρατίδη. Το δικαστήριο αρνήθηκε καν να διαβάσει αυτό το έγγραφο. Φεύγουμε από τα αποτυπώματα.
Σε όλα τα εγκλήματα επειδή δυστυχώς ήταν αιματηρότατα, η αλήθεια είναι αυτή, βρέθηκε αίμα παντού. Εγένετο η εξέταση του αίματος αυτού και υπάρχει χαρτί ότι δεν ήταν του Παγκρατίδη, δεν ήταν του Παγκρατίδη. Και όταν οι συνήγοροι του Παγκρατίδη επέμεναν να κληθούν ιατροδικαστές να διευκρινίσουν τι γίνεται με αυτό το αίμα, το δικαστήριο είπε: «Δεν έχει σημασία». Σε μία δε περίπτωση, στη νεκρή νοσοκόμα, στην παλάμη της βρέθηκαν μαλλιά, ανθρώπινα μαλλιά, τρίχες από μαλλιά, τα οποία μαλλιά δεν ήταν δικά της. Προφανώς λοιπόν στην πάλη της και στην απόγνωσή της την ώρα που πέθαινε άρπαξε τον δράστη από τα μαλλιά, του ξερίζωσε τα μαλλιά. Το πρώτο που κάναν οι συνήγοροι, ήτανε «τι απέγινε με τη σύγκριση αυτών των μαλλιών». Αποδεικνύεται ότι ο φάκελος με τα μαλλιά στη χούφτα της θανούσης είχε χαθεί, είχε χαθεί.
Ένα εκ των θυμάτων, Φωτεινή Τσαμπάζη ονόματι, σώθηκε. Αυτή είδε το δράκο κατά πρόσωπο, μίλησε με το δράκο. Και έρχεται και λέει στο δικαστήριο: «Αυτός δεν είναι -λέει- ο δράκος, δεν είναι αυτός που μου επιτέθηκε». Και την παράμασε ο πρόεδρος, και πήγε η μαρτυρία της εις τον κάλαθον των αχρήστων.
Ο πρόεδρος του δικαστηρίου όταν πια επέμεναν οι συνήγοροι στο να μην κάνουν πίσω στην διεκδίκηση των δικαιωμάτων του παιδιού αυτού, διέκοψε τη δίκη και άσκησε δίωξη κατά των συνηγόρων. Οι συνήγοροι κάποια στιγμή, βλέποντας που πάει αυτή η ιστορία, παραιτούνται, σηκώνονται απάνω και παραιτούνται, λένε: «Κύριε πρόεδρε παραιτούμεθα».
Επειδή στο κακουργιοδικείο και τότε έπρεπε να έχει δικηγόρο υποχρεωτικά ο κατηγορούμενος, το δικαστήριο διορίζει εξ επαγγέλματος έναν άλλο δικηγόρο, εξαιρετικό της Θεσσαλονίκης, τον Αριστείδη τον Κατσαούνη και του δίνει προθεσμία μιας-δυο ημερών ξέρω ‘γω να μελετήσει την υπόθεση. Έρχεται ο άνθρωπος αυτός, υπέβαλε ένα σωρό αιτήματα, τίποτα, τίποτα, τίποτα. Και έρχεται η ώρα της απολογίας.
Όταν ήρθε η ώρα να απολογηθεί ο Παγκρατίδης, ο Κατσαούνης κάνει έναν πίνακα όλων των αιτημάτων που είχαν απορριφθεί, και σαν ύστατη, μια τελευταία, ύστατη προσπάθεια υποβάλει ξανά τα αιτήματα αυτά στο δικαστήριο. Απορρίπτονται όλα, όλα, ούτε ένα δεν έγινε δεκτό, τα πάντα απορρίφθηκαν. Ξανά πάλι.
Ήρθε η ώρα απολογίας του κατηγορουμένου και σηκώνεται και δεν απολογήθηκε. Επέλεξε, λέει: «Τι να απολογηθώ;». Δηλαδή αγράμματο παιδί ήταν, αλλά κατάλαβε «Τι να απολογηθώ;»
Έρχεται η ώρα του εισαγγελέα, να κηρυχθεί ένοχος ή όχι. Για τέτοια τρομακτικά εγκλήματα και για τα χρόνια εκείνα η ποινή ήτανε χωρίς συζήτηση θανατική. Και προτείνει την ποινή της ισοβίου καθείρξεως. Αυτό θα πει ό,τι δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι τα έκανε ο άνρθωπος αυτός, ας τον βάλουμε στη φυλακή τώρα αφού τον βρήκατε ένοχο, ας τον βάλουμε στη φυλακή, να μην τον σκοτώσουμε, με την προοπτική μπας και στο μέλλον βρεθεί κάτι, και τα λοιπά και τα λοιπα.
Και έρχεται η ώρα της ψήφου. Καταδικάζετε λοιπόν στη θανατική ποινή παρά την πρόταση του εισαγγελέως για ισόβια κάθειρξη, πράμα που σημαίνει βέβαιη εκτέλεση, βέβαιη, γιατί δεν υπήρχε δεύτερος βαθμός. Και έρχεται η μέρα της εκτελέσεως, περνάει ο καιρός και τον σκοτώνουν τον άνθρωπο. Μια, ένα εκτελεστικό απόσπασμα εκτελούν τον Παγκρατίδη. Εδώ τελείωσε η ιστορία. Αμ δεν τελείωσε.
Περνάνε δυο χρόνια από την εκτέλεση του Παγκρατίδη και κάποια στιγμή συλλαμβάνεται ένας κακοποιός με βαριά εγκληματικότητα, ο οποίος και αυτός βαρυνόταν με τέτοιου είδους εγκλήματα, αρτεργάτης σε ένα χωριό έξω από τη Θεσσαλονίκη. Τον πιάνει η ασφάλεια και αρχίζει να τον ανακρίνει, γυρνάει και λέει στους 2 αξιωματικούς της ασφάλειας τότε: «Ωραία, τελειώσαμε τώρα. Πάρτε χαρτί και μολύβι να σας πω ποιος έκανε και τα εγκλήματα του Παγκρατίδη, που στείλατε -λέει- τον άνθρωπο στον άλλο κόσμο».
Οι άνθρωποι αυτοί, αντί να συνεχίσουνε αμέσως την απολογία, τα χάσανε και ζητήσαν οδηγίες από το διευθυντή της αστυνομίας. Ο διευθυντής της αστυνομίας δεν ξέρω με ποιους επικοινώνησε, και έρχεται η διαταγή από πάνω «Κλείστε την ανάκριση όπως είναι. Σταματήστε την ανάκριση όπως είναι αυτού του ανθρώπου». Και είναι το μοναδικό ίσως στα παγκόσμια χρονικά περιστατικό, να θέλει ο κρατούμενος να ομολογήσει κακουργήματα και να του το απαγορεύει η αστυνομία. Και το πνίξανε τότε κατά το δη λεγόμενον και αυτός ο οποίος έκανε πράγματι τα εγκλήματα, τιμωρήθηκε βέβαια για τα δικά του. Και του Παγκρατίδη τα εγκλήματα τελειώσαν έτσι.
Θα μπορούσε κάποιος να πει, βρε κύριε Λογοθέτη μπορεί οι πληροφορίες σας να ήταν λάθος, μπορεί να παρανοήσατε, μπορεί, μπορεί, μπορεί.
Ένας ηλικιωμένος άνθρωπος, ψηλός έτσι ευσταλής και τα λοιπά ήρθε στο γραφείο μου. Μπαίνει μέσα ο άνθρωπος, λέει: «Ξέρετε -λέει- εγώ ποιος είμαι κύριε Λογοθέτη;». Λέει «Εγώ είμαι ο υπομοίραρχος, ο τότε υπομοίραρχος, νυν αντιστράτηγος της αστυνομίας -είμαι ο ανακριτής -λέει- του πραγματικού δράκου. Και δε θέλω κι εγώ να φύγω από αυτό τον κόσμο με αυτό το φοβερό βάρος στη συνείδησή μου».
Αλλά εγώ πιστεύω ότι υπάρχει μια τιμή για έναν άνθρωπο ακόμα και μετά το θάνατό του. Δηλαδή ένα παλιόπαιδο, ένα χαμίνι όπως λένε, ένα παιδί του δρόμου το οποίο το ρήμαξαν και το σκότωσαν στο τέλος, αισθάνομαι μέσα μου χωρίς να μπορώ να αποδείξω εννοείται τίποτα, ότι κατά κάποιον τρόπο ήταν ένα λιθαράκι ή ένας μεγάλος λίθος στην αποκατάσταση του ονόματος ενός παιδιού που σκοτώθηκε με αυτόν τον τρόπο. Το σκότωσε η πολιτεία με αυτόν τον τρόπο.