Το έθιμο που κάναμε τα Χριστούγεννα, της κόλιντα μπάμπω, το περιμέναμε, από το καλοκαίρι το συζητάγαμε. Από όλα τα Χριστούγεννα, ήταν πιο ωραίο.
Το Δωδεκαήμερο ξεκινάει γύρω στις 18 με 20 Δεκεμβρίου, με τα χοιροσφάγια. Αρχίζανε, δηλαδή, να σφάζουν τους χοίρους που εκτρέφανε από τον Μάιο και μετά, ήταν το κρέας της οικογένειας μέχρι το καλοκαίρι. Αυτά, για τους άντρες. Οι γυναίκες ασχολιόντουσαν με τις δουλειές του σπιτιού. Εμείς τα παιδιά, εμείς είχαμε το έθιμο της κόλιντας μπάμπω. Ή κάλαντα αλλιώς, ή κόλιαντα ή κόλιαντ μπάμπω, που σημαίνει στην τοπική ντοπιολαλιά «σφάζουνε, γιαγιά».
Τι γινόταν αυτό; Δυο βδομάδες πριν, τα αγόρια του χωριού από ηλικία οχτώ-δέκα χρονών μέχρι είκοσι-είκοσι ένα, μαζεύανε κλαδιά από τα δάση, τα παραποτάμια δάση που έχουμε γύρω απ’ το χωριό και φτιάχνανε με έναν άξονα στη μέση μια μεγάλη κλαδαριά. Έτσι λεγόταν. Εκεί την ετοιμάζανε και 12 η ώρα, παραμονή των Χριστουγέννων, 23 προς 24, έβγαινε ένας που ονομαζόταν αρχηγός, εγώ θυμάμαι κυρίως τον Σωτήρη, ο οποίος κρατούσε ένα κουδούνι στο χέρι κι άρχιζε να κουδουνίζει μ’ αυτό και να φωνάζει: «Κόλιντα!» «Κόλιντα!» για να μαζευτούμε όλοι σε ένα οικόπεδο στην άκρη του χωριού της πάνω γειτονιάς.
Ήταν για εμάς γεγονός. 10 η ώρα που ενδεχομένως σαν παιδάκια έπρεπε να κοιμηθούμε, εμείς ήμασταν ντυμένα ακόμα και με το μπουφάν ήμασταν στο κρεβάτι κι όταν χτύπαγε το κουδούνι, μόνο τα παπούτσια βάζαμε και φεύγαμε. Τόση ήταν η χαρά μας κι η προσμονή μας για αυτό το έθιμο.
Μια φωτιά βάζαμε στη μια γειτονιά. Και μάλιστα τα αγόρια φέρνανε και χοντρό αλάτι, ρίχνανε πάνω για να τσιτσιρίζει και να γίνεται έτσι σαν τα βεγγαλικά, κάπως έτσι. Εκεί η φωτιά περίπου πήγαινε κανένα δίωρο έτσι για να φουντώσει, ρίχναμε κι άλλα ξύλα, γιατί κλαδιά ήταν αυτά, καιγόντουσαν γρήγορα, και φωνάζαμε: «Κόλιντα μπάμπω!» Κι ερχόντουσαν οι γιαγιάδες από τα σπίτια γύρω να μας φέρουνε καλούδια, νηστίσιμα πάντα. Είτε σύκα, είτε βρασμένα κάστανα, είτε μανταρίνια, είτε καραμέλες… ό,τι είχε η κάθε μία.
Τη φωτιά την αναλάμβαναν πάντα οι πιο μεγάλοι. Δηλαδή δεκαέξι, δεκαεφτά, δεκαοχτώ, δεκαεννιά χρονών, είκοσι, ήταν μεγάλοι σε ηλικία. Βέβαια προσέχανε και τα πιο μικρά παιδιά να μην πλησιάζουν στη φωτιά και καούνε. Καμιά φορά τους κάνανε και πλάκες. Τους παίρνανε αγκαλιά και δήθεν θα τους ρίξουν μέσα στη φωτιά… αυτά που συμβαίνουνε μεταξύ των παιδιών, μεγάλων και μικρών.
Μετά, αφού η φωτιά σωνότανε, γύρω στις 3 η ώρα το πρωί, πηγαίναμε με αρχηγό αυτόν που είχε το κουδούνι και με ένα ξύλο στο χέρι, από σπίτι σε σπίτι και φωνάζαμε: «Κόλιντα μπάμπω!» «Κόλιντα μπάμπω!» Σφάζουνε, γιαγιά. Χτυπάγαμε την πόρτα ή την εξώπορτα ή την κυρίως πόρτα κι έβγαινε πάντα, όταν υπήρχε, η γιαγιά του σπιτιού να μας κεράσει, γιατί την προειδοποιήσαμε ότι σφάζει ο Ηρώδης τα παιδιά, να προσέξουν τα παιδιά, να σώσουν οι γιαγιάδες τα παιδιά του σπιτιού. Αυτό κρατούσε, πηγαίναμε σε όλη τη γειτονιά των Εντόπιων, και γύρω στις 5μισι με 6 η ώρα τελειώναμε.
Αυτό το έθιμο το κάναμε, ήταν παντός καιρού. Είτε έβρεχε, είτε χιόνιζε, είτε έκαμνε κρύο, είτε οτιδήποτε, εμείς αυτό το έθιμο το κάναμε πάντα. Είναι το έθιμο, κάπως μπορούμε να πούμε, των βοσκών που ξημερώσανε, ανάψανε φωτιά και ξημερώσανε κατά τη γέννηση του Χριστού.