Μόλις ακούγαμε ότι θα έρθουν τα Ρουγκάτσια, έλεγα: «Αχ, τι καλά ο μπαμπάς μου να πάρει τίποτα Ρουγκάτσια το βράδυ στο σπίτι, να τα δω!» Γιατί τα Ρουγκάτσια ήταν μια ομάδα παλικαριών, δώδεκα-δεκατρία παλικάρια, να συμμετέχουν σε ένα έθιμο, να χορεύουν απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ, να γυρίζουν όλα τα χωριά…
Είναι ένα ανδρικό έθιμο, καταρχήν, του Ρουμλουκιού, το οποίο αναβιώνει το δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων. Ήτανε μια ομάδα με παλικάρια που τα επέλεγαν οι άνθρωποι, παίρναν κάποιον παλιό Ρουγκατσάρη, τους μάθαινε χορούς και την ημέρα των Χριστουγέννων πηγαίνανε, κλείνανε μια ορχήστρα με ζουρνάδες κι ερχόταν οι ζουρνάδες τη μέρα των Χριστουγέννων στο χωριό, χτυπούσαν το νταούλι, μαζευόντανε τα Ρουγκάτσια στην εκκλησία, υπήρχε ο Καπετάνιος, ο αρχηγός, ο οποίος έκανε κουμάντο, χορεύαν μπροστά στην εκκλησία, προσκυνούσανε κι όλο το χωριό ξεπροβοδούσε τα Ρουγκάτσια.
Είχαν πάει κι είχαν ζητήσει άδεια απ’ το χωριό: «Δέχεστε να μπουν τα Ρουγκάτσια του Κεφαλοχωρίου, να χορέψουν στην Ξεχασμένη;» Αν λέγανε: «Ναι», μπαίναν μέσα και ξεκινούσαν χορεύοντας, πηγαίναν από σπίτι σε σπίτι. Σε κάθε σπίτι που έφταναν, με το σπαθί έκαναν σταυρό στην πόρτα, γιατί ο παπάς του χωριού πριν ξεκινήσουν, τους διάβαζε μια ευχή κι αυτήν την ευχή τη μεταφέρανε σε όλα τα σπίτια.
Υπήρχε και περίπτωση ένα χωριό να μην τα δεχτεί τα Ρουγκάτσια. Έλεγε ο πρόεδρος του χωριού: «Δεν τα δεχόμαστε τα Ρουγκάτσια του Κεφαλοχωρίου». Όταν θα έβγαζε, όμως, Ρουγκάτσια η Ξεχασμένη, αν ερχόταν στο Κεφαλοχώρι, έλεγαν: «Δεν τα δεχόμαστε, γιατί τότε που ήρθαμε, δε μας δεχτήκατε».
Όλο το χωριό γιόρταζε! Έτρεχαν από πίσω παιδιά, κάτοικοι του χωριού να ακολουθήσουν, να δουν τα Ρουγκάτσια. Φτάναν τα Ρουγκάτσια σε ένα σπίτι, χορεύαν. Ο νοικοκύρης θα τους κερνούσε τσίπουρα, μεζέδες, θα χόρευε και ο νοικοκύρης… Αν είχαν καμιά νύφη, θα βάζανε να χόρευε η νύφη. Ολόκληρο πανηγύρι. Φαντάσου σε ένα σπίτι όμως, ότι δε μένανε τότε ένα αντρόγυνο. Παλιά έμεινε ο παππούς, η γιαγιά, τα παιδιά, παντρεμένα και τα παιδιά με εγγόνια, δέκα-είκοσι άτομα σε ένα σπίτι. Μετά πήγαιναν σε άλλο σπίτι.
Υπήρχανε γνωριμίες. Μας είπε ένας παππούς από το Μακροχώρι, ο μπάρμπα Μήτσος ο Μπαλτζής: «Πηγαίναμε στην Επισκοπή…» Αυτός ήταν ένας ψηλός, ξανθός, έτσι, ήταν ομορφάντρας κι όλες οι κοπέλες του χωριού, να, τον κοίταζαν κι έλεγε στους υπόλοιπους: «Μπείτε μπροστά να χορέψετε εσείς, που είστε ελεύθερα παλικάρια, εγώ είμαι παντρεμένος!» Έτσι, υπήρχαν και τα λεγόμενα φλερτ.
Μου έλεγε, λοιπόν, αυτή η γιαγιά, Μαριγούλα, Μαργιορίτσα τη φώναζαν: «Η μάνα μου», λοιπόν, λέει αυτή η γιαγιά, «είχε δύο ξαδέρφια, που είχαν βγει στα Ρουγκάτσια. Ψηλοί, ξανθοί, γαλανομάτηδες, σγουρομάλληδες», λέει, «όμορφα παλικάρια. Βγήκαν στα Ρουγκάτσια και σε κάθε σπίτι που πηγαίναν, έλεγε ο Καπετάνιος: “Μπείτε εσείς οι δύο μπροστά, μετά μπείτε εσείς οι δύο”. Παλιά, επί Τουρκοκρατίας, διώροφο σπίτι επιτρεπόταν να έχουν μόνο οι Τούρκοι μπέηδες, όλοι οι Ρωμιοί είχα τα χαμηλά σπίτια. Η Τουρκάλα είχε βγει από ψηλά κι έβλεπε, είχε δει ότι αυτά ήταν όμορφα παλικάρια. Φτάνουν στου Μπέη το σπίτι και λέει ο Καπετάνιος δύο άλλους να μπουν μπροστά. Σηκώνει τότε η Τουρκάλα το χέρι και λέει: “Όχι εκείνοι οι δύο. Εκείνοι οι δύο!” Και δείχνει τα όμορφα τα παλικάρια. Η μπέισσα έριχνε μια λίρα στα Ρουγκάτσια. Έβγαινε από ψηλά κι έριχνε μια λίρα. “Τι θέλετε;” “Για την εκκλησία”. Οι Τούρκοι έδιναν λεφτά για την εκκλησία!»
Τελείωναν το χωριό, μετά πήγαιναν σε άλλο χωριό. Αν συναντούσαν μπουλούκι από άλλο χωριό… Προσπαθούσαν να μην σταυρωθούν, ο ένας να πάει από εδώ, να μην… Αλλά αν σταυρωνόταν, έπρεπε κάποιοι να δηλώσουν υποταγή. Πολλές φορές γινόταν και μάχη. Υπάρχει μια τοποθεσία έξω από την Αλεξάνδρεια που σκοτώθηκε Ρουγκατσάρης από συμπλοκή. Και την ονόμασαν «στο Ρουγκάτσι», την τοποθεσία. Οι νικητές έπρεπε να ενώσουν τα σπαθιά κι οι χαμένοι να περάσουν από κάτω, αλλά ήταν πολύ υποτιμητικό, κανένας δεν το δεχόταν αυτό. Ή πολλές φορές, παρεμβαίνανε οι αρχηγοί, οι Καπεταναραίοι κι ειρηνικά να τη λύσουν, να περάσουν ειρηνικά ή να χορέψουν από κοινού έναν χορό, για να μη γίνει κάτι. Κι έπρεπε οι δύο Καπεταναραίοι να ανταλλάξουν κάτι, ένα μαντήλι, μέχρι και μια κλωστή βγάζαν, να ανταλλάξουν κάτι, για να μην υπάρχει διαμάχη.
Και αφού νύχτωνε, μαζεύονταν στην εκκλησία, όταν βασίλευε ο ήλιος, κάναν πάλι ένα προσκυνητό τα Ρουγκάτσια, και μετά αναλάμβαναν η επιτροπή της εκκλησίας του χωριού που επισκέπτονταν, να πάρουν τα παιδιά στο σπίτι. Ποτέ μόνο του το Ρουγκάτσι ή ένας ή τρεις. Πάντα δύο-δύο ή δύο ή τέσσερεις. Ο πατέρας σου θα έπαιρνε δύο Ρουγκάτσια ή τέσσερα. Ήταν υποχρεωμένη η μάνα σου να τα τραπεζώσει, αν ήταν κάποιος λερωμένος να βγάλει τα ρούχα, να τα πλύνει, να τα σιδερώσει, να τα βάλει στο τζάκι να στεγνώσουν όλη νύχτα, για να τα έχει το πρωί έτοιμα ο Ρουγκατσάρης. Σε παιδιά που δεν τα ήξερε καθόλου.
Η επαφή που δημιουργείται με τους Ρουγκατσάρηδες και με τους μερακλήδες των χωριών, αυτό αξίζει. Πας τώρα σε κάποια γιαγιά που είναι μόνη της εκείνες τις μέρες, περιμένει πώς και πώς τα Ρουγκάτσια, να μας χαρεί, να μας κεράσει, να της σταυρώσουμε την πόρτα. Βγαίνανε τα Ρουγκάτσια κι όταν είχαν αρρώστους μάς τραβούσαν απ’ το χέρι, να μπούμε μέσα, να σταυρώσουμε τον άρρωστο. Είχαμε ευχή από τον παπά. Ο άρρωστος δεν μπορούσε να πάει στην εκκλησία, του μεταφέραμε την ευχή. Και τα είχανε…Τα Ρουγκάτσια τα αγαπούσε ο κόσμος, είναι το πιο ζωντανό έθιμο που υπάρχει στο Ρουμλούκι.
Τη δεκαετία το ‘50 είχαν αρχίσει όλα τα χωριά να βγάζουνε Ρουγκάτσια, όλα. Δεν έβρισκες εύκολα ζυγές με ζουρνάδες. Δηλαδή, από τα σαράντα πέντε χωριά, φαντάσου τα είκοσι πέντε να βγάζουν Ρουγκάτσια. Πού θα βρεις είκοσι πέντε ζυγές; Ήταν ένας παππούς, λεγόταν Παπακωνσταντίνου Γρηγόριος, πολύ μερακλής για τα Ρουγκάτσια, πολύ μερακλής γενικά. Κι αυτός, για να έχει το μπουλούκι του την καλύτερη ζυγιά, πήγαινε, έπαιρνε από τον Γιδά τους γύφτους, τον Πάτμο, τους έβαζε στο σπίτι να κοιμούνται μια εβδομάδα πιο πριν κι αυτός με τη γιαγιά κοιμόταν στα πρόβατα! Έστρωναν, λέει, στα άχυρα και κοιμόταν εκεί, μόνο και μόνο για να έχει το μπουλούκι του τα καλύτερα όργανα. Αυτός λοιπόν, φαντάσου τι έκανε, αφού ήταν μερακλής, κάθε χρόνο όταν πηγαίναμε με τα Ρουγκάτσια στο σπίτι. Έβγαινε, χόρευε κι αυτός κι η γιαγιά, αυτός χόρευε τον «Γκέικο» κι η γιαγιά της «Κατερίνους». Και χόρευαν και μας κερνούσαν και τσίπουρα και μεζέδες.
1997, φτάνουμε σε αυτό το σπίτι, εμείς τρέχοντας χορεύουμε, μπαίνουμε στην αυλή. Βγαίνει η γιαγιά και κάνει με το χέρι: «Σταματήστε», λέει, «μην παίζετε, ευχαριστούμε πολύ που ήρθατε». Μας δίνει λεφτά, γιατί δίνουν λεφτά, τα Ρουγκάτσια μαζεύουν λεφτά. Λέει: «Μη χορεύετε άλλο, γιατί ο παππούς είναι άρρωστος», λέει, «ευχαριστούμε πολύ». Σαν να μας είπε: «Συνεχίστε, να πάτε στα υπόλοιπα σπίτια».
Εκείνη την ώρα που γυρίζουμε να φύγουμε, ένα παλιό πέτρινο σπίτι διώροφο με τα μικρά τα μπαλκονάκια, βγαίνει ο μπάρμπας στο μπαλκονάκι, φαινόταν ότι ήταν πολύ καταβεβλημένος, ήταν άρρωστος από καρκίνο, είχε πρηστεί, δεν μπορούσε να μιλήσει, το πρόβλημα το είχε στον λαιμό. Μας κάνει νόημα: «Ελάτε πάνω, ανεβείτε στο μπαλκονάκι». Ένα μπαλκονάκι ίσα με αυτό, μπορεί να ήταν και πιο μικρό.
Ανεβαίνουμε πάνω, με τον Πάτμο και τα όργανα, τα όργανα ανεβαίνουν πάνω και λέει: «Παίξτε με έναν γκέικο, εγώ του χρόνου δε θα ζω να σας ακούσω!» Κι αρχίζουν να παίζουν οι ζουρνάδες και τον πιάνω εγώ από το χέρι κι αρχίζει να κουνάει το χέρι μου όλο και να κλαίει ο παππούς και να κλαίνε όλα τα παιδιά… Όλα τα Ρουγκάτσια που ήταν εκείνη τη χρονιά, όλοι κλαίγαμε.
Στην Επισκοπή πριν από είκοσι χρόνια-είκοσι πέντε, πήγαμε Ρουγκάτσια κι ήταν ένας παππούς, Αργυρόπουλος λεγότανε, κι ήταν Καπετάνιος, αρχηγός δηλαδή το ‘30, αυτός μάζεψε λεφτά, τα χρόνια εκείνα, και χτίσανε την Αγία Αικατερίνη. Ο οποίος στα γεράματά του κάποιο πρόβλημα είχε και του έκοψαν το πόδι. Η κόρη του, δεν ξέρω πού ζούσε, πάντως δε ζούσε στο χωριό. Έπαιρνε τηλέφωνο στο χωριό και ρωτούσε η κόρη του: «Πότε θα βγουν τα Ρουγκάτσια;» «Τάδε ημερομηνία». Ερχόταν στο χωριό, φρόντιζε να είναι εκεί, να σηκώσει τον πατέρα, να τον έχει στην πολυθρόνα, για να περιμένει τα Ρουγκάτσια. Όταν φτάναμε εμείς εκεί, τρέχαμε με τα σπαθιά, κάναμε τη γύρα μες στην αυλή, χορεύαμε, έβγαινε η κόρη, η κόρη να κλαίει γιατί ο παππούς μέσα είχε πλαντάξει, θυμόταν τα νιάτα του...
Κι οι άνθρωποι, γενικά, φαντάσου μέρες γιορτινές, Χριστουγέννων, να ακούς τους ζουρνάδες, να θυμάσαι ότι οι δικοί σου είχαν χορέψει, ότι οι παππούδες σου συμμετείχαν ή ότι η γιαγιά σου είχε γίνει νύφη με αυτά τα πράγματα, σου γεννιούνται άλλα συναισθήματα. Δηλαδή, συναισθήματα φοβερά, που δεν τα ζεις εύκολα.