ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΩΣ, ΕΧΩ ΚΑΙ HIV
ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΩΣ, ΕΧΩ ΚΑΙ HIV
Περιγραφή
Όταν ο Αντώνης έλαβε θετικό τεστ, θέλησε να είναι ανοιχτός και να το λέει. Η κοινωνία, όμως, δεν ήταν έτοιμη για κάτι τέτοιο.
Ανήκει στη Συλλογή
7 Podcasts
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΔΟΧΗΣ
Φίλτρα
Συντελεστές
Αφήγηση
- Αντώνης Παπάζογλου
Συνέντευξη
- Χάρις Παγωνίδου
Δημιουργία Podcast
- Χάρις Παγωνίδου
Σχεδιασμός Ήχου
- Δημήτρης Παλαιογιάννης
Επεξεργασία Ήχου
- Δημήτρης Παπαδάκης
Σκηνοθεσία Βίντεο
- Ισιδώρα Χαρμπίλα
Με λένε Αντώνη Παπάζογλου. Γεννήθηκα στην Αθήνα. Μεγάλωσα στην Κάλυμνο, στα Δωδεκάνησα και τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια περίπου, ζω στην Αθήνα ξανά.
Νομίζω γύρω στα δεκατέσσερα άρχισε να μου αρέσει ένας συμμαθητής μου, που βρισκόμασταν τα Σάββατα εκτός σχολείου και κάναμε παρεΐστικα πράγματα οι δυο μας. Κι άρχισα να αισθάνομαι κάτι για αυτόν, το οποίο όμως δεν μπορούσα να το εξηγήσω, γιατί μεγαλώνοντας στην Κάλυμνο δεν ήξερα καν ότι υπάρχει αυτό που μου συνέβαινε.
Οπότε πέρασαν δυο-τρία χρόνια έτσι και στα δεκαέξι έκανα σεξ με άντρα πρώτη φορά… και με γυναίκα και με άνδρα τέλος πάντων, ήθελα να δοκιμάσω, να σιγουρευτώ. Κι αφού σιγουρεύτηκα εγώ, αργότερα το έμαθε κι η μητέρα, η οποία στα δεκαέξι μέχρι τα δεκαοχτώ μου, δε μου μιλούσε καθόλου. Αλλά δε συζητήθηκε ποτέ. Ποτέ, μα ποτέ! Μέχρι που έφυγα από το σπίτι για σπουδές κι αρχίσαμε να μιλάμε στο τηλέφωνο, γιατί έπρεπε. Αλλά πάλι, για τα πρακτικά: «Έχεις λεφτά; Να σου στείλω λεφτά;» αυτά.
Το όνειρο δεν ήταν τίποτα φανταχτερό. Ένα σπιτάκι ήθελα στην Αθήνα, ένα μικρό διαμέρισμα, αν γίνεται κοντά στις γραμμές του τρένου, για να ακούω το τρένο, και να έρχονται οι φίλοι μου και να περνάμε καλά. That’s it. Να έχω μια δουλειά που να με στηρίζει και να είμαι ανεξάρτητος, αυτό, τίποτα άλλο. Ήταν όλα…η ζωή ήταν λίγο αχόρταγη. Υπήρχε μια ευφορία!
Για τον HIV τότε δεν ξέραμε ότι τα φάρμακα σε κρατάνε στη ζωή κι ότι έχεις υψηλό προσδόκιμο και τα λοιπά. Ξέραμε ακόμα ότι κολλάς HIV, ότι υπάρχουν καλύτερα φάρμακα, αλλά θα πεθάνεις νέος. Όταν ήμουν στο Λύκειο το φοβόμουν, γιατί δεν ήθελα να πεθάνω, δεν ήθελα να γίνω ένας από αυτούς… Όταν έχεις μεγαλώσει με το ότι για εκεί είσαι προορισμένος, μαζί με τον Ροκ Χάτσον, με τον Φρέντι Μέρκιουρι, με τον Αντυ Γουορχολ, τον Ιόλα, με όλους αυτούς. Το ‘χα πει μάλιστα στον κολλητό μου και διπλανό μου στο θρανίο τότε, ότι: «Φοβάμαι πάρα πολύ». Και μου είχε πει ψιλο-απότομα: «Ε να βάζεις προφυλακτικό και να μην φοβάσαι». Ξες, the end.
Οι εξετάσεις που έκανα τότε, εκείνη την περίοδο, ήταν όντως προληπτικές. Είχα κάνει μια μακροχρόνια σχέση η οποία έληξε το 2007 και το επόμενο διάστημα, από το ‘07 μέχρι το ‘10, έκανα μια φορά τον χρόνο εξετάσεις, προληπτικά. Έκανα μια-δυο που βγήκαν αρνητικές, που κι η τρίτη, ήταν θετική.
Την ημέρα που βγήκε θετικό το τεστ, είχα απολυθεί την προηγούμενη μέρα, για αυτό και πήγα την επόμενη να πάρω το αποτέλεσμα, γιατί είχα ελεύθερο πρωινό να πάω.
Η γιατρός -έχω ήδη δει στο βιβλίο που ξεφυλλίζει με τα ραντεβού ότι στα αρχικά μου έχει ένα κόκκινο «συν» δίπλα, οπότε το μαθαίνω πριν μου το πει- με παίρνει στο γραφειάκι να μου το ανακοινώσει επισήμως. Μου λέει ότι, ξέρω εγώ, «είστε οροθετικός» και τα λοιπά. Το μυαλό αμέσως μπαίνει σε mode άρνησης: «Μπορεί να είναι λάθος το τεστ, να κάνω κι ένα δεύτερο κάπου αλλού». Στιγμιαία η σκέψη και σαν να έχει διαβάσει τη σκέψη σου, γιατί βέβαια το έχει πει και το έχει κάνει και το έχει ακούσει 100.000 φορές, μου λέει: «Δεν υπάρχει αμφιβολία για το αποτέλεσμα, γιατί κάνουμε κι επιβεβαιωτικό, το οποίο δεν έχει περιθώριο λάθους, μετά το αρχικό τεστ». Οπότε λέω: «Α εντάξει, όχι, όχι άρνηση άλλο».
Ήταν μια γιατρός που πολύ ευγενικά θα πω ήταν απαίσιος ο τρόπος της. Αφού σου έλεγε: «Είσαι οροθετικός και δεν υπάρχει περιθώριο λάθους», «Τι έγινε, κάνουμε και μαλακίες χωρίς προφυλακτικό ε;» κι όχι όπως το λέω εγώ, ακόμα πιο επιθετικά κι ειρωνικά. «Γιατρέ, όχι». «”Όχι…” όλοι τις ίδιες μαλακίες λέτε». Και φυσικά, πώς να μην σου πει αυτό όταν σε έχει εκεί πέρα κι είσαι οροθετικός, άρα έχεις κολλήσει από σεξ. Υπάρχουν κι άλλοι τρόποι μετάδοσης όμως. Τέλος πάντων, καταλήξαμε ότι έχω μια πάθηση στα ούλα κι ότι μπορεί να μπήκε από εκεί: «Α από εκεί μπήκε μάλλον».
Η μόνη αναφορά που είχα τότε ήταν δυο φίλοι που είχα τότε. Ήταν δυο φίλοι που είχα, οι οποίοι όταν κάποια στιγμή μου είπαν ότι είναι οροθετικοί κι έβλεπα ότι οι άνθρωποι αυτοί δε νιώθουν άρρωστοι, δεν παίρνεις χαμπάρι ότι έχουν κάτι, είναι απολύτως λειτουργικοί, δουλεύουν, έχουν σχέσεις, ταξιδεύουν και το μόνο που πρέπει να κάνουν, είναι να πάρουν ένα χάπι κάθε μέρα κι έξω από την πόρτα.
Λίγο ένας κρύος ιδρώτας, πολύ στιγμιαία, κοιτούσα έξω τον δρόμο να περνάει και λέω: «Πω ρε φίλε, κόλλησα HIV…» Αλλά ταυτόχρονα, είχα δίπλα μου τον άλλο, ο οποίος ζούσε κι αυτός. Το παράδειγμα ήταν εκεί. Ναι, ΟΚ, κανείς δε θέλει να κολλήσει προφανώς, δεν είναι happy, κάτι ευχάριστο, αλλά ΟΚ… Δεν… δεν. Γύρισα σπίτι κι επειδή ήμουν άυπνος, απλώς πήγα και κοιμήθηκα.
Διαγνώστηκα το 2010 στις 2 Σεπτεμβρίου και την επόμενη μέρα το πρωί, πέθανε ο πατέρας μου. Οπότε ποιος HIV, ποιο τίποτα. Βαλίτσες κι αεροδρόμιο. Οπότε την άλλη μέρα το πρωί έφτασα στην Κάλυμνο, με συγγενείς κι αυτά, έγινε η κηδεία. Με παίρνανε οι φίλες μου, που είχα δυο-τρεις μέρες άφαντος: «Πού είσαι, τι κάνεις;» «Στην Κάλυμνο, πέθανε ο μπαμπάς μου. Α! Παρεμπιπτόντως, έχω και HIV, το έμαθα χθες-προχθές».
Επέστρεψα στην Αθήνα, έκανα τις αιμοληψίες μου κι άρχισα να παίρνω χάπια το 2013. Σταμάτησα να φοβάμαι να μην κολλήσω HIV, το οποίο ήταν από τα πιο εκπληκτικά πράγματα επίσης που ήρθαν με τη διάγνωση, το οποίο δε συνειδητοποιείς πόσο πολύ το φοβάσαι πριν.
Τα πρώτα χρόνια δεν το έλεγα, γενικότερα. Το είπα, βέβαια, στις φίλες μου, με το που διαγνώστηκα. Μέχρι εκεί. Δεν το έλεγα σε κάθε σεξουαλικό σύντροφο, όπως οι περισσότεροι, άλλωστε. Και κάποια στιγμή, κάνοντας online dating, τράκαρα με τον Ζακ τον Κωστόπουλο. Τον οποίο δε γνώριζα, ούτε τον ίδιο, ούτε τη δράση του. Κι έλεγε ότι είναι οροθετικός. Κι η πρώτη μου σκέψη ήταν: «Τι ωραίο αγόρι» κι η δεύτερη σκέψη μου ήταν: «Γιατί δεν το κάνω εγώ αυτό ήδη». Και την ίδια στιγμή, την ώρα που στέλνω μηνύματα στον Ζακ, «ωραίο αγόρι», αλλάζω όλα μου τα προφίλ -γιατί είχα τρία-τέσσερα- όλα με: «Είμαι οροθετικός και να κι η φάτσα μου». Και τα πρώτα τέσσερα χρόνια από τη διάγνωση έκανα online dating ως οροθετικός, με τη φωτογραφία μου.
Τα πρώτα τέσσερα χρόνια τα μηνύματα που έπαιρνα ήταν δύο ειδών: «Μπράβο σου φίλε που το λες και δε φοβάσαι κανέναν και τα λοιπά» και το άλλο είδος ήταν: «Τι, δηλαδή, τώρα είσαι οροθετικός και ψάχνεις και σεξ; Θες κρέμασμα, είσαι εγκληματίας», βραχονησίδες και τέτοια, «πρέπει όλους να σας κλείσουν κάπου». Φυσικά, η μόνιμη κασετούλα: «Πρέπει όλοι να το λέτε». Δηλαδή, αν μπορούσαν αυτοί που δεν έχουν HIV να το γράφει στο κούτελο, ας πούμε, θα ήταν happy. Δηλαδή, γύρω από αυτό κινιόντουσαν όλα τα μηνύματα. Παρόλα αυτά δε μου έκοψε ότι είναι λάθος τακτική αυτή. Εγώ πίστευα ότι η ευτυχία θα έρθει αν βρω έναν άλλον οροθετικό, να μην φοβάται να κολλήσει ο ένας τον άλλο, και πίστευα ότι εκεί είναι η λύση. Κι αυτή την πεποίθηση την είχα για τέσσερα χρόνια. Τα οποία θεωρώ ότι είναι χαμένα χρόνια, διότι λάμβανα μόνο αυτά τα μηνύματα. Δε με πλησίαζε, ούτε αρσενική γάτα.
Κι εκεί άρχισα να την ψιλιάζομαι, ότι μάλλον το εξωτικό φρούτο που το λέει και το δείχνει δεν έχει… κάτι λάθος κάνεις ή κάτι τρομάζει τον κόσμο, δεν ξέρω τι είναι. Τέλος πάντων, δεν έχει αποτέλεσμα.
Κομβικό σημείο, γνώρισα έναν οροθετικό που το παλέψαμε, δεν έδεσε το γλυκό. Κι εκεί συνειδητοποίησα ότι αυτό που έψαχνα, έναν άλλο οροθετικό… Δε σημαίνει ότι επειδή έχουμε κι οι δύο το ίδιο πράγμα, ότι θα ταιριάξουμε. Κι εκεί ήταν η αποκάλυψη και λέω: «Α μάλλον δεν είναι ο HIV αυτό που θα με κάνει να βρω τον σύντροφο». Κι έπρεπε μετά από τέσσερα χρόνια που το είχα παντού να το βγάλω, το οποίο το έκανα κι απρόθυμα, το οποίο το θεώρησα πισωγύρισμα, γιατί εγώ ήθελα πάντα να είμαι out. Αφού το λέω και τέσσερα χρόνια το λέω και δεν έχει καταστραφεί το σύμπαν, είναι πισωγύρισμα να το κρύψω και να πρέπει να το πω αργότερα σε κάποιον που θα γνωρίσω. Μα μου λέγανε οι πάντες γύρω ότι έτσι γίνεται.
Κι έπρεπε ξαφνικά να ξεκινήσω στα τέσσερα-πέντε χρόνια μετά τη διάγνωση να γνωρίζω ανθρώπους και να έχω τον βραχνά του πότε το λέω, το οποίο είναι ένα μόνιμο βάσανο οποιουδήποτε οροθετικού. Οπότε περνούσαν τα χρόνια, εγώ εξακολουθούσα να είμαι μπακούρι και κάποια στιγμή γνώρισα τον Μπεν, σε μια παραλία στην Κω, κι ο οποίος όταν του το είπα, αφού είχαμε γνωριστεί κι αφού είχαμε κάνει και σεξ, δεν έφυγε τρέχοντας, όπως έκαναν οι περισσότεροι.
Είχε έναν τρόμο στο πρόσωπο του που με έκανε να νιώσω ένα άδειασμα απίστευτο κι λέω: «Ντάξει τον χάσαμε αυτόν… τον χάσαμε τελείως». Και του είπα όσα είχα να του πω, πολύ συνοπτικά: «Τα δεδομένα είναι αυτά: ένα-δύο-τρία, δεν πρόκειται να κολλήσεις από εμένα, δεν υπάρχει περίπτωση και τα λοιπά. Δε στο είπα εκεί που ήμασταν γιατί αν φρίκαρες δε θα είχες τρόπο να εξεταστείς».
Εγώ ο ίδιος δεν είχα 100% τη βεβαιότητα. Δηλαδή, η στατιστική είναι ένα πράγμα, η έρευνα η ιατρική είναι ένα πράγμα, αλλά ο άνθρωπός σου μετά, είναι ένα άλλο πράγμα. Το στομάχι πήγε στην Κουλούρη μέχρι να βγει το πρώτο αρνητικό τεστ.
Πέρασε ένα απόγευμα που το σκεφτόταν. Και με ξαναπήρε τηλέφωνο, Skype τι ήτανε: «Ναι, είναι πολύ αργά τώρα, εγώ την έχω πατήσει!» κάπως έτσι. Και μείναμε μαζί πόσα χρόνια. Και κάποια στιγμή μού έκανε πρόταση γάμου, πριν από δύο χρόνια. Επειδή ήξερα ότι στην Αγγλία ο γάμος που θα κάναμε δε θα ίσχυε στην Ελλάδα, επιτόπου του έκανα κι εγώ αντιπρόταση να κάνουμε και στην Ελλάδα σύμφωνο, οπότε είμαστε τώρα με σύμφωνο στην Ελλάδα, παντρεμένοι στην Αγγλία.
Η συνειδητοποίηση ότι θα πεθάνεις μια μέρα. Και το «δεν προλαβαίνω» είναι κάτι που εγώ λέω συχνά πια. Εγώ πια είμαι να ζήσω στο έπακρο. Κι αν εσύ ή ο οποιασδήποτε, μαμά αδέρφια, σόι, γκόμενοι, φίλοι, εάν εσύ θέλεις η ζωή σου ακόμα να είναι φαγωμάρα ή μικρότητες ή ότι έχεις επιλέξει να σε απασχολεί, εγώ φεύγω τρέχοντας πια.